Ακούμε τελευταία να γίνονται καταγγελίες για ψεύτικα νέα που γενικεύθηκαν με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά και τα εγχώρια ΜΜΕ έχουν μπει δυναμικά σ’ αυτό, με σταδιακά διευρυνόμενο εθισμό στην παραπληροφόρηση. Μεγάλο ποσοστό των πολιτών δεν ξέρει τι να πιστέψει στα σοβαρά ζητήματα που διαμορφώνουν άποψη με επιπτώσεις για τους ίδιους, το κοινωνικό σύνολο, συχνά και για το κράτος. Σε πολλές πολιτισμένες χώρες τηρούνται κώδικες δεοντολογίας και λειτουργούν μηχανισμοί παρέμβασης για την αποκατάσταση στρεβλώσεων στην ενημέρωση. Στη χώρα μας, βέβαια, και στο πλαίσιο ενός γενικευμένου ωχαδελφισμού που κυριάρχησε μέχρι που την ξανάριξαν στα βράχια, η ποιότητα του δημόσιου διαλόγου είχε παραχωρηθεί δωρεάν στους επιχειρηματίες του τομέα. Γι αυτό και πέφτει μεγάλο βάρος στον πολίτη να ψάξει για να πληροφορηθεί τι συμβαίνει πραγματικά πάνω στα μεγάλα και σοβαρά. Άλλωστε η ιδιότητα του δημοκρατικού πολίτη δεν είναι η αναπαυτική πολυθρόνα για να ρεμβάζουμε στις ακρογιαλιές. Είναι στάση αέναης συμμετοχής που δικαιώνει το άτομο σαν λογικό και υπεύθυνο συνδιαμορφωτή των δεδομένων της ζωής του. Είδαμε πόσο η αδιαφορία για τα κοινά καταρράκωσε κόπους γενεών, ανέτρεψε το μέλλον παιδιών και τη συνοχή οικογενειών με την πτώχευση της χώρας που όλοι θέλουν να γίνει τώρα μάθημα.

Όταν αναφέρεται κανείς σε ζητήματα υπεύθυνης δημόσιας ενημέρωσης, ο λόγος δεν αφορά την προτίμηση κουκόφαβας αντί κανονικής φάβας ή τη φαντασιακή περιδιάβαση, μέχρι το 1970, στην αθέατη πλευρά του φεγγαριού: Η ευθύνη αναφύεται στις περιπτώσεις που σταθμίζονται μετρήσιμα δεδομένα σε ζητήματα που έχουν ζωτική επίπτωση στην ατομική εξέλιξη καθενός και στη δημόσια σφαίρα. Ένα τέτοιο ζήτημα στο οποίο θα επικεντρωθώ στα επόμενα είναι η έρευνα για υδρογονάνθρακες σε υποθαλάσσια πεδία που ανήκουν στην Ελλάδα. Γράφτηκε  πριν από μήνες (28/03) σε τοπικό έντυπο η άποψη αξιόλογου καθηγητή Ανώτατου Εκπαιδευτικού μας Ιδρύματος, ότι η έρευνα υδρογονανθράκων μοιάζει με καυγά γαϊδουριών σε ξένο αχυρώνα. Είναι σημαντικό να προσδιοριστεί η ταυτότητα του συγκεκριμένου «αχυρώνα». Από τη δεκαετία του ’80 έχει καθιερωθεί με το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο ότι η ΑΟΖ ενός κράτους ως προς τον πλούτο που περιέχει είναι τμήμα της επικράτειάς του. Μεγάλο ποσοστό των θαλασσών του πλανήτη μας ταυτίζονται σήμερα με αντίστοιχες κρατικές οντότητες. Όπως ισχύει δε σε άλλους τομείς κυριαρχίας μιας κρατικής οντότητας, έτσι και για τα όρια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης εφαρμόζονται οι ίδιες αρχές και κανόνες. Διάφορα ευφυολογήματα, φράσεις που ακούγονται εντυπωσιακές στο άκουσμά τους, όπως η ρήση πριν από χρόνια δημοφιλούς τραγουδιστή πως «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», πρέπει να ζυγίζονται καλύτερα πριν εκστομούνται.

