Το πρώτο πράγμα που αισθάνεται κανείς είναι να εκφράσει τη λύπη του για όλα αυτά τα θλιβερά συμβάντα καθώς και την συμπαράστασή του στις οικογένειες και των δύο θυμάτων, που τόσο άδικα και αναίτια έφυγαν από τη ζωή.
Εκείνο που μένει επίσης ως έντονος και διαρκής προβληματισμός για έναν Παιδαγωγό που κινείται στο μεταίχμιο παιδείας και κοινωνίας, είναι τί πρέπει να γίνει για να αποφευχθούν παρόμοια φαινόμενα στο μέλλον. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αναζητηθούν οι αιτίες του φαινομένου.
Τί είναι εκείνο που οπλίζει κάθε φορά το χέρι του ενός ή του άλλου και το οδηγεί σε εγκληματικές πράξεις. Κάθε φορά ακούγονται διάφορα: «Είχανε κτηματικές διαφορές» ή «είπε ο ένας την τάδε κουβέντα και πρόσβαλε τον άλλο» και άλλα παρόμοια. Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά είναι κατά κανόνα οι αφορμές.
Τα πραγματικά όμως αίτια είναι βαθύτερα και ουσιαστικότερα.
Είναι αυτά που συνήθως δεν φαίνονται. Και αυτά θα μπορούσαν να αναζητηθούν σε δύο κατευθύνσεις:
α. Στις εσωτερικευμένες στάσεις και στα πρότυπα που προβάλλονται στους νέους, και
β. Στην εύκολη πρόσβαση στα κάθε λογής όπλα.
Τα αίτια της πρώτης ομάδας μπορούν ασφαλώς να αποτελέσουν αντικείμενο αγωγής, ενώ τα αίτια της δεύτερης αποτελούν αντικείμενο νομοθετικών ρυθμίσεων και εφαρμογής των νόμων. Τα πρώτα μπορούν να λειτουργήσουν στην κατεύθυνση της πρόληψης, ενώ τα άλλα στην κατεύθυνση της καταστολής.
Είναι προφανές ότι κάθε προσπάθεια απαλοιφής του φαινομένου πρέπει να συμπεριλάβει τόσο την πλευρά της πρόληψης, όσο και την πλευρά της καταστολής. Μόνο με συντονισμένα προγράμματα που θα συμπεριλαμβάνουν και τις δύο κατευθύνσεις αναμένεται να υπάρξει αποτέλεσμα.
Αν δούμε όμως το πρόβλημα συνολικά, θα διαπιστώσουμε πως η γενική εικόνα που επικρατεί, ότι η Κρήτη αποτελεί ένα εκτεταμένο οπλοστάσιο, μολονότι υπερβολική, κυριαρχεί κυρίως στα διαμερίσματα, στα οποία η απόδοση τιμών συνδέεται με «μπαλοθιές». Αν πρέπει να τιμηθεί κάποιο πρόσωπο ή γεγονός, πέφτουν σφαίρες.
Και όσο μεγαλύτερη τιμή θέλεις να αποδώσεις, τόσο περισσότερες σφαίρες θα ρίξεις. Θέλεις να τιμήσεις τον συγγενή ή τον φίλο στους γάμους, ρίξε σφαίρες, πολλές σφαίρες. Θέλεις να τιμήσεις τα βαφτίσια των παιδιών του, ρίξε σφαίρες. Θέλεις να τιμήσεις την κηδεία του συγγενή ή του φίλου, σφαίρες.
Θέλεις να τιμήσεις την ονομαστική γιορτή του φίλου σου; Σφαίρες. Θέλεις να τιμήσεις τον πολιτικό της αρεσκείας σου που επισκέπτεται, κυρίως προεκλογικά (αυτό πού το πας;) το χωριό ή την πόλη σου; Σφαίρες. Κάθε γιορτή, κάθε χαρά συνοδεύεται με σφαίρες. Σφαίρες και πάλι σφαίρες.
