Οι πρώτες υποψίες ότι ορισμένες κατηγορίες ψυχών δεν έχουν καθαρισθεί καλά εν ζωή, επειδή δεν έχουν εξομολογηθεί και χρειάζονται την προσευχή των ζωντανών βρίσκονται στον Ι. Αυγουστίνο, όχι όμως με τη μορφή του δόγματος.

Η έννοια ενός χώρου (Purgatorium), στον οποίο παραμένουν οι ψυχές που δεν είναι εξαρχής σωσμένες, δεν είναι στον Παράδεισο, διατυπώθηκε ως δόγμα από την Καθολική Εκκλησία πρώτη φορά από τη Σύνοδο της Λυών (1274) και επαναδιατυπώθηκε στην ψευδο-Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/9), Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας, στο λυκόφως του Βυζαντίου. Το Purgatorium, λοιπόν, είναι χώρος μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως, που καθιερώθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα με “τα συγχωροχάρτια”, με τα οποία οι ζώντες εξαγόραζαν τις αμαρτίες των νεκρών.

Έτσι, μόλις έπεφτε ο οβολός στον δίσκο του ναού, με τον ήχο του νομίσματος η ψυχή μεταπηδούσε από το Καθαρτήριο (Purgatorium) στο φως του Παραδείσου.

Η μεγάλη αυτή εκμετάλλευση των πιστών είναι που προκάλεσε την αναταραχή της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης του Λουθήρου και τον Προτεσταντισμό.

Στα νεότερα χρόνια η Καθολική Εκκλησία απέφυγε τις ακρότητες του Μεσαίωνα. Συγκεκριμένα, επί Πάπα Βενέδικτου του ΙΕ΄ (1914-22), καθιερώθηκε η 2α Νοεμβρίου ως ημέρα των νεκρών. Διατηρώντας το Purgatoriο, λέγεται, για τις ψυχές που δεν έχουν εξιλεωθεί και δεν τους αφέθηκαν οι αμαρτίες, ότι οι πιστοί στη γη μπορούν να τις βοηθήσουν με προσευχές, ελεημοσύνες, μέσω της Θείας Λειτουργίας. Δηλαδή, με “αξιομισθίες” και “λυσίποινα” που εξαφανίζουν τις ποινές, τις αμαρτίες.

Στον Ορθόδοξο χώρο, τον Εκκλησιαστικό, μπορεί να μην έχουμε αποδεχθεί το Καθαρτήριο (Purgatorium), όμως στη σύγχρονη Ελλάδα καθιερώνεται πλέον στον πολιτικό χώρο.

Η μεταπήδηση, δηλαδή, από τον ένα πολιτικό χώρο στον άλλο, εμμέσως ή αμέσως, με τη χορηγία αντιμισθίου, δηλαδή της “αξιομισθίας” και του “λυσίποινου”.

Βλέπουμε, δηλαδή, βουλευτές ή πρώην βουλευτές και υπουργούς να ισχυρίζονται ότι ξαφνικά διαπιστώνουν πως βρισκόταν στο Purgatoriο του Δάντη Alighieri ή το καθολικό purgatorium σε ένα sempre nera, σε ένα αιώνιο σκοτάδι. O αέρας στο προηγούμενο κόμμα που τους είχε αναδείξει τώρα είναι l’ aura morta (η νεκρή αύρα), νεκρό σκοτάδι, ενώ ξαφνικά, το επόμενο, εν προκειμένω η κυβερνητική παράταξη, ξαφνικά τους έδωσε συγχωροχάρτι. Δηλαδή, την υπόσχεση για ένα μελλοντικό βουλευτικό ή υπουργικό αξίωμα, μια και οι “μετανοήσαντες είδαν το φως το αληθινόν” αφού “καθαρίσθηκαν” στο πολιτικό καθαρτήριο.

Μ’ άλλα λόγια, πάλι κατά τον Ρωμαίο ποιητή Δάντη “vi fu lucerna”, κοινώς “τους έφεξε”, για να μεταβούν στον πολιτικό Παράδεισο.

Πάντα, βέβαια, στη ζωή υπάρχει το αριστοτελικό “γιατί;”. Γιατί, δηλαδή, “οι μετανοήσαντες” για το πολιτικό, το παρελθοντικό λάθος, μεταπηδούν διά μέσου της “αποκάθαρσής” τους από τη μια παράταξη στην κυβερνητική και γιατί η κυβερνητική τούς αποδέχεται, μετά ή άνευ προσκλήσεως;

Για τους μεταπηδήσαντες η απάντηση είναι απλή, ήδη αναφέρθηκε: “vi fu lucerna”, δηλαδή “τους έφεξε”, είδαν το φως το αληθινόν.

