Αφήγηση Ελευθερίας Καλαϊτζάκη, το 1940 18 χρόνων και σήμερα 97 (Καταγραφή Μάιος 2004).

«Ποια μούσα, ποια καρδιά μπορεί να περιγράψει ολίγα από αυτά που έγιναν στη σκλάβα μας πατρίδα;                                                                Ποιος έχει τόση δύναμη να περιγράψει μόνο λίγα από το διάστημα των σκλαβωμένων χρόνων…»

(Απόσπασμα κρητικού δημοτικού τραγουδιού της εποχής εκείνης)

Η αφήγηση

«Θυμάμαι πολύ ζωντανά και καθαρά το Αρκαλοχώρι που ζούσα και χαιρόμουνα μέχρι τον πόλεμο. Ήταν ένα μικρό και αγαπημένο χωριό. Ζούσαμε στο Αρκαλοχώρι μας περίφημα.

Τα σπίτια ξεκινούσαν από του Λαμπροκωστή, και προχωρούσαν στου Γαλυφιανάκη, στου παπα-Κωστή, στου Βαγιού, στου Χρονίδη, στης Φανής, στου Μεταξάκη, στου Φοινικιανάκη, στης κυρά-Καλλίτσας της Κόντη. Ύστερα, κατέβαιναν προς τους Βογιατζάκηδες, Μαραγκάκη ως του Ζαχαρία του Σηφάκη και έφταναν στην κάτω κεντρική αγορά.

Από ‘κεί ίσια πέρα στα σπίτια των Λυραράκηδων, Ψυλλάκηδων, Δράκου και Μαθιανογιώργη. Στην περιοχή της εκκλησίας ήταν περιμαντρωμένο το σχολείο. Σπουδαίο κτίσμα ήταν το τεράστιο εργοστάσιο του Καρυώτη, πίσω από την παλιά Ένωση, όπου δούλευαν πολλοί εργάτες. Ήταν αλευρόμυλος και ελαιοτριβείο. Είχε καμαρίνια και έριχναν τις ελιές. Εκεί παίχτηκε το ωραίο έργο «Η Γκόλφω».

Ζούσαμε όμορφα και ειρηνικά, όλοι μας εργατικοί και φιλόπονοι. Μέχρι που ήρθε ο πόλεμος. Ακούσαμε από τα ραδιόφωνα την είδηση. Χτυπούσαν οι καμπάνες. Τρομάξαμε. Είχε να γίνει επιστράτευση από το 1920. Η θέση του Αρκαλοχωριού είναι τέτοια, που τις δυο-τρεις (2-3) πρώτες ημέρες, πέρασε από ‘δώ όλος ο Νότος. Συγκινητικό.

Βγήκαμε στον δρόμο όλοι οι Αρκαλοχωρίτες και φωνάζαμε στους επιστρατευμένους που περνούσαν: «Νικητές, στο καλό! Ο Θεός μαζί σας!». Περνούσαν με αυτοκίνητα, αλλά και με τα πόδια.1 Στενοχωρημένοι, αλλά αποφασισμένοι. Αφού πέρασε όλο αυτό το ασκέρι, πέρασαν και τα μουλάρια, τα επιστρατευμένα. Τα πήγαιναν αυτοί που τα είχαν.

Επιστρέψαμε στα σπίτια μας ξέροντας πως τίποτε δεν θα είναι όπως πριν και πως πρέπει να συνειδητοποιήσομε τι μας περιμένει και να είμαστε δυνατοί, για να αντέξομε.

Δήμαρχος ήταν ο Γιώργης ο Καρυώτης. 2 Δεν ήξερε τσι δουλειές και έλειπε ο αδερφός μου ο Ιάκωβος, ο γραμματέας του, με τη μητέρα μας στο Ηράκλειο, όταν έγινε η επιστράτευση. Είχε αγχωθεί.

Μόλις άρχισε ο πόλεμος στα αλβανικά σύνορα, μας είπαν στο Δημαρχείο να πλέκομε τη Φανέλα του Στρατιώτη στα σπίτια μας με δικά μας μαλλιά. Τα πηγαίναμε στον Δήμο και από ‘κεί δεν ξέραμε πώς πηγαίνανε στο Μέτωπο.

Ο αδερφός μας ο Γιάννης ήταν τότε οκτώ (8) μηνών φαντάρος και καθώς είχε εκπαιδευτεί πήγε στην πρώτη γραμμή στο Πυροβολικό. Εφέραμε τα σταυρουλάκια από τις βαφτίσεις και τα βάναμε στις φανέλες, στο λάστιχο. Είχαμε κι εμείς ένα αγιοκωσταντινάτο που ήταν σαν κοκκάρι. Το βάλαμε σε μια φανέλα για τον Γιάννη και του το κάμαμε δέμα, αφού ξέραμε τη στρατιωτική του διεύθυνση. «Ψηλάφισέ το, έχομε κάτι μέσα», του γράφαμε.

Η δουλειά μας ήτανε να μάθομε να ζούμε μέσα στο σκοτάδι, με τη λάμπα μέσα σ’ ένα ντουλάπι για τους βομβαρδισμούς. Ένα σκοτάδι το χωριό. Και μετά από λίγες μέρες ακούσαμε τις νίκες των στρατιωτών μας. Γεμίζαμε χαρά και ενθουσιασμό. Τα παιδιά ζητωκραύγαζαν και έτρεχαν χαρούμενα, οπότε χτυπούσαν οι καμπάνες για τις νίκες του στρατού μας. Θυμάμαι τα μικρά της Φωτεινής Καλογεράκη που, όταν ο στρατός μας μπήκε στο Τεπελένι, φωνάζανε όλη τη μέρα: «Πήραμε το Πελένι».