Όμως το έθιμο αυτό δεν αφορά στην Κρήτη ολόκληρη. Η Ανατολική Κρήτη, ιδιαίτερα δε οι περιοχές της Ιεράπετρας και της Σητείας, αλλά και άλλες ακόμη, παρουσιάζουν εντελώς διαφορετική εικόνα. Οι «μπαλοθιές» όχι μόνο δεν ανήκουν στην κουλτούρα των κατοίκων, αλλά τους είναι αντιπαθείς και αποκρουστικές. Ενθυμούμαι όταν για πρώτη φορά έζησα το έθιμο αυτό σε έναν γάμο στην πατρίδα μου, την Ιεράπετρα.
Ο κουμπάρος ήταν από τη Δυτική Κρήτη και κάποιοι καλεσμένοι του, για να τιμήσουν τους γάμους που στεφάνωνε ο φίλος τους, άρχισαν τους πυροβολισμούς την ώρα που ο γαμπρός υποδεχόταν την νύφη στην είσοδο της εκκλησίας. Οι ντόπιοι καλεσμένοι, ακούγοντας πυροβολισμούς μόνο που δεν πέσαμε στο έδαφος για να προφυλαχθούμε. Όλοι φέραμε τις παλάμες στους κροτάφους για να μην ακούμε.
Οι άνθρωποι που πυροβολούσαν εισέπραξαν το μήνυμα και -προς τιμήν τους- σταμάτησαν αμέσως. Έτσι, στις περιοχές που οι «μπαλοθιές» αποδοκιμάζονται, τα όπλα δεν είναι διαδεδομένα και δεν σημειώνονται τέτοιου είδους θάνατοι. Είναι επίσης αλήθεια ότι και εκεί που επικρατεί το έθιμο, δεν το συμμερίζονται όλοι. Ούτε καν η πλειοψηφία. Αυτοί που το απολαμβάνουν είναι μειοψηφία.
Το λάθος όμως των πολλών είναι ότι δεν σηκώνουν τις παλάμες τους και να βουλώσουν τα αυτιά τους, όπως στην περίπτωση που προανέφερα. Δεν αποδοκιμάζουν το φαινόμενο. Μπορεί να μην το αποδέχονται, αλλά το ανέχονται.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το σημείο όπου η Παιδεία καλείται να παίξει ουσιαστικό ρόλο: Να υπονομεύσει με τον δικό της διακριτικό τρόπο την κουλτούρα των πυροβολισμών και να δημιουργήσει αντιστάσεις. Το πράγμα ακούγεται απλό. Αλλάζεις τις συνήθειες των πυροβολισμών και το πρόβλημα λύθηκε. Μόνο που στην πράξη δεν είναι τόσο εύκολο.
Πρόκειται για αλλαγή βαθιά εγχαραγμένων εσωτερικών διαθέσεων και, όπως γνωρίζομε από την Κοινωνιολογία της Παιδείας, είναι ευκολότερο να δημιουργήσεις μια νέα στάση εκεί όπου δεν υπάρχει, παρά να αναιρέσεις μια ήδη εδραιωμένη. Πιο απλά: Είναι πιο εύκολο να καλλιεργήσεις στην Ανατολική Κρήτη θετική διάθεση για τις «μπαλοθιές», παρά να αναιρέσεις στην ορεινή Κρήτη την θετική διάθεση που υπάρχει εδραιωμένη, έστω και μόνο σε μια μειοψηφία.
Όμως όσο δύσκολη και αν είναι η μεταβολή της εσωτερικής διάθεσης, αξίζει να επιδιωχθεί πάσει θυσία, διότι όταν επιτευχθεί επιφέρει οριστικό ξερίζωμα του κακού. Και αυτή η μεταβολή μπορεί να επιτευχθεί μόνον με την συστηματική ενημέρωση και την προβολή ενός άλλου προτύπου που θα αντανακλά τον υπεύθυνο άνθρωπο και πολίτη.
Αντίθετα η καταστολή δεν αλλάζει τον άνθρωπο. Απλώς εμπνέει τον φόβο της ποινής. Μόλις όμως ο φόβος εκλείψει η πράξη επαναλαμβάνεται. Κι εν προκειμένω γίνεται ακόμη δυσκολότερο, επειδή εμπλέκονται ισχυρά συμφέροντα, όπως θα δούμε παρακάτω.
