Κυριακή πρωί. Στο καφενείο του χωριού, μετά τον εκκλησιασμό, μαζεύτηκαν οι γέροντες. Είχε προηγηθεί μνημόσυνο του μακαρίτη Μανολιού, παλιού ράφτη στο χωριό. Γέροντας κι εκείνος σαν κι αυτούς, είχε περάσει χρόνος που τους άφησε.

– Ήτονε, είπε ο κυρ Μιχάλης, συνετός ο Μανολιός. Κι ήκαμε καλή παρέα.

Έδινε σωστές συμβουλές. Θυμούμαι που κάποτε συζητώντας μου είπε ότι, για να κατηγορήσουμε κάποιονε για κάτι, πρέπει εμείς να είμαστε καλύτεροι σ’ αυτό το κάτι για το οποίο τον-ε  κατηγορούμε. Μου ήκαμε εντύπωση κι  ακόμη το θυμούμαι.

– Έρχεται ο θάνατος αυστηρός, αμείλικτος και αμετάπειστος και μας παίρνει, έλεγε ο συνταξιούχος φιλόλογος του χωριού. Τα πάντα σκιάς  ασθενέστερα, τα πάντα ονείρου απατηλότερα…

– Ο άνθρωπος ο εγωιστής – συμπλήρωνε ο Κωσταντής, μορφωμένος κι  αυτός – ποτέ του δεν επίστεψε πως κάποτε θα σβήσει σαν το κεράκι και δεν θα υπάρχει πια. Και έπλασε παραδείσους  και κολάσεις  και ζωή μετά θάνατο, για να παρηγορηθεί…

– Ντροπή σου, Κωσταντή!  πετάχτηκε ο Χαρίλαος. Μιλείς γι’  αυτά σαν να μην τα πιστεύεις. Γιάντα, μωρέ, τότε έρχεσαι στην εκκλησία; Για παρέα;

– Κάποτε, παρενέβη για να προλάβει τσακωμούς ο φιλόλογος, στα αρχαία χρόνια, ο Ξέρξης, ο βασιλιάς των Περσών, ενώ πορευόταν με χιλιάδες στρατό εναντίον της πατρίδας μας, ανέβηκε σ’  έναν λόφο, εκεί κοντά στον Ελλήσποντο – τον κατέχουν οι Τούρκοι σήμερα – να καμαρώσει από εκεί τα στρατεύματά του.

Είδε την θάλασσα σκεπασμένη από τα καράβια του και τις πεδιάδες γεμάτες από τους στρατιώτες του. Μακάρισε τον εαυτό του. Και μετά δάκρυσε. Και όταν τον ρώτησαν γιατί, απάντησε «Μ’  έπιασε λύπη όταν σκέφτηκα πόσο σύντομη είναι η ζωή του ανθρώπου, αφού σε εκατό χρόνια κανένας από όσους βλέπω τώρα δεν θα ζει».

Εκείνη την στιγμή ο Νικόλας, κάπως νεότερος από τους άλλους, φώναξε.

– Τράταρέ τους όλους μια τσικουδιά για τον Μανολιό που μνημονέψαμε σήμερο! Από εμένα.

Και άρχισε, με φωνή γλυκιά και συγκινημένη, να τραγουδά ένα ριζίτικο τραγούδι.

Ήθελα και να κάτεχα

ποιο μήνα θα ποθάνω,

ποιαν εβδομάδα του μηνός,

ποια μέρα τσ’  εβδομάδας,

να πάρω τα πελέκια μου,

τα σκεπαρνόγλυφά μου…

– Ήτονε για το Μανολιό, είπε όταν τελείωσε το τραγούδι.

– Ο ποθαμένος Μανολιός ήτονε πεθερός του, ακούστηκε ψιθυριστή εξήγηση από κάποιον.

Και η εξήγηση είχε ποιητικό ρυθμό, όπως και το τραγούδι.