Είναι αλήθεια ότι σκέφτομαι και αγαπώ το χωριό μου. Τη γενέθλια γη, τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Αλλά πού να βρω τέτοια μάσκα γα να φορέσω και να το επισκεφθώ; Πώς θα πάρω τόσα μέτρα ασφαλείας για να πάω;

Σε απόσταση να κρατάω τους συγχωριανούς μου, να προσέχω να μην τσουρίξω στους στενούς πηλειορίτικους δρόμους, να αποφύγω τα τσίπουρα και τους νηστίσιμους μεζέδες κατά το τριήμερο της Μεγάλης Πέμπτης μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο και να πιω, όσο γίνεται με μέτρο, την Κυριακή του Πάσχα (πάντοτε αποστασιοποιημένος) από συγγενείς και φίλους που θα με προκαλούν με τις στενές ή ευρύτερες παρέες τους, στους κήπους, αλλά και στις ανθοστόλιστες αυλές του χωριού μου, του Λαύκου του νοτίου Πηλίου!

Άσε που αν φάω υπερβολικά και βαρυστομαχιάσω θα αναζητώ χωνευτικά simeco, αφού η κόκα κόλα δεν θα έχει να μου προσφέρει  τίποτα. Και το βασικότερο… οι γονείς μου έχουν φύγει… Τι νόημα άραγε έχει η χιλιοσυζητημένη αυτή φράση “Πάσχα στο χωριό!”. Μονομιάς σκέφτηκα τον συντοπίτη μου τον κυρ. Αλέξανδρο!

Τον μοναδικό, τον Σκιαθίτη λογοτέχνη Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τέτοιες μέρες χρονιάρες, Χριστούγεννα και Πάσχα, δεν μου φεύγει από το μυαλό. Το νησί του, η αγαπημένη του Σκιάθος, απέναντι από το χωριό μου, στέκει εδώ και χρόνια “αγκυροβολημένο στο βυθογάλανα ταραγμένο αιγαιοπελαγίτικα νερά των βορείων σποράδων!

Ο κυρ Αλέξανδρος αθεράπευτα νοσταλγός των περασμένων, με το κορμί του βιδωμένο στην Αθήνα, αλλά με την ψυχή προσκολημμένη στο νησί του, με τόσες αναμνήσεις από την γλυκιά οικογενειακή θαλπωρή των παιδικών χρόνων να πλημμυρίζουν γιομάτες συγκινήσεις την φτωχή κακομοίρικη ζωή του γερασμένου μπεκιάρη, σίγουρα θα επιζητούσε την πατρίδα του, φεύγοντας από την πολύβουη Αθήνα, θέλοντας να βρεθεί σ’ ένα απόμερο, όπως συνήθιζε φτ χοεκκλησάκι του νησιού του.

Όμως αυτό δεν γινόταν. Έμεινε στην Αθήνα για να γιορτάσει αυτό το μεγάλο γεγονός! Αφού το ξανασκέφτηκε, σαν να μετάνιωσε ο ίδιος, επέλεξε ένα κοντινό χωριό της Αττικής. Έτσι πίστευε πως θα ζήσει καλύτερα την γοητεία της Ανάστασης. Πράγματι… εκεί ΄που “νεαραί χωρικαί προσέρχονται φέρουσαι αγκαλίδας ρόδων και ίων και θημωνίας όλας δενδρολιβάνου, καταφορτώνουσαι με λόφους ανθέων τον πενιχρόν επιτάφιον, μη έχοντα ανάγκην άλλης πολυτελείας”.

Μία φυγή προς τα περασμένα εκείνα η πασχαλινή εκδρομή του κυρ Αλέξανδρου. Δεν έχει φυσικά καμία σχέση με εκείνες τις μετοικίσεις των Αθηναίων αλλά και των άλλων κατοίκων των πόλεων που ξέραμε, προτού μας βρει αυτή η πανδημία των δύο τελευταίων χρόνων.

Σίγουρα ο Παπαδιαμάντης ήθελε να λυτρωθεί από την νεοπλουστική παραφωνία της Αθήνας και να ξαναζήσει το άρωμα της Πασχαλιάς, όπως το ζούσε στο νησί του. Παρόλα αυτά όμως τα πράγματα δεν μας βρήκαν όπως τα περίμενε, όπως ο ίδιος μας περιγράφει: “Αλλ’ όσον και αν φεύγει τις τας Αθήνας και την τύρβη των, όσον αμιγώς και αν επιθυμεί να εορτάσει τας ημέρας τούτας,  το φάσμα του νεότερου πολιτισμού τον ακολουθεί παντού, βήμα προς βήμα, τα προϊόντα των νεοτέρων εφευρέσεων τον καταδιώκουσιν, αδύνατον δε να μένει τις ήσυχος ουδέ στιγμήν.