Είναι αυτονόητο ότι η κουλτούρα των πυροβολισμών απαιτεί σφαίρες και αυτές προϋποθέτουν όπλα. Δημιουργείται λοιπόν ένα κύκλωμα λαθρεμπορίου όπλων και πυρομαχικών που προσπορίζει χρήμα.
Και οι απλοί άνθρωποι, οι εθισμένοι στην κουλτούρα των πυροβολισμών, αυτό ακριβώς το κύκλωμα αναπαράγουν, ίσως χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Και αυτό συχνά πληρώνεται με ζωές. Μπορεί βέβαια το φονικό να μην εντάσσεται στις προθέσεις του λαθρεμπορίου, προκύπτει όμως ως συνέπειά του σε συνδυασμό με τα πρότυπα που καλλιεργούνται.
Εξάλλου μέσα σε αυτό το κλίμα υποβαθμίζεται η υπέρτατη αξία της ζωής. Έτσι προκύπτει ένας κύκλος χρήματος και αίματος, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να βρει, πού αρχίζει και πού τελειώνει. Και μέσα σε αυτό το αδιέξοδο τη λύση μπορεί να δώσει η Παιδεία.
Δεν γνωρίζω βέβαια τα τεκταινόμενα στον χώρο της καταστολής, αλλά στον χώρο της Παιδείας δεν έχει γίνει απολύτως τίποτε. Επίσης οι ανάγκες για Παιδεία δεν είναι ίδιες σε όλη την έκταση της Ελλάδας.
Και, όπως έχω γράψει κατ’ επανάληψη, τις ανάγκες αυτές τις γνωρίζουν καλύτερα οι άνθρωποι της περιφέρειας απ’ όσο οι άνθρωποι του κέντρου. Γι’ αυτό υποστηρίζω, ότι ένα ποσοστό του προγράμματος πρέπει να αποκεντρωθεί και να ορίζεται υπεύθυνα από κάθε Διοικητική Περιφέρεια, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες.
Στην προκείμενη περίπτωση, το πρόγραμμα της ευέλικτης ζώνης θα μπορούσε εν μέρει να σώσει την κατάσταση, εάν δημιουργηθούν στην Περιφέρεια ομάδες εργασίας για να παραχθεί το σχετικό διδακτικό υλικό, έτοιμο να εφαρμοστεί στην πράξη.
Παράλληλα θα πρέπει η Πολιτεία να δραστηριοποιηθεί στο χώρο της καταστολής και της πάταξης του λαθρεμπορίου. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούν να αξιοποιηθούν άνθρωποι με ειδικό κοινωνικό κύρος.
Πώς να ξεχάσει κανείς π.χ. το λαμπρό παράδειγμα του Βασίλη Σκουλά, που είχε δηλώσει, ότι μόλις πέσει η πρώτη σφαίρα παίρνει τη λύρα του και αποχωρεί; Είναι γνωστό, ότι το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι παραδοσιακοί καλλιτέχνες και οι πυροβολισμοί είχαν μειωθεί στο ελάχιστο, ασχέτως που με τις εξελίξεις, το φαινόμενο πολλαπλασιάστηκε ξανά.
Αυτά αποτελούν μόνο λίγες σκέψεις, όσες μπορούν να χωρέσουν σε ένα σύντομο δημοσίευμα. Και, πάντως ένα είναι βέβαιο· η προ διακοσίων ετών πρόταση του Κοραή γίνεται άκρως επίκαιρη σήμερα: «Τρόπον μεταβολής της Ελλάδος από την εις ην ευρίσκεται την σήμερον κατάστασιν, ούτε εστοχάσθην ποτέ, ούτε στοχάζομαι δυνατόν άλλον, παρά την Παιδείαν».
Θεωρώ ότι είναι καιρός να δοκιμαστεί στην πράξη. «Οι καιροί, ου μενετοί» (Οι καιροί {ή οι ευκαιρίες} δεν περιμένουν). Είμαι βέβαιος, ότι η φράση αυτή του Περικλή, όπως μας την διέσωσε ο Θουκυδίδης, εκφράζει με τρόπο σαφή την αγωνία της Κρήτης, να δοθεί τέλος σε αυτό το άχαρο παιχνίδι των όπλων και των πυροβολισμών.
* Ο Ι.Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης