Ο Γιάσα Μουνκ, θεωρητικός της πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Τζων Χόπκινς, έγινε γνωστός, στην τελευταία δεκαετία, γράφοντας και μιλώντας για τη δημοκρατία, τον λαϊκισμό, τις απειλές που αιωρούνται πάνω από τον φιλελευθερισμό και για παρόμοιες έννοιες που απασχολούν την παγκόσμια κοινότητα.

Στο βιβλίο ‘Λαός εναντίον Δημοκρατίας’ του 2018, έδωσε έμφαση στους τρόπους με τους οποίους διαφορετικές χώρες μπορεί να υποφέρουν από δύο ξεχωριστά, αλλά συναφή πολιτικά ελλείμματα, δηλαδή τη δημοκρατία χωρίς την κλασσική προστασία των φιλελεύθερων δικαιωμάτων και τον φιλελευθερισμό χωρίς τους επαρκείς δημοκρατικούς μηχανισμούς.

Στο άλλο βιβλίο του, «Το Μεγάλο Πείραμα: Γιατί οι διαφορετικές δημοκρατίες καταρρέουν και πώς μπορούν να αντέξουν» (The Great Experiment: Why Diverse Democracies Fall Apart and How They Can Endure, 2021), σκιαγραφείται η προσπάθεια του κόσμου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, να δημιουργηθούν δημοκρατικές και αρμονικές πολυεθνικές, πολυφυλετικές, πολυθρησκευτικές ή πολύγλωσσες κοινωνίες.

Μερικά έθνη, όπως η Ινδία, ο Καναδάς, η Βραζιλία, οι ΗΠΑ και η πρώην Σοβιετική Ένωση, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ωστόσο, οι προσπάθειες εκείνες, δεν κατάφεραν πάντα να επιλύσουν τα προβλήματα των διακρίσεων, της κυριαρχίας, των εσωτερικών εχθροπραξιών και πολλών δυσάρεστων καταστάσεων.

Έτσι, το κύριο ενδιαφέρον του Μουνκ, είναι να προωθήσει ιδέες για κυβερνητικές και κοινωνικές μορφές που πιστεύει ότι θα δημιουργήσουν μεγαλύτερη αρμονία, πιθανώς επειδή παρατηρεί την αναπόφευκτη αύξηση της μετανάστευσης.

Το βιβλίο χαρακτηρίζεται ως συναρπαστική, απλοϊκή σύνοψη μερικών σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε για επίτευξη παγκόσμιας ειρήνης. Για τον τρόπο, με τον οποίο διαφορετικοί πληθυσμοί μπορούν να ενσωματωθούν με επιτυχία. Χωρίς να το κατονομάζει ρητά, όμως, ο συγγραφέας, μάλλον, υπαινίσσεται ότι το δημιουργούμενο χωνευτήρι είναι μια τοποθεσία ‘δεξιάς’ πολιτικής απόκλισης και το μωσαϊκό μια ‘αριστερή’ λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν διαφορετικές κοινότητες.

Κατά την άποψή του, η λαϊκίστικη δεξιά απαιτεί οι ‘νεοφερμένοι’ να αναγκαστούν να απορρίψουν όσα προηγουμένως ήταν ουσιώδη συστατικά της ζωής τους και προσκομίζουν μαζί τους, ενώ η αποκαλούμενη προοδευτική αριστερά εστιάζεται σε μεγάλο βαθμό στην εξύμνηση αυτών των διαφορών με την επίμονη εμμονή της στις πολιτικές ταυτότητας.

Πολλοί άσκησαν έντονη κριτική στο βιβλίο και το αποκάλεσαν αδυσώπητα επιφανειακό. Κάποιοι αναφέρθηκαν στην ανεπιτυχή προσπάθεια του Κομμουνιστικού Κόμματος της εποχής του Στάλιν να διαλύσει τις εθνικές, θρησκευτικές, γλωσσικές και άλλες σημαντικές διαφορές των σοβιετικών δημοκρατιών, επιδιδόμενο σε πρακτικές όπως το κλείσιμο και κάψιμο εκκλησιών και την απομάκρυνση των παιδιών από τους γονείς τους, ώστε τα παιδιά να ανατρέφονται μόνο με τις κατάλληλες ταξικές αξίες και βεβαίως μόνο στη ρωσική γλώσσα.

