Η καλή μέρα, από το πρωί φαίνεται!  Ή μάλλον από τη νύχτα που προηγείται… Είχα χάσει το κομπολόι μου. ‘Όχι πως ήταν και τίποτα σπουδαίο για όποιον θα το έβρισκε. Όμως, με τον καιρό είχε αποκτήσει μια κάποια συναισθηματική αξία. Έτσι, στους δύο, περίπου, μήνες της απώλειάς του, πολύ συχνά έρχονταν στο μυαλό μου  το τραγούδι των Μητσάκη – Μανισαλή:

κομπολογάκι
«Φτωχό κομπολογάκι μου, σε είχα το μεράκι μου». Είχε χρώμα μπλε. Συγκεκριμένα,  γαλάζιο. Το είχα πάει για επισκευή στον ειδικό, όταν κάποτε μετά από την πολλή χρήση είχε κοπεί το κορδόνι του. «Θα σου βάλλω μεταλλική αλυσίδα και σου το εγγυώμαι για πέντε χρόνια ότι δεν θα σπάσει», μου είχε πει ο τεχνίτης.

Μου έβαλε και μια «λεπτομέρεια», όπως λένε στη μόδα, ένα εξαρτηματάκι, για να μην ακουμπάνε, λέει, οι χάντρες επάνω…

Με τούτα και με ‘κείνα, το κομπολογάκι έγραψε μια μικρή ιστορία, που είχε την ανάλογη συναισθηματική αξία…

Πριν από δυο μήνες, περίπου, το κομπολογάκι δεν ήταν στη θέση του, εκεί όπου το αφήνω μπαίνοντας στο σπίτι. Πού είναι το κομπολόι;

Έψαξα εδώ, έψαξα εκεί, ψάξαμε όλο το σπίτι, τίποτα. Ακόμα και στο αυτοκίνητο, στη θέση που το αφήνω, στην υποδοχή, πίσω από το μοχλό ταχυτήτων. Μέχρι και τους γνωστούς μου, που είχα επισκεφτεί την προηγουμένη, τους πήρα τηλέφωνο, μήπως και από αφηρημάδα μου το είχα αφήσει εκεί… Τίποτα!

Μπορεί να μην έκλαψα, όμως η απουσία του, μου ήταν αισθητή. Το είχα συνηθίσει. Όπως συνηθίζουμε να τρώμε τα φαγητά μας χωρίς αλάτι, τον καφέ χωρίς ζάχαρη, το πανταλόνι που θέλει δυο εκατοστά κόντεμα ή τους πολιτικούς που φέραμε στη Βουλή, και καταλήγουν να μη μας εκφράζουν…

Θα πρέπει να είχαν περάσει τα «σαράντα» από την απώλεια και βρέθηκα στο Ρέθυμνο. Χαζεύοντας –υποχρεωτικά- στα τουριστικά καταστήματα της παραλίας, απλώς και μόνο για να επιβραδύνω και να μην απομακρυνθώ από την παρέα μας, δοκίμασα κάποια κομπολογάκια, που ήταν κρεμασμένα ανάμεσα σε άλλα είδη. Διάλεξα ένα κίτρινο, της ίδιας κοπής με το χαμένο, που του έμοιαζε και στο παίξιμο.

Το πήρα και σε ένα βαθμό κάλυψα την απώλεια του προκατόχου του. Κι όπως όλα στη ζωή περνούν, καθώς η καθημερινότητα παίζει το δικό της παιχνίδι, έτσι και η ανάμνηση από την απώλεια του κομπολογιού, είχε αρχίσει να θολώνει και να απομακρύνεται… ώσπου προχθές, είδα στον ύπνο μου ένα όνειρο, όπου όπως τα διαφημιστικά σποτάκια, μας διακόπτουν από τη ροή του έργου, έτσι και ένα σποτάκι ξεπετάχτηκε μέσα σε ένα περιπετειώδες όνειρο.

