Τα ξημερώματα ο Αρχέλαος, υπέργηρος, που δεν είχε κουράγιο ούτε μέσα στο σπίτι του να περπατήσει κανονικά (απλώς τα πόδια του έσερνε στο πάτωμα), πλαγιασμένος μόνος του στο κρεβάτι, έβλεπε ένα παράξενο όνειρο.

Έβλεπε τον παππού του, χρόνια τώρα πεθαμένο, που αμυδρά μόνο θυμόταν την μορφή του, να του μιλά χαμογελαστός και να του λέει λόγια παράξενα, δυσνόητα.

-Χαιρετίσματα από τον τόπο όπου το τέλος γίνεται νέα αρχή. Από τον τόπο όπου ο κύκλος τελειώνει αλλά και ξαναρχίζει. Όπου οι μηδέν μοίρες του κύκλου γίνονται μοίρες τριακόσιες εξήντα.

Όπου το ελάχιστο γίνεται ξαφνικά μέγιστο. Όπου το κενό και η ανυπαρξία γίνονται ξαφνικά απεραντοσύνη και αιωνιότητα. Όπου το καληνύχτα γίνεται ξαφνικά καλημέρα.

Όπου ο θάνατος γίνεται νέα ζωή.

Και πρόσεξε: Ο άνθρωπος, όσα φάρμακα και όσες θεραπείες κι αν εφεύρει, αθάνατος ποτέ δεν πρόκειται να γίνει. Καλή σου μέρα. Εκείνη ακριβώς την στιγμή τον ξύπνησαν ένα τηλεφώνημα, το οποίο ακούστηκε δυνατά μέσα στην σιγαλιά του δωματίου, και η φωνή της γυναίκας του (κοιμόταν σε χωριστό κρεβάτι, δίπλα στο κομοδίνο), η οποία άρχισε να μιλά ενθουσιασμένη με κάποιον στο τηλέφωνο.

-Τι συμβαίνει; ρώτησε ο Αρχέλαος με απορία. Με ξύπνησες… Η γυναίκα του έκλεισε το τηλέφωνο, πλησίασε, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του και του είπε.

-Καλημέρα. Συγχαρητήρια!

Η εγγονή μας γέννησε το τέταρτο δισεγγονάκι μας.

-Αγόρι ή κορίτσι;

-Αγοράκι, καλέ…

-Να μας ζήσει, ευχήθηκε ο Αρχέλαος. Αλλά μέσα του σκέφτηκε τρομαγμένος το παράξενο όνειρο.

“Μήπως πρόκειται να πεθάνω εγώ;

Ο κύκλος ζωής. Ο κύκλος του σύμπαντος κόσμου”. Και όταν η γυναίκα του σηκώθηκε να φύγει, ο Αρχέλαος άπλωσε το χέρι του και την συγκράτησε.

-Περίμενε να σου πω κάτι.

Και άρχισε να της διηγείται, μέσες άκρες, το όνειρό του. Όμως η γυναίκα του τον διέκοψε.

-Είναι που όλο τον παππού σου σκέφτεσαι και όλο γι’ αυτόν μιλάς!

Και έφυγε νευριασμένη.

Ο παππούς του Αρχέλαου ήταν παλιός μαθηματικός, από τους πρώτους που είχαν δείξει ενδιαφέρον για την Στατιστική.