Και, ομοίως, ο Μάλκολμ Χ προσέφερε μια εντελώς αποσχιστική, επικεντρωμένη στην ταυτότητα λύση που πίστευε ότι έπρεπε να επιτευχθεί το ταχύτερο δυνατόν και με κάθε μέσο. Ποιο από αυτά τα προγράμματα, λοιπόν, θα πρέπει να χαρακτηριστεί ‘αριστερό’ και ποιο ‘δεξιό’, ίσως αποτελεί αντικείμενο αέναης διαμάχης, αλλά σε μεγάλο βαθμό οι περισσότεροι συμφωνούν ότι και τα δύο σχέδια προμηνύουν πραγματικά δυσάρεστες στιγμές για πολλούς ανθρώπους.

Για τον συγγραφέα, το ζητούμενο πάντα είναι οι σχέσεις μεταξύ κλασσικού φιλελευθερισμού και αυθεντικής δημοκρατίας. Καθώς διάφορες εκδοχές της πλειοψηφικής δημοκρατίας και του κλασσικού φιλελευθερισμού υφίστανται από καιρό, οι εντάσεις μεταξύ τους δεν είναι άγνωστες.

Ο συγγραφέας του βιβλίου, συγκαλύπτει τα μακροχρόνια προβλήματα συνύπαρξής τους, επαναπροσδιορίζοντας τον φιλελευθερισμό ώστε να περιλαμβάνει δημοκρατικές αρχές.

Εκτός του ότι θεωρεί την προστασία σειράς ατομικών δικαιωμάτων απαραίτητη στην εκδοχή του φιλελευθερισμού και προτείνοντας ότι εκεί θα έπρεπε να περιλαμβάνεται μια κυβέρνηση με ελέγχους και αυστηρό διαχωρισμό των εξουσιών, εντάσσει στον ορισμό του την απαίτηση για συχνές ελεύθερες και δίκαιες εκλογικές διαδικασίες, πρακτικές, ωστόσο, οι οποίες σε πρακτικό επίπεδο, δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με τον κλασσικό φιλελευθερισμό.

Αναγκαστικά αναφύονται πολλά ερωτήματα. Παράδειγμα, αποτελεί δικαίωμα η άμβλωση στο τρίτο τρίμηνο, ή είναι απαραβίαστη η ικανότητα ενός νεογνού να γεννηθεί; Μπορούν οι εντεκάχρονοι να παντρευτούν ή να αλλάξουν φύλο αν θέλουν; Μπορούν οι άνθρωποι να αρνηθούν να φορέσουν μάσκες ή να εμβολιαστούν κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας;

Ο κλασσικός φιλελευθερισμός, φυσικά, δεν μπόρεσε να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα με τρόπο που να ικανοποιεί όλες τις κατευθύνσεις. Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι για να είναι πραγματικά ελεύθεροι οι πολίτες διαφορετικών δημοκρατιών, πρέπει να έχουν ενστερνισθεί ότι δεν θα βιώσουν εχθρότητα ή διακρίσεις με βάση το χρώμα του δέρματός τους, θα μπορούν να λατρεύουν όποιον θεό θέλουν και ό,τι είναι, αν το επιθυμούν, ελεύθεροι να περάσουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους μέσα στις εθνοτικές ή θρησκευτικές κοινότητες στις οποίες γεννήθηκαν.

Στην πραγματικότητα, επαναλαμβάνει συχνά σε όλο το βιβλίο ότι οι δεσμοί της φυλής, της θρησκείας και της εθνοτικής κουλτούρας ήταν πάντα σημαντικοί για τους περισσότερους. Και βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα εγγενές στη φιλελεύθερη φιλοσοφία που να απαιτεί οι ασυνήθιστες ατομικές επιθυμίες να υποβαθμίζονται υπέρ των συνήθων. Καταλήγοντας διαφαίνεται η προσπάθεια του συγγραφέα να φέρει στο προσκήνιο μια νέα μορφή λαϊκισμού. Τον πολυεθνικό!

Τι χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από τις ευχαριστίες του Τραμπ στους Αφροαμερικανούς, τους ισπανόφωνους και τους Ασιατοαμερικανούς που τον ψήφισαν!