Γύρω γύρω γυρνούσα όλο το τετράγωνο με το ποδήλατο ψάχνοντας μια χαραμάδα…

Ένα μικρό πέρασμα στην Ιστορία…

Μια ορατή ψηφίδα του παρελθόντος…

Καλά κρυμμένα μυστικά, δίπλα μας, στην καρδιά της πόλης, απροσπέλαστα, παρατημένα, ξεχασμένα…

Κι όμως εδώ σ’ αυτήν την πλατεία των Αρχόντων,  των Δημητριακών, του Σαντριβανιού, του Τζιγάντε, των Λιονταριών, την σημερινή Ελευθερίου Βενιζέλου βρισκόταν κάποτε ένα ανάκτορο λιτό αλλά ζηλευτό που καθόριζε τις τύχες της Κρήτης, της πόλης, των ανθρώπων όλου του τότε γνωστού βασιλείου…

Έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά και προσπαθούσα να δω από ποιο σημείο αν ανέβαινα θα έβλεπα… κάτι. Δύσκολο όμως ένα Κυριακάτικο πρωινό να βρω πόρτες ανοιχτές και διάθεση άλλων να ταξιδέψουν μαζί μου στο παρελθόν.

Βρήκα μια μικρή καγκελόφραχτη πόρτα που όμως κατέληγε σε ένα τοίχο και άφησα ακριβώς εκεί το ποδήλατό μου. Μπήκα σε ένα γνωστό καφέ της πόλης και ένας ευγενέστατος νεαρός με άφησε να μπω στις αποθήκες, να ανέβω πάνω σε μερικά κασόνια, και να δω ανάμεσα από θεόρατα χόρτα, ακλάδευτα δέντρα, σωρούς από πέτρες και ίχνη τοίχων, καμαρών και Ιστορίας….

Μεμιάς ζωντάνεψαν πάλι οι εικόνες και ιστορίες ξεχυθήκαν τριγύρω…

Στα 1211 «περπάτησα» κι είδα στο πρόσωπο του Jacomo Tiepolo, του Πρώτου Δούκα της Κρήτης, την ικανοποίηση για την εγκατάστασή του σε τούτο το κτίσμα που λίγο καιρό πριν ανήκε στον Βυζαντινό Δούκα που κι εκείνος το είχε «αρπάξει» από τους Άραβες.

Φωνές σκλάβων ακούστηκαν, βαριές αλυσίδες σέρνονταν στα χωμάτινα εδάφη. Κουρασμένα, πληγωμένα πρόσωπα και σώματα περίμεναν μια καλή τιμή για να συνεχίσουν να ζουν… Το σκλαβοπάζαρο μπροστά στα μάτια μου καλά ανθούσε. Οι Σαρακηνοί πειρατές στοίβαζαν στα αμπάρια των πλοίων τους σάρκες για εκμετάλλευση μόνο. Αιώνες κράτησε το εμπόριο της δουλείας και της ντροπής…

Όμως ο Δούκας της Κρήτης είχε στο μυαλό του άλλα. Προσταγές τον άκουσα να δίνει να γράψουν γράμματα στη Βενετία ζητώντας χρήματα για επισκευές, συντηρήσεις νέα οικοδομήματα. Βιαζόταν να εγκατασταθούν όλοι οι άνδρες της Αυλής του να ξεκινήσει τις συνεδριάσεις, η Signora*. Η Βενετία «ξαναχτίζεται» στο νοτιότερο νησί της Μεσογείου. Στα 1239 στην βορειοανατολική πλευρά της πλατείας κτίζεται ο καθεδρικός Ναός του Αγίου Μάρκου και νοτικά θα  φτιαχτεί η τεράστιας σημασίας Πόρτα, Portone, γνωστή πολύ αργότερα ως Πύλη Voltone. Εκεί ξεκινά ή καταλήγει η περίφημη Ruga Maistra που φτάνει ίσαμε το λιμάνι.

Οι αιώνες περνούν και σε σωζόμενο σχεδιάγραμμα της πόλης, στα 1429, από τον Buondelmonti θα συναντήσουμε ξανά την κατοικία του Δούκα στο ίδιο μέρος. «Λιτό γοτθίζον οικοδόμημα»  θα το περιγράψει σε έκθεσή του ο Στυλιανός Αλεξίου. Δυο ορόφους φτιάξανε για αρχή και πολλές ισόγειες στοές. Μετά προστέθηκαν  πυργίσκοι και περισσότερα τοιχώματα με πολυγωνικό χαρακτήρα που περιλάμβαναν μεγάλο μέρος της σημερινής πλατείας Καλλεργών και Ελευθερίου Βενιζέλου από την αρχή περίπου της σημερινής οδού Ταγματάρχου Τζουλάκη ίσαμε το πάρκο Θεοτοκόπουλου.

Σχέδια του Κλώντζα ζωντάνεψαν μπροστά στα μάτια μου. Πηγάδια, δεξαμενές, πυλώνες, ξύλινα υπόστεγα, στάβλοι και νέες τεχνικές που μοιάζανε περισσότερο στο σχήμα σαν ουρά χελιδονιού πάρα τετράπλευρα συνηθισμένα παλάτια. Κι είδα κι εγώ εκείνη την μεγάλη πομπή καθολικών κι ορθόδοξων κληρικών κάνοντας λιτανεία της εικόνας της Μεσοπαντίτισσας ή της Αγίας Δωρεάς ή μήπως της κάρας του Αγίου Τίτου. Λάβαρα και σημαίες ανυψωμένα με την απεικόνιση του λέοντα του Αγίου Μάρκου πάνω τους.

Κι ύστερα τράβηξε το μάτι ίσα πέρα στην Ιστορία κι είδε όλες εκείνες τις ετοιμασίες για τα εγκαίνια της κρήνης του Τζιγάντε στη μέση της πλατείας. Και τα κτίρια δίπλα στην κατοικία του Δούκα, Fransesco Morosini, και πάλι όχλος, και πάλι γκιόστρες και πάλι φωνές και γέλια και κουρνιαχτός. Χλιμιντρίσματα αλόγων, γέλια παιδιών, ζητωκραυγές επαινετικές του πλήθους. Κι η πλατεία του Δουκικού Ανακτόρου με τα γιορτινά της κι η κατοικία του Στρατηγού και τα τραπέζια που ‘χαν στηθεί κατά μήκος της πλατείας και της ξύλινης γέφυρας που έφτανε ίσαμε το Palazzo Ducale.

Κι ύστερα πάλι σιωπή, να περάσουν τα χρόνια να αλλάξει χέρια το Ανάκτορο να γίνει πια κατοικία Τούρκου αξιωματούχου του Δεφτερδάρ Αχμέτ Πασά και των γενιτσάρων του.

Σύμφωνα πάλι με τον Στέφανο Ξανθουδίδη, το Δουκικό Ανάκτορο περιήλθε στην κατοχή του Τσιμπουκτζή Μπαϊράμ Εφένδη και ονομάστηκε «Αγά Καπουσί – Ağa Kapısı».

Σε έγγραφο του 1670 που σύμφωνα με σωζόμενα αρχεία μεταφραζόμενα από τον Μεχμέτ Υοunous  και δημοσιεύεται από τον G. Gerola μαθαίνουμε : «Στη συνοικία  της Αγίας Κυριακής ήταν ένα σπίτι λεγόμενο Παλάτσο Ντουκάλε, με δυο ορόφους. Ο επάνω όροφος έχει δύο αίθουσες, 9 δωμάτια, μία κουζίνα, τρεις ταράτσες. Το κάτω πάτωμα 22 δωμάτια, μια μεγάλη αίθουσα, μια μεγάλη αποθήκη, μια φυλακή, τρεις δεξαμενές. Κοντά στη σκάλα 19 δωμάτια, μια λότζα, δυο κρήνες,  αυλές, 3 πηγάδια, 16 μαγαζιά κι ένα ντεπόζιτο».

Σε τουρκικό έγγραφο επίσης του 1749 που μεταφράζει ο Νικόλαος Σταυρινίδης μαθαίνουμε πως: «Εν τη ιερά και ωραία πόλη του φρουρίου του Χάντακο, εν τη συνοικία Δεφτερντάρ Αχμέτ πασά κείμενον και δια κατοικίαν και διαμονήν των βεζιρών και της συνοδείας αυτών προοριζόμενον δημόσιον σεράγιον κατερειπώθη πλήρως… και κατέπεσε παντελώς και δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί και δείτε της εκ θεμελίων εκ νέου ανεγέρσεώς του… με άλλο σχέδιο δαπάνη 3.556.920 άσπρα.»

