Αναμφισβήτητα το μήλο είναι ένα φρούτο εύγευστο και αρωματικό με όμορφα χρώματα που αυλακώνουν τη σάρκα του. Στα παιδικά χρόνια συνδεόταν με το μυθικό τόπο, τους Ποτάμους, απ’ όπου καταγόταν ο θετός μου πατέρας.
Από εκεί έφερνε τα μήλα μαζί με τα καρύδια για να με κάνει όλο καμάρι απέναντι στα άλλα παιδιά, που με ευγνωμοσύνη δέχονταν μια φέτα. Αργότερα απέκτησε άλλες ιδιότητες. Στις θρησκευτικές αφηγήσεις ήταν η αιτία της απώλειας του Παραδείσου.
Η ομορφιά του δελέασε την Εύα που το δάγκωσε και εξαπάτησε τον αφελή Αδάμ για να ακολουθήσει η Έκπτωση και να μεταβληθεί η ζωή σε κατάρα. Μόνο με μετάνοιες, προσευχές, γονυκλισίες, ίσως, θα κατόρθωναν μερικοί να ξαναβρούν τον πολυπόθητο Παράδεισο.
Ακολούθησε η αρχαία μυθολογία, όπου πάλι το μήλο στάθηκε αφορμή να σκοτωθούν τα ελληνικά νιάτα στην Τροία για να πάρουν πίσω την Ωραία Ελένη.
«Το μήλον της Έριδος» χαρίστηκε στη θεά του έρωτα Αφροδίτη και εκείνη έδωσε ως αντίδωρο στον κριτή των καλλιστείων, τον Πάρη, την Ελένη. Της άναψε τη φλόγα του έρωτα και ακολούθησε τον όμορφο Ανατολίτη αφήνοντας πίσω το βασιλιά σύζυγό της και τη χαριτωμένη τους κορούλα.
Όλα αυτά και άλλα πολλά τα ήξερα καλά και πάντοτε, όταν με τα δόντια μου τραγάνιζα την εύγευστη σάρκα ενός μήλου, είχα τον φόβο αυτού του μαγικού και πονηρού φρούτου, που συσσώρευσε τόσο κακά στον πολύπαθο άνθρωπο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
Το ανεξήγητο για μένα ήταν γιατί μετά την απάτη ο Αδάμ δεν καταλογίζει στην Εύα το κακό που του έκανε και όχι μόνο την παίρνει από το χέρι και μπαίνει στα βάσανα του κόσμου, αλλά και σήμερα στη μαντινάδα οι ερωτευμένοι Κρητικοί ορκίζονται στην αγάπη τους:
«Στην πόρτα της Παράδεισος δα στέκω ν’ανιμένω/ κι αν δε σ’ αφήσουνε να μπεις μουδέ και εγώ δεν μπαίνω». Αλλά και γιατί ο Μενέλαος με άνεση συγχωρεί την Ελένη και την παίρνει μαζί του στη Σπάρτη μετά την άλωση της Τροίας. Έπρεπε να πάθω για να μάθω.
Ανυποψίαστος βρέθηκα με μια φίλη μου να πίνουμε τον καφέ μας και να αναλύουμε τα μυστήρια του κόσμου στο καλαίσθητο κέντρο που κάποιος ευφυής Ανωγειανός είχε ονομάσει «Το μήλον της Έριδος».
Στην ωριμότητα της ηλικίας προφανώς θεωρούσα μυθεύματα όσα περί μήλου αφηγούνταν η Βίβλος και η ελληνική μυθολογία. Επίσης, το χωριό Ποτάμοι το είχα γνωρίσει και δεν μου ενέπνεε κάτι μαγικό. Αισθάνθηκα ξαφνικά μια ιδιαίτερη δόνηση από την ομορφιά του χώρου και τη διεγερτική γεύση του καφέ.
Βυθίστηκα απρόσμενα σε μια ιδιόμορφη κατάσταση πνευματικής παράκρουσης. Έβλεπα χωρίς να βλέπω και έχασα την αίσθηση της πραγματικότητας. Βρέθηκα σε έναν ανθισμένο κήπο με κελαϊδίσματα πουλιών και κελάρυσμα νερών. Απόμακρα ακουγόταν ο ήχος μιας λύρας σε παθητικούς ρυθμούς και μια φωνή που θρηνούσε τη χαμένη αγάπη.
Περίεργα δέντρα με λεπτό κορμό λυγίζονταν στο ελαφρύ αεράκι. Κάπου στο βάθος μια μορφή με καλούσε. Έπαιζε και κινούνταν χορευτικά πίσω από τους κορμούς των δέντρων και καθώς άπλωσε το χέρι της, αισθάνθηκα να με παρασύρει χωρίς να μπορώ να αντισταθώ.
