Τον δικό του Άγιο, τον προστάτους Άι  Γιώργη, γιόρτασαν τις προηγούμενες ημέρες οι κάτοικοι των Μοιρών. Με απόλυτο σεβασμό και κάθε μεγαλοπρέπεια που επιβάλλει η άγια μορφή του. Σύμβολο αυτής της πόλης, με τον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό να δεσπόζει στο κέντρο της.

Μοίρες και Άι Γιώργης είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες που χάνονται σε βάθος χρόνων. Ένας από τους πιο δημοφιλείς Αγίους ο Άι Γιώργης. Πάντοτε ο λαός μας τον θέλει κοντά του, έχοντάς του απεριόριστη εμπιστοσύνη. Μα θα μου πείτε, αν δεν δείξεις εμπιστοσύνη στον Άγιο, ποιον θα εμπιστευτείς; Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω ιστορία που ακολουθεί:

“Κάποιος κλέφτης είχε μαζεμένες αποτυχίες στις επιχειρήσεις του και ήταν πολύ στεναχωρημένος. Έπρεπε να πάρει συνέταιρο, αλλά τον στεναχωρούσε η υποχρέωση της μοιρασιάς σε κάθε κλοπή, ενώ θεωρούσε τον εαυτό του ως τον αξιώτερο κλέφτη της περιφέρειας.

Σκέφτηκε πάρα πολύ, ποιο συνέταιρο να διαλέξει και στο τέλος αποφάσισε ποιον να πάρει. Πήρε λοιπόν τον Άι  Γιώργη. Πως να το κάνουμε, ήταν ο Άγιος που του ενέπνεε περισσότερη εμπιστοσύνη και δω που τα λέμε δεν είχε άδικο. Το ίδιο βράδυ πήγε σ’ ένα ξωμονάστερο του Άι Γιώργη και άναψε ένα κεράκι. Ευτυχώς γι’ αυτόν δεν ήταν κανείς στην εκκλησία και κατόρθωσε ανεξέλεγκτα να διαλέξει το πιο μεγάλο, χωρίς να το πληρώσει και να το ανάψει στον θαυματουργό Άγιο.

Έκανε ευλαβικά τον σταυρό του, σιγομουρμούρισε την προσευχή του μπροστά στην εικόνα του Αγίου και με τον προσήκοντα σεβασμό άρχισε να λέει του Αγίου. “Εχω κεσάτια, Άι  Γιώργη μου. Πάντοτε σε ένιωθα προστάτη μου και γι’ αυτό σήμερα ζητώ τη βοήθειά σου. Μα για να μη ζημιώσεις θα σου βγάλω μερίδιο  απ’ τη δουλειά. Βοήθησέ με να κλέψω τη φοράδα του Μακρόκωστα και θα σου δώσω τα μισά απ’ την τιμή που θα την πουλήσω. Ακούς, Άι Γιώργη μου; Σα να του φάνηκε, πως ο Άι Γιώργης του ‘γνεμε και παραδέχτηκε την πρότασή του και με την ψευδαίσθηση  αυτή έφυγε.

Κατά τα μεσάνυχτα, ο κλέφτης πήγε στον σταύλο του Μακρόκωστα.

Έλυσε τη φοράδα και την τράβηξε έξω. Για να τον βοηθήσει ο Άγιος στην κλοπή του, έτσι νόμισε αυτός, σήκωσε μια διαβολεμένη νοτιά και ο θόρυβος που ‘καμε ο αέρας εκάλυπτε τους κτύπους των πετάλων της φοράδας πάνω στο λιθόστρωτο.

Χωρίς χρονοτριβές τράβηξε για το Αρκαλοχώρι που γινότανε το άλλο πρωί εμπορικό πανηγύρι. Μόλις ξημέρωνε, έφθασε χαρούμενος, γιατί σ’ όλο το δρόμο συλλογιζότανε, πως θα ξεγελάσει τον Άγιο, προκειμένου να του φάει το μερίδιο και φυσικά βρήκε τον τρόπο.

Αγόρασε έναν πετεινό πέντε δραχμές και τον κρέμασε στο σαμάρι της φοράδας και άρχισε τις βόλτες. “Μια φοράδα καλή πουλώ, ποιος θα την πάρει;” Τότε άρχισαν να μαζεύονται πολλοί υποψήφιοι αγοραστές γύρω του και ένας απ’ αυτούς τον ρώτησε πόσο θέλει για να πουλήσει τη φοράδα. Αυτός απάντησε πως ήθελε πέντε δραχμές. Βέβαια όλοι ξαφνιάτηκαν. Μόνο πέντε δραχμές ήταν η αξία της φοράδας; έλεγαν και ξανάλεγαν.

Μόνο πέντε δραχμές, ο ίδιος συνέχισε να λέει: “Μόνο πέντε, ας με ακούσουν οι άνθρωποι, οι θεοί και οι άγιοι. Μόνο πέντε δραχμές, ακούτε;”. Τελικά την αγοράζει ο πρώτος. Βέβαια οι υπόλοιποι στεναχωρήθηκαν, γιατί δεν πρόλαβαν να κλείσουν μαζί του συμφωνία, χάνοντας το κελεπούρι. Του λέει όμως: “αφού πήρες τη φοράδα, θα πρέπει να πάρεις και τον πετεινό”. Τον παίρνω, του απαντά εκείνος.

Και πόσα χρήματα θέλεις; Θέλω δώδεκα χιλιάδες δραχμές. Τελικά άρχισαν τα παζάρια και κατέληξαν οι δυό τους στο να πουληθεί ο πετεινός δέκα χιλιάδες δραχμές. Ωστόσο είχε μαζευτεί πάρα πολύς κόσμος για την περίεργη αυτή αγορά. Η πραγματική αξία της φοράδας βέβαια ήταν γύρω στις είκοσι χιλιάδες δραχμές.

Τι εμπόδιζε τον αγοραστή να δώσει δέκα χιλιάδες για τον πετεινό και πέντε δραχμές για τη φοράδα. Ο τίμιος αυτός λοιπόν απατεώνας, συνολικά εισέπραξε δέκα χιλιάδες και πέντε δραχμές. Έλα όμως που έπρεπε να είναι συνεπής και με τον Άη Γιώργη. Έτσι, το βράδυ της ίδιας ημέρας πήγε στην εκκλησία:

“Ε, Άγιέ μου, η δουλειά πέτυχε και σου έφερα το μερίδιό σου. Επούλησα τη φοράδα πέντε δραχμές και φυσικά οι διόμισι σού ανήκουν. Δεν πιστεύω να έχεις κανένα παράπονο”.

Έτσι λοιπόν, τόσο αίσια έληξε αυτή η ιστορία και ο δεξιοτέχνης κλέφτης, όπως ισχυριζόταν “κοίταξε” την εικόνα του Άι  Γιώργη αλλά και τον ίδιο τον Άγιο στα μάτια…

Έτσι όφειλε να κάνει… και του φάνηκαν πως γελούσαν από ευχαρίστηση αφενός και αφετέρου κατάλαβε ότι ο Άγιος έδειχνε τόσο ικανοποιημένος από την πράξη του και από την “δίκαια” μοιρασιά του!