Τον Σωκράτη δυο χρόνια μετά από την γέννηση του παιδιού του – κοριτσάκι ήτανε –  άρχισε να τον κυριεύει και να θεριεύει μέσα του μια υποψία που από την αρχή είχε και εσωτερικά τον έτρωγε. Υποπτευόταν ότι το παιδί που γέννησε η γυναίκα του δεν ήτανε δικό του. Το βάφτισαν Μαρία, όνομα της συγχωρεμένης μητέρας του. Στην  αρχή τόσο συχνά δεν το σκεφτότανε. Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια και η Μαρία μεγάλωνε, μεγάλωνε και η υποψία του Σωκράτη. Διότι οι ημερομηνίες δεν συνέπιπταν (είχε λείψει εξαιτίας της εργασίας του ένα μήνα). Αλλά και η μικρή Μαρία δεν του έμοιαζε σε τίποτε, ούτε στα σωματικά χαρακτηριστικά ούτε στον χαρακτήρα. Τα πρώτα χρόνια, όποτε ερχόταν η σκέψη αυτή – και η αμφιβολία – προσπαθούσε να την διώξει από το μυαλό του. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Όμως εντελώς δεν το κατάφερνε. Από την άλλη σκεφτόταν ότι η σύζυγός του δεν του είχε δώσει σοβαρές αφορμές για τέτοιες  υποψίες. Και όλο αμφέβαλλε. Και σκέψεις πάντοτε τον τυραννούσαν. Και τελικά άλλο παιδί  δεν απέκτησε από αυτήν.   Το κοριτσάκι, η Μαρία, μεγάλωσε, έγινε γυναίκα, ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια δική της. Και παιδιά δικά της.

Κάποτε με εξέταση DNA κρυφή, με τρίχα από τα μαλλιά της (δεν μπορούσε να αντέξει άλλο), ο Σωκράτης έμαθε ότι η Μαρία πράγματι δεν ήταν παιδί δικό του. Όπως το είχε από παλιά υποπτευθεί. Ήταν σοκ μεγάλο γι’  αυτόν. Η γυναίκα του, επειδή τον έβλεπε τώρα αλλιώτικο, ρωτούσε τι του συνέβαινε. Όμως αυτός δεν της εξηγούσε. Δεν έλεγε τίποτε σε κανέναν. Το κρατούσε μυστικό δικό του. Τι θα κέρδιζε, αν π. χ. το έλεγε στην σύζυγό του;  Και είχε μέσα του καημό κρυφό.    Αλλά εξακολουθούσε να αγαπά την Μαρία σαν παιδί δικό του. Όμως προς την γυναίκα του τα αισθήματά του οπωσδήποτε είχαν αλλάξει. Βέβαια δεν της φανέρωσε τίποτε, δεν μάλωσε μαζί της, δεν την χώρισε. Αλλά μια πίκρα, ένα παράπονο κυριαρχούσε μέσα του. Και οι σχέσεις τους είχαν γίνει ψυχρές. Και όταν πέθανε η γυναίκα του, χωρίς να έχει μάθει ότι ο άντρας ήξερε το αμάρτημά της, πάλι κράτησε το μυστικό του. Σε κανέναν δεν το εκμυστηρεύτηκε. Και αγάπησε και τα παιδιά του παιδιού του (το οποίο δεν ήτανε δικό του) σαν εγγονάκια δικά του. Αλλιώς, σκεφτόταν, θα ήταν μόνος. Τι θα κέρδιζε; Χωρίς προγόνους –  οι δικοί του γονείς είχαν πεθάνει και αδερφούς δεν είχε –  και χωρίς απογόνους… Είναι κακό στην ζωή να μην έχεις κανέναν να σ’  αγαπά και κανέναν να αγαπάς εσύ. Και η «κόρη» του και τα «εγγονάκια» του τον αγαπούσαν. Αυτοί δεν ήξεραν την αλήθεια. Κανείς άλλος, εκτός από τον εαυτό του, δεν την ήξερε. Τέτοια μυστικά δεν λέγονται.