Για πιθανά ενεργειακά αποθέματα της ελληνικής ΑΟΖ, ιδιαίτερα νότια της Κρήτης, έγινε πρόσφατα μεγάλη δημόσια συζήτηση με πολλούς αρμόδιους από την επιστημονική κοινότητα, την Αυτοδιοίκηση και εκπροσώπους της Βουλής. Ένας από τους πιο τακτικούς ομιλητές τέτοιων εκδηλώσεων, ο κ. Ν. Λυγερός , παρατήρησε πως το κοινό της Κρήτης είναι πιο ενήμερο από άλλων διαμερισμάτων της χώρας. Θα επιβεβαιωνόταν δε η εκτίμηση, αν η τοπική Εκκλησία που οργάνωσε την εκδήλωση φρόντιζε να μείνει στο μεγαλύτερό της μέρος έστω και ένας καταρτισμένος της εκπρόσωπος.

Στην εισήγησή του ο εν ενεργεία βουλευτής και άλλοτε αρμόδιος υπουργός κ. Γιάννης Μανιάτης κατηγόρησε για καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές, ότι δεν είχαν επισπεύσει τον διαγωνισμό για τις περιοχές νοτιοδυτικά και δυτικά της Κρήτης που είναι τώρα σε προχωρημένο στάδιο αξιολόγησης. Μια πτυχή αυτής της καταγγελίας άπτεται θεμάτων δημοκρατικής αγωγής: Κατά πόσο μπορεί να καταφέρεται κανείς ενάντια σε κάποιον που ούτε προσκλήθηκε, ούτε παρευρίσκεται για να απαντήσει. Περισσότερο σχετίζεται με το θέμα που μας απασχολεί, το αν εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας χώρας να προσφέρει με δημόσια διακήρυξη πλουτοπαραγωγικό της πόρο, όταν οι τιμές του προϊόντος που αφορά είναι πτωτικές, σε σύγκριση με περιόδους που είναι ανοδικές. Ουσιαστικότερη ακόμη πτυχή του θέματος εντοπίζεται στο αν η χώρα μας έχει οριοθετήσει, σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα την ΑΟΖ εντός της οποίας προβλέπεται να διεξαχθεί η έρευνα.

Η ελληνική ΑΟΖ

Ο κ. Ν. Λυγερός ορθά, κατά τη γνώμη μου, επισήμανε στον κ. Μανιάτη το έλλειμμα των προηγούμενων κυβερνήσεων που δεν οριοθέτησαν την ελληνική ΑΟΖ εκτός μόνο με την Ιταλία. Εξ αιτίας της μεγάλης αυτής ολιγωρίας, η χώρα δεν έχει σήμερα μια σαφώς προσδιορισμένη υποθαλάσσια επικράτεια στην οποία θα ασκεί τα δικαιώματά της. Είμαστε σαν σ’ ένα ομοιόμορφα καλλιεργημένο κάμπο που επιδιώκουμε να παρεμποδίσουμε αυθαίρετο τρυγητή βάζοντας στύλους σε μία μόνο πλευρά της ειδικότερης ιδιοκτησίας μας. Το δίκαιο της θάλασσας δεν θεωρεί αρκετή αυτή την επισήμανση, που αφήνει σε επίδοξους καταπατητές ελεύθερο πεδίο δράσης. Η αμέλεια της απουσίας οριοθέτησης είναι μεγάλη, αν σκεφτεί κανείς ότι παλαιότερες δικές μας ηγεσίες είχαν αναπτύξει αδελφικές σχέσεις με τις ηγεσίες της Αιγύπτου και της Λιβύης στις οποίες μάλιστα πρόσφεραν θέση στη Σοσιαλιστική Διεθνή για να επικυρώσουν τους δεσμούς τους, χωρίς δικό μας διακρατικό όφελος. Στην πράξη, όσο περισσότερες πλευρές της θαλάσσιας επικράτειας είναι οριοθετημένες, τόσο περισσότερο δυσκολεύεται ένας υποψήφιος καταπατητής να αποτολμήσει λαθροχειρίες, ένα θέμα που πολύ σύντομα θα βρεθεί μπροστά μας.