Βεγγαλικά, φώτα και άλλα βέβηλα πράγματα εκάησαν προληπτικάς έξω του ναού ευθύς ως εξήλθομεν να κάμωμεν ανάστασιν, ο δε ανεκτικότατος ιερεύς δεν ενόμισεν φρόνιμον να τα απαγορεύσει. Ο καπνός αυτών συνεφύρθη ανευλαβώς με την ιεράν ευωδίαν του θυμιάματος, ο κρότος των πυραύλων ανεμίγη με τον ήχον του κώδωνος. Οι καλοί χωρικοί μετ’ ευλαβείας ηκροώντο και ο αξιόλογος ποιμήν Ν. Σκούφος προσενεγκών ευσεβώς, ανήρτησεν επί του δεξιού μανουαλίου, ενώπιον της εικόνας του δεσπότου Χριστού, τσαντήλαν νωπού τυρού, άλλον πασχάλιον έθιμον των αγροτών της Ελλάδος”.

Και συνεχίζει ο κυρ Αλέξανδρος την αφήγησή του: “οι λίγοι ξένοι απήλθον για να κοιμηθώσιν” αφού η εκκλησία ήταν μικρή και στενάχωρα και μας περιγράφει ακόμα ένα έθιμο, όπου ένας χωρικός διένειμε στους εξερχόμενους αυγά κόκκινα προσφωνώντας στον καθένα το Χριστός Ανέστη “έλαβον το δοθέν μοι ωόν και εγκαρδίως ευχήθην εις τον αγαθόν χωρικόν παν καταθύμιον”.

Μοναδική ήταν η φιλοξενία όμως που παρείχαν οι χωρικοί μετά την λειτουργία της Αναστάσεως του Μεγάλου Σαββάτου, μέχρι το πρωί της Κυριακής του Πάσχα: “Τι κατ’ εμέ, αφού επισκέφθην δια βραχέων τον φιλόξενον χωρικόν κυρ Γιάννην, μετέβην εις μικράν μαγαζίον και απήλαυσα επί μακράν χρόνον την ηδονήν της συνδιαλέξεως μετά των χωρικών, ανθρώπων με ανοικτήν καρδίαν. Εις εξ αυτών είχε φέρει εκ της οικίας του σούπαν και βραστόν, τυρόν, αυγά κόκκινα και εγεύθημεν ομούν, το πασχάλιον! Ξημερώνοντας το πρωινό, πασχαλιάτικο και χαρούμενο, γιομάτο αρώματα από τα ανοιξιάτικα λουλούδια και από την κνίσσα των αρνιών που ψήνονται αράδα στις αυλές και τους δρόμους.

Οι όβιλοι των αμνών περιεστρέφοντο ήδη επί του πυρός”. Μοναδικές οι εικόνες αυτές του χωριού, αλλά και εξίσου μοναδικός ο τρόπος περιγραφής από έναν μεγάλο των ελληνικών γραμμάτων. Υστερα απ’ όλα αυτά ο Παπαδιαμάντης έπρεπε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής με την αμαξοστοιχία του σιδηροδρόμου του Λαυρίου, αφήνοντας πίσω του στιγμές ανεπανάλπητες όπως εκείνο το Χριστός Ανέστη, την σύγκρουση των ποτηρίων της μαρμαρυγής του ρητινίτου και του εαρινού κελαδήματος των στρουθίων. Δύο ώρες ταξιδιού και επιστροφή στην Αθήνα, στα λιμέρια της Δεξαμενής, στο αγαπημένο του φτωχικό καφενεδάκι.

Ώρα απόκοσμη, ώρα μονώσεως και αυτοσυγκέντρωσης, καφές και τσιγάρα απανωτά.

Έτσι κάπως πέρασε το πασχαλιάτικο 24ωρο του ο κυρ Αλλέξανδρος μακριά από την πατρίδα αλλά κοντά στην Αθήνα, σ’ ένα χωριό της.

Είχε και εκείνη η εποχή τους ρυθμούς της, όχι φυσικά τους σημερινούς και ξέφρενους.

Μια Πασχαλιά εκείνης της εποχής, μια επίσης Αθήνα εκείνου του καιρού με τα περίχωρά της, τα οποία δεν τα είχε αγγίξει καν ο σύγχρονος πολιτισμός με τα τόσα καλά και κακά επιτεύγματά του.

Μια εποχή που φαίνεται να βγαίνει ατόφια από τις γοητευτικές σελίδες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δοσμένη με όλη την ποίηση της πέννας του Αγίου των ελληνικών γραμμάτων. Ας ζήσουμε λοιπόν και εμείς σήμερα την ποίηση της μεγάλης αυτής γιορτής του Πάσχα, αυτών των αναστάσιμων ημερών, τσουγκρίζοντας νοερά το ποτηρί μας και λέγοντας το Χριστός Ανέστη!