Κάναμε παρακλήσεις, να προστατεύει τα παιδιά και αρχίσαμε να κάνομε τα καταφύγιά μας.

Το δικό μας το κάμαμε μόνες μας με σκαπέτια και σκαλίδες, γιατί οι γονείς μας ήταν ηλικιωμένοι. Το κάναμε λίγο πιο βαθιά από του Κατζηλάκη το σπίτι. Και χτυπούσανε οι καμπάνες, οι σειρήνες, οι συναγερμοί. Και πέφταμε στον δρόμο και δεν προλαβαίναμε.

Έτσι, κάναμε άλλο κουμάντο. Κάναμε το καταφύγιό μας όπως μας δείξανε και ήτανε δακτυλοδειχτούμενο. Κάναμε το καλύβι μας στην Αβδελαρά και κάναμε σκάλα και κατεβαίναμε κάτω, μέσα στη γη πολύ βαθιά. Στεκόμασταν κάτω όρθιοι. Δίπλα ήταν του Νταναλογιώργη και του Νταναλογιάννη.

Θερίζαμε και μονιταρίζαμε με τα ξαδέρφια μου και μέναμε έξω. Τρυγούσαμε, βγάζαμε το κρασί. Εννιά (9) μήνες ήμασταν έξω. Έτσι κι αλλιώς, στο σπίτι δεν μπορούσαμε να ‘μαστε.

Ο πατέρας μου, μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος, ανέβηκε στον Προφήτη Ηλία κι έκαμε τάμα: «Παραδίδω τον γιο μου στον Προφήτη Ηλία. Όσο ζω θα κάνω άρτους στη Χάρη Του».

Ύστερα, φέρανε τους Ιταλούς αιχμαλώτους που ξεπρόβαλλαν από το Λασίθι. Τους αναλάβαμε και τους εφερθήκαμε ανθρώπινα. Μένανε στο σχολείο και σε παράγκες. Ήτανε πολύ λυπημένοι. Φαίνεται πως κι αυτοί δε θέλανε τον πόλεμο.

Ποτέ δε θα ξεχάσω τον φοβερό βομβαρδισμό μόλις τελείωσε η Μάχη της Κρήτης. Εδώ είχαν καταφύγει πολλοί από το Ηράκλειο. Πέσανε οι πρώτες βόμβες κοντά στον φούρνο. Εκείνοι είχαν τρέξει, να πάρουνε ψωμί, πρωινή ώρα, και σκοτωθήκανε δεκαεφτά (17) και τραυματίστηκε θανάσιμα ο δάσκαλος ο Μπαριτάκης.

Πολλοί ήταν κομματιασμένοι. Τσι μαζέψανε, τσι βάλανε σ’ ένα φορείο και τσι θάψανε στο νεκροταφείο, όπου ανοίξανε τάφους κοινοτικούς. Ρήμαξαν το Αρκαλοχώρι. Και γι’ αυτό, από τους βομβαρδισμούς σειόταν το καταφύγιο κάτω. Γι’ αυτό φύγαμε και πήγαμε στον κάμπο. Από ‘κεί κι έπειτα, η ζωή μας ήταν αυτή.

Ο Γιάννης μας έμεινε παραπίσω, γιατί εφοβόντανε με τα καΐκια, όπου μερικοί είχανε σκυλοπνιγεί. Φιλοξενήθηκε σε συγγενείς μας στην Αθήνα, γι’ αυτό στις ορκωμοσίες δεν ήταν εδώ. Μπήκε, όμως, μόλις ήρθε. Για όσους κρυβόντουσαν, ζυμώναμε.

Ο αδερφός μου ο Ιάκωβος πέθανε 26/04/1944. Είχε πνευμονία, ψηνόταν στον πυρετό, αλλά δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί η πενικιλίνη, που θα τον έσωζε. Τότε πέθανε και η δεκαεφτάχρονη Αντωνία του Ψαράκη.

Ο θάνατός του μας βύθισε στο πένθος, αλλά και πάλι μας απασχολούσε η μοίρα της Πατρίδας μας. Ήταν και η δική μας μοίρα.

Ζήσαμε τον πόλεμο και ευχόμαστε άλλες γενιές να μη γνωρίσουν αυτήν την Κατάρα».

Υποσημειώσεις

1 Μέσα από το Αρκαλοχώρι περνούσε ο δρόμος για την Βιάννο και την ανατολική Μεσαρά
2 Οι Γερμανοί δεν αντικατέστησαν τους προέδρους των κοινοτήτων του νομού Ηρακλείου. Εξαίρεση αποτέλεσε ο πρόεδρος της κοινότητας στο Κανλί Καστέλι, Αντώνιος Ξυδάκης (Γ Κάββος, σελίδα 22, εγκύκλιος ταγματάρχη Κρούγγερ.
Ο Γ. Καριωτάκης παρέμεινε ως τον Ιούνιο του 1942 στη θέση του προέδρου. Αντικαταστάθηκε μετά το πρώτο σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελίου.