Από τη μυθολογική εποχή, που οι θεοί δεν ήταν είδωλα, αλλά σύμβολα, οι άνθρωποι λάτρευαν τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. Κάθε θεός είχε και το δικό του τομέα π.χ. ο Ποσειδώνας είχε τη θάλασσα, η Άρτεμις προστάτευε τα ζώα κλπ.

Kατά περίπτωση προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τους θεούς και να τους έχουν με το μέρος τους με ύμνους, προσευχές, θυμιάματα, θυσίες ζώων ή με ένα μέρος από τους καρπούς της Γης.

Και σήμερο, με τη χριστιανική θρησκεία επικαλούμαστε το Θεό, την Παναγία, το Χριστό και όλους τους αγίους, για να είμαστε καλά, να πάει καλά κάθε είδους σκέψη ή πράξη, που προσπαθούμε να φέρομε εις πέρας.

Για να κεντρίσομε το ενδιαφέρον τους και να μη μας ξεχάσουν, υποσχόμαστε π.χ να ανάψομε τα καντήλια, να πάμε κερί, λιβάνι, κανένα ζώο, αρτοπλασία κλπ., ανάλογα με τη μπόρεση και την ανάγκη που έχομε.

Προχθές στο καφενείο του χωριού εκεί που πίναμε καφέ και κουβεντιάζαμε με μερικούς άλλους “μιας κάποιας ηλικίας”, προσπαθούσα να προκαλέσω το Δημητράκη, που από μικρός υπηρετούσε εθελοντικά την εκκλησία, μήπως θυμάται, αν ήταν παρών ή είχε ζήσει κάποιο ανορθόδοξο γεγονός με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα άτυπα τότε εκκλησιαστικά συμβούλια.

Μια στιγμή άρχισε να γελά ο Δημητράκης κάτω από το μουστάκι, προτάσει τα χέρια, για να σταματήσομε και περιγράφει το συμβούλιο να κάθεται στο παγκάρι, να παρακολουθεί ποιος, ποια μπαίνει στην εκκλησία, τί φορεί, τί χρήματα βάζει και τί κρατά σαν προσφορά στον Άγιο Χαράλαμπο, μιάς και ήταν η γιορτή του, δέκα του Γενάρη.

Ο Άγιος προστατεύει από λοιμώδεις νόσους, πανούκλα και είναι προστάτης των γεωργών και των ζώων. Για να είναι λοιπόν γερό το γουρούνι, να το σφάξομε τα Χριστούγεννα ή η όρνιθα να μεγαλώσει τα κλωσόπουλια, η αίγα, το πρόβατο κλπ., οι νοικοκυρές του χωριού έτασαν στον Άγιο ένα λουκάνικο , ένα πετεινάρι ή κάτι άλλο, και τα πήγαιναν προσφορά στον Άγιο.

Την όλη διαδικασία μετά, να βγουν στην αγορά για πλειοδοσία, αυτήν την αναλάμβανε ο Μανωλάκης, ο νεωκόρος, που με τη στεντόρια φωνή του ωχριούσαν τα μεγάφωνα: “Πέντε δραχμές μαζί με τα κηρύκεια , το λουκάνικο του Αγίου Χαραλάμπους έχει κανείς;”.

Τα κηρύκεια είναι η αμοιβή του κήρυκα. Φυσιογνωμία, αυτός ο τσίφτης με τα γυαλισμένα στιβάνια, τα καθαρά και επιμελημένα ρούχα, που με δυο-τρεις ρακές έπαιρνε ύφος και καθήλωνε το καφενείο με το τραγούδι:

Όσο βαρούν τα σίδερα βαρούν τα μαύρα ρούχα, γιατί τα φόρεσα και ‘γω για μιαν αγάπη που ‘χα… Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας (συνεχίζει ο Δημητράκης) μπαίνει στην εκκλησία μια νοικοκυρά και φέρνει την προσφορά της στον Άγιο, ένα λαχταριστό λουκανικάκι, περίπου ένα μέτρο, γιατί το κανονικό ήταν μια οργιά, δυο μέτρα περίπου.

Χωρίς να τον αντιληφθούν οι άλλοι δύο του συμβουλίου, το αρπάζει ο τρίτος, το κρύβει και το πηγαίνει στο σπίτι του. Μέσα στη διαδικασία της πώλησης, αντιλαμβάνεται ο νεωκόρος ότι λείπει το λουκανικάκι.

Ποιος το πήρε;

Εσύ το πήρες, δεν το πήρα εγώ, έγινε φασαρία, λέει, εσύ Μανωλάκη π’ανάθεμά σε το πήρες, όχι εγώ, να πάθω, να λάχω… Τελικά δεν αποκαλύφθηκε ποιος το πήρε. Ο Μανωλάκης πονηρεύτηκε, υποψιάστηκε, ποιος από τους τρεις του συμβουλίου το είχε πάρει.

Πηγαίνει λοιπόν στο σπίτι του, χτυπά την πόρτα, ανοίγει η γυναίκα του και της λέει: “Συγνώμη, μου δίνεις το λουκανικάκι που σου ‘φερε ο άντρας σου, γιατί κάναμε λάθος (ψέματα) αντί να σου φέρει το μεγάλο λουκάνικο, του δώσαμε κατά λάθος το μικρό”.

Πάει μέσα η γυναίκα (που δεν ήξερε τίποτα), παίρνει το λουκανικάκι και του το δίνει, για να της φέρει το μεγάλο. Έτσι αποκαλύφθηκε ποιος οικειοποιήθηκε το λουκανικάκι του Αγίου.

Ουφ… Όλα τα πράγματα και κάθε ένα χωριστά έχουν τη δική του ιστορία, όπως και: ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία…, που τραγουδεί ο Λοϊζος.

Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής