Σε μια ρεματιά,  ακούγοντας βουκολική ποίηση,  το κελάρυσμα του ποταμιού και το κελάδισμα πολύχρωμων πουλιών, εμπνεύστηκε ο πρωταγωνιστής του ρέματος ένα τοπίο με συμπρωταγωνιστές τη φύση και τους ανθρώπους της δουλειάς. Φτάνει να είχαν δουλέψει. Γιατί με ένσημα μαθαίνεται η ανηφόρα της ζωής και κατακτιέται η φύση.

Έτσι ήταν,  γιατί έτσι ενόμιζε. Αργότερα θα καταλάβαινε ότι,  εκτός από ένσημα,  η ανεξερεύνητη φύση θα ήθελε και καλούς εξερευνητές, ας πούμε τον Στάνλεϋ και τον Λίβινγκστον.  Δεν πτοήθηκε, που του παν παιδί του νταβατζή της διεφθαρμένης γειτονιάς είσαι. Δεν λούφαξε,  που τον είπαν ποπολάκι. Άλλους τους είπαν ποπολάρους. Κάτι είναι κι αυτό σκέφτηκε. Δεν είναι και λίγο οι ποπολάροι πίσω από το Χίλτον να σερβίρουν και αρχόντους.

Μάζεψε λοιπόν γκαρσόνια στο Χίλτον πίσω, όχι μπρος, γιατί δεν ήθελε να είναι και σε κοινή θέα το μαγαζί του, κάτι σαν το μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού. Τι γινόταν πίσω,  ο ίδιος, οι αρχιμάγειρες,  οι μαιτρ και τα γκαρσόνια του αρκούσε να ξέρουν. Ιδίως οι μαιτρ, που είχαν τόση ιδέα από εστιατόρια και μαγειρική, όση κι  ο ίδιος από πολιτική.

Έτσι,  ως πρωτόβγαλτος,  θεωρούσε πρέπον για ένα εστιατόριο περιωπής. Έτσι όμως η επιχείρηση σπάνια πάει καλά και ξεμένει από πελάτες. Στους καιρούς μας η κουζίνα πρέπει να είναι μπροστά στους πελάτες. Να φαίνεται ξεκάθαρα τι μαγειρεύεται εκεί μέσα.

Ξεκίνησε λοιπόν με ενθουσιασμό το μαγαζί και με πολύ καλή πελατεία, όπως πάντα γίνεται στα καλά μαγαζιά,  ιδίως στα εγκαίνια. Τζάμπα φαγητό και ελεύθερη κατανάλωση ποτών δεν είχε, είχε όμως ευφορία ψυχής,  πολύ περισσότερο έστω και με πληρωμή σ’ ένα σύντομο ταξίδι με θέα τη θάλασσα και τα Λαυρεωτικά περίχωρα,  στα πευκοδάση και στου Σερπιέρι τα μεταλλεία.

Εκεί απέναντι από το Μακρονήσι όπως στης Ζάκυνθος τα μέρη, ένας άνεμος ξεσήκωσε καρδιές και σώματα, παρέα με του Τάσιου τα σκιρτήματα και του σταυρού τα σκουντήματα. Κι όλοι ξεσηκωμένοι από του καναπέ τη ζεστή αγκάλη και του τζακιού τη θαλπωρή, την Άνοιξη μ ελπίδα προσμένανε, φρέσκοι, νέοι,  αμόλυντοι και άσπιλοι, παρθένοι,  με κρίνα στα χέρια και στο νου γυρίσανε στο μαγαζί,  στο Χίλτον από πίσω.

Μα γρήγορα, όπως πάντα γίνεται με τις ελπίδες και τα κρίνα, κάτι ξενομπάτες με παρελθόν (γιατί άνθρωποι χωρίς παρελθόν είναι άνθρωποι χωρίς μέλλον, αν και αρχικά πίστευε το αντίθετο) γίνανε δεκτοί στο φιλόξενο μαγαζί στο Χίλτον. Ξαφνιάστηκαν οι πελάτες απ’ την Αγιά Βαρβάρα και απ’ το Δραπανιά, πώς ήλθαν τα άγρια να διώξουνε τα ήμερα. Δεν μιλήσαν, κατάπιαν την μπουκιά τους, ο εστιάτορας τους έγνεψε,  κι άμα αυτός τους έγνεφε, το νεύμα του ήταν αρκετό.

Τόση λατρεία τού είχαν, που σαν πραιτωριανοί,  άμα κάποιος τού κακομιλούσε λίγο, πέφταν επάνω του να τον φάνε. Ψωμί κι ελιά και Σταύρο βασιλιά, μόνο,  που δεν φωνάζαν. Πάλι καλά δηλαδή, γιατί οι πελάτες είχαν και όρια. Χωρίς όρια είναι μόνο το άπειρο και η ανθρώπινη βλακεία λέγαν, επαναλαμβάνοντας τον Αϊνστάιν, καθ’ όσον και μορφωμένα παιδιά παρότι κυρίως από φτωχογειτονιές.

Έξω στο μαγαζί έγραφε: Συνταγές για όλα τα γούστα.