Πήρε το χέρι μου και βρεθήκαμε μακριά από τον κόσμο. Μια όμορφη μηλιά με κόκκινα μήλα χαμήλωσε τα κλαδιά της και μας σκέπασε τρυφερά. Εκείνη γλυκογελώντας πήρε ένα μήλο, το δάγκωσε και φιλώντας με άφησε τον γλυκό χυμό να βρέξει τα χείλη μου.
Μου ψιθύριζε στ’ αυτί και μου τραγουδούσε ένα παραμύθι όμορφο και παράξενο. Αισθάνθηκα να τρεμοπαίζει ο κόσμος και είχα την αίσθηση ότι ο λόγος της ήταν εξίσου γοητευτικός με του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη, της Σαπφώς και του Ερωτόκριτου.
Τα λόγια της στάλαζαν στην ψυχή μου και το βλέμμα μου ακουμπούσε στον κόρφο της που παλλόταν ήρεμα. Προσπαθούσα να δω τη μορφή της και εκείνη άλλαζε και έπαιρνε όλες τις όψεις που κατά καιρούς είχαν μαγέψει την όρασή μου. Το σώμα της σκιρτούσε και γέμιζε πολύχρωμα λουλούδια με ασυνήθιστη ευωδία. Ήταν μαζί πολλές κι αστοχημένες μνήμες, αλλά αδυνατούσα να δω καθαρά.
Με ξάφνιασε η φωνή της φίλης μου που ρωτούσε αν τελικά συμφωνώ με αυτό που πρότεινε. Δεν είχα ακούσει τίποτα, αλλά απάντησα καταφατικά και επιστρέφοντας στην πραγματικότητα άναψα ένα τσιγάρο και συνέχισα να πίνω τον καφέ μου χωρίς να πω τίποτε για την περίεργη οπτασία που είχα ζήσει. Της μίλησα για το τελευταίο βιβλίο που είχα διαβάσει.
Στο «Μήλον της Έριδος» έκτοτε συναντηθήκαμε πολλές φορές με φίλους. Ήταν ένας όμορφος, ήσυχος χώρος. Προσπαθώ να αναστήσω εκείνη τη μαγική εικόνα, αλλά δεν τον κατορθώνω. Έβρισκα, όμως, πάντοτε κάποιες αιτίες για να ξαναπεράσω από αυτή τη ζεστή και απόκεντρη γωνιά.
Ξέρω πως, ίσως, ποτέ δεν θα αποκαλυφθεί το μυστικό του μαγευτικού χώρου. Ωστόσο, ευγνωμονώ τη στιγμή που μου χαρίστηκε και φυσικά προσπαθώ συχνά να χαϊδέψω κάποιο κόκκινο μήλο βέβαιος ότι διαθέτει μαγική δύναμη και θα κατορθώσω κάποτε να προκαλέσω την έκπληξη.
Άλλωστε χωρίς την προσδοκία της έκπληξης το νόημα της ζωής συρρικνώνεται και μειώνεται η χαρά και η ηδονή. Απομένει μια καθημερινότητα ανούσια και η ζωή δε μετατρέπεται σε βίο. Χάνονται οι χυμοί, νεκρώνονται οι αισθήσεις, ιδιαίτερα οι ερωτικές.
Η αφή, η όσφρηση και η γεύση. Απομένει η όραση και η ακοή με την ψυχρότητα και την χρησιμοθηρία τους. Μας βοηθούν να ζήσουμε, δεν αλλάζουν όμως τη σύσταση της ύπαρξής μας. Στερούνται από εκείνη τη μαγεία που δίνει σάρκα και οστά στ’ όνειρο και ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου.
Οι υποτιμημένες αισθήσεις τροφοδοτούν τις ηδονικές απολαύσεις. Κι αυτό το ήξεραν καλά οι βιβλικοί πατέρες και οι δημιουργοί των μύθων που επέλεξαν το μήλο ως επικίνδυνο, γιατί ακριβώς μας χαρίζει ηδονικές απολαύσεις. Και φυσικά το γνώριζε ο ευφυής Ανωγειανός που έδωσε το όνομά του στο καλαίσθητο στέκι της πλατείας Κοραή.
Ίσως πάλι ως λάτρης του Ερωτόκριτου γνώριζε ότι η Αρετούσα έστειλε στον άρρωστο αγαπημένο της μήλα και εκείνα τον γιάτρεψαν, όπως υπεύθυνα δηλώνει ο Κορνάρος:
«Mέσα σε τούτο τον καιρό κ’ ημέρες που περνούσα/ τέσσερα μήλα δίφορα ηύρεν η Αρετούσα,/ πέμπει και κανισκεύει τα εις τ’ άρρωστου τη μάνα,/ κείνα εγεννήκασι γιατροί και κείνα τον εγιάνα». Δεν ξέρω όμως αν η μαγική τους δράση οφειλόταν στο ότι ήταν δίφορα ή επειδή τα έστειλε μια ερωτευμένη γυναίκα και, όπως όλοι γνωρίζουμε, ο έρωτας όχι μόνο αρρώστους αλλά και νεκρούς ανασταίνει.