Ορισμένοι έχουν μία ολίγων μηνών υπουργική καρέκλα, οι δε λοιποί, αφού δεν είχαν πολιτικό μέλλον, ανέπνεαν, δηλαδή, ποιητικά, aura morta, νεκρό, πεθαμένο αέρα και προσδοκούσαν Ανάσταση. Να τους “φέξει” σε μία μελλοντική θέση στο ευρωπαϊκό ή ελληνικό Κοινοβούλιο.

Στην άλλη πλευρά, της εξουσίας, τα πράγματα είναι λίγο θολά. Η πολιτική ερμηνεία που δίνεται είναι ότι διά της συγχωρήσεως των πολιτικών “ανομημάτων” των εν ενεργεία ή μη πολιτικών και της προσχώρησης στη δική της παράταξη, η τελευταία, τάχα, ενδυναμώνεται πολιτικά.

H άποψη αυτή, για όσους την αποδέχονται, είναι αφελής. Καταρχάς, γιατί δημιουργεί συσπείρωση των θιγόμενων κομμάτων, αφού και οι μέθοδοι αυτές είναι καταδικασμένες στη συνείδηση του λαού από το παρελθόν (1965-67), αλλά και δημιουργείται δυσφήμιση της κυβερνώσας παράταξης για τις μεθόδους που ακολουθεί και μάλλον ζημιά επιφέρει αντί κέρδους.

Η άποψη, επίσης, ότι η κυβερνώσα παράταξη διακατέχεται από καθεστωτική νοοτροπία και μεθόδους Βενεζουέλας είναι και αυτή λαθεμένη.

Η υψωμένη γροθιά στην Κούβα και η διαταγή “καθίστε κάτω, τώρα μιλάει ο πρωθυπουργός”, δεν αποδεικνύουν του λόγου το ασφαλές, ότι έχει δηλαδή νοοτροπία καθεστωτική. Γιατί δεν είναι άφρονες οι πολιτικοί του χώρου. Αφού το επιχείρησαν στην αρχή, διαπίστωσαν ότι δεν τους παίρνει. Πιο πιθανή είναι η ερμηνεία του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νάσου Βαγενά (Ν. Βαγενάς, «Hasta la victoria siempre!», εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-2-2019), ο οποίος διατυπώνει την άποψη «ότι, ως γευθέντες για πρώτη φορά τα κυβερνητικά αγαθά, είναι απλώς ζαλισμένοι από την αναπάντεχη τύχη τους».

Δεν είναι, δηλαδή, ο αγώνας τους «να αλλάξουν την Ελλάδα, την Ευρώπη (και τον κόσμο ολόκληρο) προς το προοδευτικότερο, όπως διατείνονται, αλλά να συνεχίσουν να εντρυφούν στην ηδονή των κυβερνητικών απολαύσεων…»  προσθέτει ο Βαγενάς.

Εν τοιαύτη περιπτώσει, τότε, γιατί δέχονται, όπως τα έχει ονομάσει ο λαός, “τα πολιτικά ρετάλια”;

Kατά τον Βαγενά, το ύφος με το οποίο απαιτούσε ως αξιωματική αντιπολίτευση δηλώσεις μετανοίας από τους πολιτικούς του αντιπάλους, “παρόμοιες με εκείνες του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς” -θα προσθέταμε και της περιόδου 1965-67, της λεγόμενης Αποστασίας- παραμένει το ίδιο, με τη διαφορά «ότι τώρα, παρά τα φαινόμενα, περί του αντιθέτου, δεν υπερισχύει το θράσος, αλλά ο φόβος».  Μάλιστα, «προσπαθεί να ενισχύσει με αμήχανες από τον τρόμο πολιτικές πιρουέτες το σθένος των μελών του… και να συντηρήσει, αν όχι τον θαυμασμό, τουλάχιστον την ανοχή των θεατών του».

Θα προσθέταμε ότι για να κρατηθεί στην εξουσία, όσο μπορεί πιο πολύ, και να διασωθεί, επίσης, όσο γίνεται καλύτερα μετεκλογικά, καταφεύγει και στην τακτική του πολιτικού “Καθαρτηρίου”, με “αξιομισθίες” και “λυσίποινα”, δηλαδή σύγχρονα πολιτικά συγχωροχάρτια, από τον φόβο για όσα μελλούμενα ακολουθούν.

 

*Ο Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος  είναι επ. καθηγητής Ιστορίας της ΠΑΕΑΚ