Μεγαλώνοντας, η επιστροφή στις ρίζες μας μοιάζει μονόδρομος. Οι δικές μου ρίζες με οδηγούν σε ένα μικρό γραφικό χωριό, στους πρόποδες των Αστερουσίων, το Φουρνοφάραγγο. Με μεγάλη συγκίνηση αντίκρισα το σπίτι των παππούδων μου και με κατέκτησε η απλότητα και η φιλοξενία των κατοίκων του.

Δυτικά του χωριού στη θέση Κουλουρίδα (αρχαίος οικισμός), υπάρχει το παλιό, γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, που γιόρταζε στις 23 Απριλίου. Με φίλους μου αλλά και με αρκετούς συνεπώνυμους, Καραταράκηδες, παρευρεθήκαμε στις εκδηλώσεις του χωριού.

Το εκκλησάκι πνιγμένο σε πεύκα, πετρόκτιστο, με διάσπαρτες κολώνες και κιονόκρανα πρωτοχριστιανικών χρόνων, ήταν από νωρίς κατάμεστο από κόσμο, καθώς και η αυλή. Στρέφω το βλέμμα μου δεξιά. Με πιάνει δέος! Άγριοι υψώνονται οι πέτρινοι όγκοι των Αστερουσίων. Αριστερά, το βλέμμα ανεμπόδιστα αγκαλιάζει την εύφορη πεδιάδα, ως τον κόλπο της Μεσαράς. Η ψαλμωδία σμίγει με το κελάδημα των πουλιών, το κελάρυσμα του θαυματουργού αγιάσματος, τα βελάσματα των αρνιών και κατσικιών που είναι δεμένα κάτω από τα πεύκα. Μου εξηγούν: ´τα ζώα είναι προσφορά στον Άγιο, γιατί είναι ο προστάτης των κτηνοτρόφων.

Η σεμνή, κατανυκτική τελετή του εκκλησιασμού έκλεισε με την ομιλία της κας Λαδιά Ελένης, την οποία διάβασε η κα Κατερίνα Ζωγραφιστού, επειδή κατέστη αδύνατο να παρευρεθεί η ίδια η συγγραφέας.

Με μεγάλη μου έκπληξη είδα στον αύλειο χώρο τραπέζια στρωμένα με κρασιά, αναψυκτικά, κρέας βραστό και το παραδοσιακό πιλάφι. ´”Κερνάνε οι Γιώργηδες, όπως κάθε χρόνο» μου λένε. Κατηφορίζομε πεζοί προς το χωριό, για να αποτυπώσει το μυαλό μας παρθένες εικόνες άγριας φύσης και να οξυγονώσομε τα πνευμόνια μας.

Στο κέντρο του χωριού, μας υποδέχονται τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου. Εγκαινιάζεται σήμερα η αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, που η ανέγερσή της έγινε αποκλειστικά από δωρεές και προσωπική εργασία των κατοίκων, χωρίς καμία κρατική ή δημοτική ενίσχυση. Η αίθουσα διαθέτει κατάλληλο εξοπλισμό, για να φιλοξενεί εκδηλώσεις και οι τοίχοι της καλύπτονται από είδη λαϊκής τέχνης, προσφορά των χωριανών μας.

Ο χώρος κατάμεστος από ντόπιους και ξένους. Ακολούθησε αγιασμός, τρισάγιο στη μνήμη δωρητών του Συλλόγου και συνοπτικές τοποθετήσεις από μέλη του ΔΣ.

Δέχτηκα και εγώ τις ευχαριστίες για τη συμβολή μου στη δημιουργία της δανειστικής βιβλιοθήκης, δωρίζοντας βιβλία μου στο Σύλλογο.

Και όπως συνηθίζουν στο νησί μας, όλες οι εκδηλώσεις χαράς ή λύπης συνοδεύονται από φαγητό. Παντός είδους παραδοσιακά εδέσματα μας περίμεναν, προσφορά των γυναικών του χωριού μας.

Επιστρέφοντας στην πόλη, τα συναισθήματά μου είναι ανάμεικτα. Η ποικιλομορφία του ανοιξιάτικου τοπίου, η ιερότητα της ημέρας, η απλότητα και ο αυθορμητισμός των συγχωριανών μου, οι παραδόσεις που ευτυχώς παραμένουν ακόμη ζωντανές, μα και τα ερείπια παλιών αρχοντικών πλέκονται στο μυαλό μου και με γεμίζουν σκέψεις μα και υπερηφάνεια.

Ευχαριστώ πολύ όλους του φίλους που ήρθαν μαζί μου στο πανηγύρι και παραθέτω ένα όμορφο αθησαύριστο δημοτικό τραγούδι που απήγγειλε η κα Στέλλα Καραταράκη

 

 ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΥΡΝΟΦΑΡΑΓΓΟ

Eνα θεριό Eφάνηκε ες τα Χανιά στη βρύση

σταλιά νερό δεν άφηνε τη χώρα να δροσίσει.

Αν δεν του στέλνανε άνθρωπο κάθε πρωί και βράδυ

σταλιά νερό δεν άφηνε στη χώρα, για να πάει.

Καμπουλεθιά επαίζανε κι΄ότινος θέλα πέσει

ήστελνε το παιδάκι ντου τού λιονταριού πεσκέσι.