Τον ρωτούσαν: Τι εννοείς με την επιγραφή σου; Δηλαδή έχεις γκουρμέ, έχεις και σκορδαλιά μπακαλιάρο και φάβα; Και κείνος απαντούσε. Ναι, και κείνο,  που μετράει είναι το καλό φαγητό. Για τη Δραπετσώνα και το Ψυχικό. Όλα τα χωράει το μαγαζί. Είναι που λέμε στην πιάτσα: και πουτά… και κυρία, και για τα σαλόνια και για τα αλώνια. Και για την Αίγλη και για του Ψυρρή. Και για το Σύνταγμα και για την Αβησσυνίας. Στο Γιουσουρούμ βρίσκεις θησαυρούς έλεγε.

Οι πιο πολλοί πελάτες μπερδεύτηκαν με τον εστιάτορα, καθώς, σού λένε,  εδώ εστιατόριο, ταβέρνα ή καφενείο είναι, και άρχισαν να φεύγουν μα ‘κείνος το βιολί του. Εγώ έφτιαξα το μαγαζί και σας γράφω τους πελάτες, κι άμα δεν σας κάνει το μαγαζί, έχει κι αλλού να πάτε. Έλα μου όμως, που,  εκτός από τους πελάτες, άρχισαν να φεύγουν και τα γκαρσόνια του και οι μαιτρ του για άλλα φαγάδικα, μεγαλύτερα, καθώς φοβήθηκαν μη μείνουν χωρίς δουλειά.

Τον έγραψαν κανονικά, όπως γίνονται οι σωστές δουλειές. Να μέναν άνεργοι με τόσα ένσημα δεν το άντεχε το σπίτι τους, ενώ ο εστιάτορας θα ‘βρισκε δουλειά. Παλιά μου τέχνη κόσκινο, έλεγε το αφεντικό πότε-πότε. Εδώ  που τα λέμε,  όλοι είχαν δίκιο. Το προσωπικό είχε να θρέψει πολλά στόματα, κι εκείνος θεατές, του ίδιου έργου θεατές. Ήξερε αυτός από θεατές και θεάματα. Πρωταγωνιστής ήταν. Δουλειά θα βρει.

Ο εστιάτορας περπατώντας μια μέρα μονάχος αυτός κι οι σκέψεις του, όπως ο Σέρπικο,  το ξανασκέφτηκε. Πιο κάτω ένα παλιό μαγαζί,  μ’ ό,τι του είχε απομείνει,  θα μπορούσε να συστεγάσει και το δικό του,  είδε στον ύπνο του. Όταν όμως ξύπνησε,  κατάλαβε πως τα όνειρα σπάνια βγαίνουν αληθινά.  Όνειρο ήταν και πάει. Γύρισε στο μαγαζί του,  έβαλε το Σταμάτη μ’ ένα όνειρο τρελό,  όνειρο απατηλό, ξεκινήσαμε οι δυο μας και στου δρόμου τα μισά… Ποιά μοίρα με ζηλεύει, ποιο μάτι φθονερό και χάθηκε μι’ αγάπη χωρίς να τη χαρώ… στης λίμνης μέσα το θολό νερό.

Θόλωσε τότε ο νους του,  έσπασε μερικά ποτήρια και πιάτα, μετά ηρέμησε και βγήκε στους δρόμους φωνάζοντας στους περαστικούς,  που τον κοίταζαν περίεργα και αδιάφορα: Το μαγαζί δεν το κλείνω κι όσο πάει. Εγώ θα φύγω τελευταίος από το πλοίο, γιατί πάντα οι καλοί καπετάνιοι φεύγουν τελευταίοι και δεν αφήνουν και χρέη.

Κι  ύστερα αν χιονίσει και αν βρέχει, τ’ αγριολούλουδο αντέχει.

Πίσω όμως από το Χίλτον το βέβαιο είναι πως δεν πάνε με σακίδια στην πλάτη. Μόνο από μπροστά μπαίνεις και με σακίδιο στο Χίλτον. Αυτό όταν το κατάλαβε,  σακίδιο πια δεν είχε. Γραβάτα όμως είχε.

Κι ας είσαι τίμιος,  κι ας έμεινες μονάχος, πλην τίμιος, κι ας έκανες πολλά λάθη,  erare humanum est (το σφάλλειν ανθρώπινον) κατά Σενέκα, εκτός από την ψευτιά και την αγνωμοσύνη, που δεν διέκριναν το διάβα σου και την περπατησιά σου,  στημένα λάβαρα μπροστά σου, είπαν οι λίγοι πια πιστοί του φίλοι.

Δεν είχαν και άδικο, κι ας το καταλάβαιναν μόνο αυτοί κι ο ίδιος. Ίσως αύριο και άλλοι.

Ποιος ξέρει;

Στη ζωή και στις γειτονιές της Αγιάς Βαρβάρας και του Δραπανιά όλα μπορούν να συμβούν.

*O Στέλιος Βασαλάκης είναι συνταξιούχος νομικός σύμβουλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, συνταξιούχος δικηγόρος παρ’ Α. Π. του Δ. Σ. Η.,  πτυχιούχος Νομικής και Πολιτικών Επιστημών