Κάνεις δεν ξέρει πότε ακριβώς πως και γιατί ερημώθηκε. Η πόλη έζησε τρομερούς σεισμούς και περιόδους πανώλης σε όλη τη διάρκεια της κατοχής της και από του Οθωμανούς. Στις  5 Δεκεμβρίου 1810 στον μεγάλο σεισμό κατέρρευσαν τα δύο τρία της πόλης και μερικά χρόνια αργότερα στα 1856 η καταστροφή του Ανακτόρου ήταν ισοπεδωτική.

«Η Πόλις την πρωίαν της 1ης Οκτωβρίου 1856 ήτο άμορφος όγκος λίθων και ξύλων και χωμάτων και ευκολότερον εβάδιζε τις δια μέσου των οικιών παρά δια των οδών, αι οποίαι είχαν σκεπασθή τελείως..»**

Στα 1865 μαθαίνουμε πως οι Τούρκοι θέτουν τον «θεμέλιον λίθον» του Διοικητηρίου λίγο πιο πέρα από το σημείο που ήταν κτισμένο το Δουκικό Ανάκτορο,  στο σημερινό πάρκο Θεοτοκόπουλου το λεγόμενον «Πασά Καπισή ή Πόρτα του Πασά » και το πάλαι ποτέ ένδοξο ερειπωμένο κτίσμα εγκαταλείπεται στη λήθη.

Φεύγοντας οι Τούρκοι  και με την ανταλλαγή των πληθυσμών,  την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, «…τα μουσουλμανικά κτίσματα, μεταξύ των οποίων και τα υπολείμματα του Δουκικού Ανακτόρου, πουλήθηκαν ως ανταλλάξιμα σε ιδιώτες από την Εθνική Τράπεζα. Το 1954, η Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Παιδείας, υποκύπτοντας σε πιέσεις ενέκρινε την κατεδάφισή του, τη ρυμοτόμηση και τη μετατροπή του χώρου σε πλατεία…»*** Ό,τι απέμεινε κρύφτηκε οριστικά από ανθρώπινα μάτια κι ήταν όλα αυτοί οι σωροί χορταριασμένων πετρών που έβλεπα πίσω από πυκνή βλάστηση.

Στο σήμερα με επανέφερε η φωνή του νεαρού σερβιτόρου που έπρεπε να κλειδώσει την αποθήκη.  Φυσούσε βοριάς κι έκανε δυνατό ρεύμα. Απόρησε με το βλέμμα μου, που μάλλον θα ‘ταν χαμένο στους ξεχασμένους καιρούς. Τον ευχαρίστησα θερμά, πήρα μια δυο φωτογραφίες τα χαλάσματα και ξαναβγήκα στο σήμερα που γέμιζε με κόσμο τα τραπεζοκαθίσματα της νέας πλατείας …

Πήρα το ποδήλατο και μπήκα στο πάρκο του Θεοτοκόπουλου. Ψάχνοντας κι εδώ το παρελθόν…

Ίσαμε τη  επόμενη φορά…

 

*Signora: Ανώτατη διοικητική αρχή της Κρήτης

 

ΠΗΓΕΣ:

Αλεξίου Στυλιανός, Το Δουκικόν Ανάκτορον του Χάνδακος, Κρητικά Χρονικά, ΙΔ, 1960
Gerola Giuseppe, ‘I monumenti veneti nell’ isola di Creta – vol. III’, Venezia, 1917
**Ξανθουδίδης  Στέφανος Χάνδαξ-Ηράκλειον -ιστορικά σημειώματα, και συμπληρωματικαί σημειώσεις Στ. Αλεξίου, 1964 Ηράκλειον
Πρατικίδης Ζαχαρίας, Χωρογραφία της Κρήτης συνταχθείσα το 1818, ΤΕΕ-ΤΑΚ, Ηράκλειο, 1983
Σπανάκης Στέργιος, Το Ηράκλειο στο πέρασμα των αιώνων, εκδ. Δήμου Ηρακλείου 1990
***Σταρίδα Λιάνα, Υπήρχε μια πόλη, εκδ. Ίτανος
Σταυρινίδης Νικόλαος, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων, τ. Δ΄, Ηράκλειον 1984
Τζομπανάκη Χρυσούλα, Το Ηράκλειο εντός των τειχών, εκδ. TΕΕ//Τμήμα Ανατολ. Κρήτης, Hράκλειο, 2000