Καμπουλεθιά επαίχτηκε για τη Βασιλοπούλα

απού την είχε η μάνα της μοναχορηγοπούλα.

Κι ο βασιλιάς ως τ’όκουσε αυτό το λόγο είπε:

– Όλο το βιός μου πάρετε και το παιδί μου αφήστε.

Και ο λαός ως τ’όκουσε γυρίζει και του λέει:

-Ή στείλε το παιδάκι σου ή κεφαλή σου πιαίνει.

Και παίρνουν ντο τα κλάματα στο σπίτι του και πάει

με τόση παραπόνεση τση ρήγισσάς του κάνει

-Στόλισε το παιδάκι μας και κάμε ντο σα νύφη

το βράδυ θα το στείλομε του λιονταριού κανίσκι.

Και πιάνει και στολίζει ντη, απ’ το ταχύ ως το βράδυ

και βάνει τση στη κεφαλή, ήλιο και το φεγγάρι.

Κι απείς τηνε ποστόλισε τη βάνει στη ποδιά της.

-Ας τάξω θυγατέρα μου πως δε είδα ποτέ μου

κ’ενα κεράκι αφτούμενο εκράτουν κι ‘σβησε μου.

Ας τάξω, δε σε βύζασα απ’τα βυζά μου γάλα

και δε σε κοιλιοπόνεσα και φώνιαξα μεγάλα.

Πέτε του δα τ’αφέντη τση πέτε του να πορίσει

να δει τη θυγατέρα του να τη ποχαιρετίξει.

Πέτε του δα τ’αφέντη τση, πέτε του να προβάλει

να δει τη θυγατέρα του κ’υστερα ας φύγει πάλι.

Άμε παιδί μου στο καλό κι ο θιος να μου τ’αξώσει

και να ψοφήσει το θεριό να μη σε θανατώσει.

Κι οντέ τη κατεβάζανε τ’αφέντη τση τη σκάλα

ήσυρε άγρια φωνή και φώναξε μεγάλα.

Κι οντέ τη καταβάζανε τ’αφέντη τση το σπίτι

ήσυρε άγρια φωνή σα βόδι εμουγκίστει.

Με συντροφιά την έστειλε κοντά κοντά στη βρύση,

για να πορίσει το θεριό, να τηνε καταλύσει,

Η συντροφιά τση έφυγε και πόμεινε μονάχη

η κόρη απ’το φόβο τση εχτύπαγε η καρδιά τση.

Ο Αη Γιώργης ως τ’όκουσε σηκώνεται και πάει.

-Κόρη τι κάνεις ατουδά, κοντά κοντά στη βρύση;

που θα πορίσει το θεριό και θα σε καταλύσει;

-Πήγαινε νέε πήγαινε, πήγαινε στη δουλειά σου,

για θα σε φάει το θεριό, κρίμας στην ομορφιά σου.

Και ξαναδευτερώνει ντη, πάλι ξαναρωτά ντη

-Κόρη τι κάνεις ατουδά κοντά κοντά στη βρύση

που θα πορίσει το θεριό και θα σε καταλύσει;

-Πήγαινε νέε πήγαινε, πήγαινε στο χωριό σου,

για θα σε φάει το θεριό και σε και τ’άλογό σου.

-Στα γόνατα σου λυγερή θέλω να με ψειρίσεις

κι’ονταν θ’ακούσεις το θεριό εμένα να ζητήσεις.

Απάνω που τον ψείριζε, περνά ένα περιστέρι

κρατεί το Τίμιο Σταυρό εις το δεξί του μέρι.

Και το θεριό κατέβαινε και σειούντανε τα όρη

κι κόρη απ’το φόβο τση φώναξε «Αη Γιώργη».

Ο Αη Γιώργης ως το ‘κουσε, παράξενο του φάνει

Ποιος σου πε κόρη τ’όνομα; ποιος σου δωσε τη χάρη;

– Απάνω που σε ψείριζα περνά ένα περιστέρι

κρατεί το Τίμιο Σταύρο εις το δεξί του μέρι.

Στη μέση μέση του σταυρού, έγραφε «Αη.Γιώργης»

Κι’ απού πιστεύει στ’όνομα ποτέ δεν τελειώνει.

Και στένεται ανατολικά και κάνει το σταυρό ντου

και σέρνει το σπαθάκι του και κόβει το λαιμό ντου.

Και ξαναδευτερώνει ντου πάνω στη κεφαλή ντου

χαράκια εξερίζωνε από τη δύναμη ντου.

Και πιάνει ντη απ’τα μαλλιά, ξεκάπουλα τη βάνει

και πάει και βαφτίζει ντη και Χριστινιά τη βγάνει.

Και παίρνει ντη και πάει ντη στ’αφέντη τση το σπίτι

και πιά χαρά εκάμανε, παρά οντενέ γεννήθη.

-Πε μου να ζήσεις νέε μου ποιό είναι τ’όνομά σου

κι’ενα μεγάλο χάρισμα θα κάμω τσαφεντιάς σου.

-Γιώργη Στραθιώ με λένε εμέ απ’τη Καππαδοκία

κι αν θες να κάμεις χάρισμα χτίσε μια εκκλησία

και στο προσκυνητάρι τση να γράψεις

ΑΗ.ΓΙΩΡΓΗΣ

Κι ‘απού πιστεύει στ’όνομα ποτέ δεν τελειώνει.