Στο σποτάκι, ήταν το κομπολογάκι μου, φυλαγμένο σε σχήμα καρδιάς, κρεμασμένο στο πλάι, σε κάποιο από τα ντουλάπια της βιβλιοθήκης, στην κουζίνα (ναι, βιβλιοθήκη στην κουζίνα, αλλά –εννοείται- με βιβλία μαγειρικής). Όμως, όπως τα όνειρα δεν μένουν, δεν έμεινε και το σποτάκι του ονείρου μετά που σηκώθηκα. Ξεχάστηκε…

συνεργείο
Κοίταξα το ρολόι και οργάνωσα τις κινήσεις μου. Στις 10:30 έπρεπε να βρίσκομαι στο συνεργείο, για να κάνω σέρβις στο αυτοκίνητο. Το στοίχημα ήταν διπλό. Εγώ να είμαι στην ώρα μου και το μάστορας να με έχει τελειώσει μέσα σε μισή ώρα.

Την προηγούμενη μέρα είχα πάρει τηλέφωνο για να κλείσω ραντεβού, με την προϋπόθεση να μην με καθυστερήσουν, όπως συνηθίζεται σε πολλά συνεργεία, όπου ο τεχνίτης εργάζεται ταυτόχρονα σε δυο τρία αυτοκίνητα. Άφησα το μάστορα να διαλέξει εκείνος την ώρα, με τη δέσμευση να μη με καθυστερήσει. Μου ζήτησε μόνο μια διευκρίνιση: «Θέλει μικρό ή μεγάλο;».

Δεν πολυκατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε και του έδωσα τη διπλωματική απάντηση: «Αυτό θα το κρίνετε εσείς». Φαίνεται ότι η δήλωσή μου τον ανέβασε και μου είπε: «Καλά, ελάτε και θα το ελέγξουμε, επί τόπου».

Αρκετό χρόνο πριν το προκαθορισμένο ραντεβού έκανα μανούβρα, για να φέρω το αυτοκίνητο στα ίσια, στη θέση που μου υποδείκνυε ο μικρός του συνεργείου. «Δώστε μου, μόνο, το βιβλίο συντήρησης…», μου είπε ο μάστορας.

Σκύβοντας να φτάσω στο ντουλαπάκι, στη θέση του συνοδηγού, διέκρινα το χαμένο κομπολόι μου, να κουρνιάζει αναπαυτικά στα αριστερά του καθίσματος του συνοδηγού, δίπλα στο μοχλό ταχυτήτων. Για κάποιο λόγο, θα γλίστρησε από τη θέση που το άφησα και έπεσε δεξιά.

Το πήρα με προσοχή, το κοίταξα για λίγο και ένιωσα μια βαθειά ανακούφιση μέσα μου. Σκέφτηκα πως ήταν η τυχερή μου μέρα! Χωρίς πολλές διαδικασίες και θεατρινισμούς, έφερα το κομπολόι δυο βόλτες ανάμεσα στα δάκτυλά μου, ξαναβρήκα το ρυθμό του και το έβαλα ξανά στην καθημερινότητά μου… Όσο κι αν δεν πίστευα στα όνειρα, το να δω το χαμένο κομπολόι μου στο όνειρο και σε λίγες ώρες να το ξαναβρώ, με έβαλε σε σκέψεις…

Ο μάστορας πήρε στα χέρια του το βιβλίο συντήρησης του αυτοκινήτου, το άνοιξε προσεκτικά πάνω στο καπώ, προσέχοντας μην το λερώσει με τα μουτζουρωμένα χέρια του και αφού συμβουλεύτηκε την τελευταία ενημέρωση, γύρισε προς το μέρος μου: «Χρειαζόμαστε μικρό σερβάκι…». Δεν είχα ξανακούσει αυτό το υποκοριστικό για τη λέξη «σέρβις», δηλ. το… σερβάκι.

Ήταν, όμως,  μια λεξούλα που θα τη δημιούργησε από μόνος του και χωρίς να έχει καμία σχέση με τη γλώσσα, θεωρητικά. Ήταν από μόνο του, το αποτέλεσμα μιας ακόμη ξενόφερτης λέξης, που μπήκε στην ελληνική γλώσσα κι έμεινε για τα καλά…

«Όταν λέτε χρειαζόμαστε, εννοείτε το αυτοκίνητο ή εμείς;», ρώτησα με νόημα. «Το αυτοκίνητό σας χρειάζεται μικρό σερβάκι, γιατί αν πάμε στο εμείς, ούτε το μεγάλο σέρβις δεν μας σώζει… πρέπει να αγοράσουμε καινούργιο αυτοκίνητο…», μου είπε κι αυτός με νόημα, κλείνοντάς μου το μάτι!

[email protected]