Ούτε είναι ακριβές αυτό που ειπώθηκε από τον κ. Ν. Λυγερό, ότι αρκεί να σπεύσει ένα κράτος πρώτο να εκδώσει ΝΟΤΑΜ ναυτικών ασκήσεων για να ενισχύσει ή αντίθετα να παρεμποδίσει τυχόν κακόβουλες πρωτοβουλίες άλλων κρατών σε επίμαχα πεδία ερευνών: Η ισχυροποίηση του πλαισίου διακήρυξης μιας ΑΟΖ σύμφωνα με τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου επηρεάζει αποφασιστικά την εξέλιξη των πρωτοβουλιών, πλάι φυσικά στο συσχετισμό ισχύος των εμπλεκόμενων, ιδιαίτερα αν σ αυτές δεν συγκαταλέγονται χώρες που αποδέχονται το Διεθνές Δίκαιο.

Μεγαλύτερη σημασία, όμως, από κάθε άλλη επιμέρους πτυχή έχει η συνολική, σε βάθος και σοβαρή προετοιμασία μιας χώρας να εμπλακεί στην εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου της: Διαχωριστική γραμμή που οριοθετεί ότι άλλες χώρες όπως η Νορβηγία, αν και μικρή, αξιοποιεί τον πλούτο της προς όφελος του κράτους και του κοινωνικού συνόλου. Ενώ σε άλλες, όπως η Νιγηρία, το Ιράκ, διάφορα Εμιράτα κ.λπ., μετατρέπεται αυτός ο πλούτος σε κατάρα και μοχλό άρσης της κυριαρχίας τους. Στην ίδια εκδήλωση που σχολιάζεται, ο κ. Γιάννης Μανιάτης επικαλέσθηκε τη θέσπιση νόμου επί των ημερών του που προβλέπει για τις τοπικές κοινωνίες ανταποδοτικά οφέλη ανώτερα, όπως είπε, από εκείνα  της Νορβηγίας.

Η παραπάνω δήλωση αγνοεί, βέβαια, ότι όλο το κύκλωμα άντλησης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στη Νορβηγία διεξάγεται από κρατικές ή έμμεσα ελεγχόμενες μικτές εταιρείες: Από το στάδιο της έρευνας ακόμη, τη μεταφορά, την κατεργασία, τον εμπλουτισμό, τη διάθεση των προϊόντων, όλα διεξάγονται από κρατικούς ή μικτούς φορείς, που δεν αφήνουν περιθώριο ανεκμετάλλευτου κέρδους εκτός του συγκεκριμένου κράτους και του λαού του. Έτσι το να κοκορεύεται κανείς πως τα κάνει καλύτερα είναι μια ακόμη κούφια φράση φτηνού εντυπωσιασμού. Στη χώρα μας το πιο ξεκάθαρο στοιχείο όλων είναι η έλλειψη πληρότητας επιστημονικών, νομικών, κοινωνικών  και κάθε άλλης μορφής προετοιμασίας που θα διασφάλιζαν την απόδοση όποιου ενδεχόμενου υποθαλάσσιου πλούτου υπέρ του κράτους και του λαού του.

Για το λόγο αυτό και κάθε βιασύνη να «ξελασπώσουμε»  άλλες ζημιές με την εσπευσμένη αξιοποίηση ενός πόρου που η εκμετάλλευσή του έχει πολλές άγνωστες και αβέβαιες πτυχές, δεν είναι πάντα πρόταση που ευνοεί τα λαϊκά συμφέροντα.

* Του Νίκου Λεβεντάκη, μηχανικού