Μία από τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ του αναπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου (τρίτου) κόσμου είναι το κόστος των αγαθών και υπηρεσιών πρώτης ανάγκης.

Δηλαδή, το κόστος των βασικών τροφίμων, των ειδών ένδυσης, των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και των  καυσίμων.

Στον αναπτυγμένο κόσμο, (Ευρώπη, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία κ.λπ.) το κόστος των ως άνω προϊόντων σε σχέση με την αμοιβή της εργασίας είναι μικρό και προσιτό στους περισσότερους.

Αυτό βέβαια, είναι αποτέλεσμα των μακροχρόνιων αγώνων των εργαζομένων. Αντίθετα στον τρίτο κόσμο, τα καταναλωτικά αγαθά πρώτης ανάγκης είναι πανάκριβα και αυτό συμβαίνει με τη σειρά του, λόγω της καταλήστευσης του πλούτου των χωρών αυτών από τα τραστ των Δυτικών.

Έτσι έχουμε και τον τρίτο λόγο, της αθρόας μετανάστευσης, προστιθέμενο στους πολέμους, (αποικιοκρατικούς και εμφύλιους) και τις φυσικές καταστροφές, δηλαδή την δύσκολη πρόσβαση σε στοιχειώδη αγαθά και υπηρεσίες.

Ο ίδιος λόγος, σε μια ηπιότερη μορφή, δημιουργεί στη χώρα μας την αστυφιλία και την ερήμωση της υπαίθρου. Οι νέες οικογένειες αδυνατούν να επιβιώσουν (πόσο μάλλον να περνάνε άνετα) στα χωριά των, αν στηριχτούν αποκλειστικά στο αγροτικό εισόδημα.

Συμπέρασμα: δεν υφίστανται οι λόγοι που θα κρατήσουν τους νέους μας στην ύπαιθρο.

Ας τους ερευνήσουμε…

Τα σχολεία της υπαίθρου υστερούν σοβαρά σε σχέση με τα σχολεία των πόλεων. Υστερούν σε επάρκεια διδασκάλων και καθηγητών, εργαστηρίων και σε όλες τις σχολικές υποδομές. Το διδακτικό προσωπικό δεν βρίσκει που να μείνει. Ο διορισμός των μοιάζει με δυσμενή μετάθεση. Τα μικρά παιδιά αλλά και οι έφηβοι έχουν σήμερα πολλαπλές ανάγκες που δεν εξυπηρετούνται στα χωριά. Δηλαδή φροντιστήρια,  ξένες γλώσσες, εργαστήρια υπολογιστών, γυμναστήρια, κολυμβητήρια και άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες. Χωλαίνουν και υπολειτουργούν οι φορείς υγείας (νοσοκομεία, κέντρα υγείας, αγροτικά ιατρεία, φαρμακεία).

Ο κυριότερος λόγος που διώχνει τους νέους από την ύπαιθρο είναι οικονομικός. Το αγροτικό εισόδημα δεν επαρκεί να ζήσει άνετα μια οικογένεια και ν’ αντιμετωπίσει τις σύγχρονες ανάγκες ανατροφής και εκπαίδευσης των παιδιών.

Σε όλες αυτές τις σοβαρότατες ελλείψεις και υστερήσεις μπορεί και πρέπει να σταθεί αρωγός και υποστηρικτής η αυτοδιοίκηση και ιδιαίτερα η περιφέρεια.

Το κεντρικό κράτος ούτε γνωρίζει, ούτε επιθυμεί απ’ ότι βλέπουμε να λύσει τα προβλήματα των αγροτών και να τους κρατήσει στη γη τους. Η περιφέρεια, παρότι δεν έχει απεριόριστες αρμοδιότητες και δεν μπορεί να υποκαταστήσει παντού τις κρατικές υπηρεσίες, μπορεί να δώσει λύσεις στα περισσότερα προβλήματα της υπαίθρου. Και αυτό επιτυγχάνεται με τα σωστά μελετημένα, μακρόπνοα προγράμματα και τις αναπτυξιακές επενδύσεις.

Γνώμονας κάθε αναπτυξιακής πρωτοβουλίας πρέπει να είναι: Κάθε είδους ενίσχυση σε φυσικά πρόσωπα ή φορείς, κάθε επένδυση σε υποδομές να δημιουργούν προστιθέμενη αξία. Αυτό είναι η πεμπτουσία της ανάπτυξης.

Δυστυχώς, μέχρι και τώρα, οι αγροτικές ενισχύσεις κατευθύνονται στο να κλείνουν τρύπες στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών και δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον αγροτόκοσμο γι’ αυτό.

Η κυβερνητική πολιτική δεν εφαρμόζει κανενός είδους ουσιαστικό έλεγχο στις τιμές των αγαθών. Βγαίνει ο υπουργός μαζί με τα κανάλια δήθεν για ελέγχους. Εξυπηρετείται η επικοινωνιακή πολιτική που είναι καλά μελετημένη από τη σημερινή κυβέρνηση. Οι μηχανισμοί διαρκών και ουσιωδών ελέγχων είναι ανύπαρκτοι, αλλά και ανίσχυροι στα καρτέλ. Στα καύσιμα έχουν φορτωθεί απερίγραπτοι φόροι. Ανάλογη είναι και η ενεργειακή πολιτική των κυβερνώντων. Οι δε τράπεζες με τα υπερκέρδη των προκαλούν την κοινή λογική. Και το χειρότερο:  οι εισπρακτικές εταιρείες, όργανα των ξένων fund’s στα οποία πούλησαν «μπιρ παρά» οι τράπεζες τα κόκκινα δάνεια των, πίνουν το αίμα των μη δυνάμενων.

Αυτά όλα τα κακώς έχοντα αφορούν όλο το λαό. Αν θέλουμε να μιλήσουμε αποκλειστικά για τους κατοίκους της υπαίθρου, αγρότες και αυτοαπασχολούμενους στον δευτερογενή τομέα, πρέπει να μελετήσουμε την παράμετρο: Τιμές αγροτικών προϊόντων – κόστος παραγωγής.

Τα δύο αυτά μεγέθη ολοένα και αποκλίνουν μεταξύ τους εις βάρος των τιμών.

Φέτος βέβαια η τιμή του βασικού προϊόντος της Κρήτης του λαδιού ανέβηκε πάρα πολύ, σε ικανοποιητικό βαθμό. Αυτό όμως δυστυχώς δεν οφείλεται σε καμιά παρέμβαση της περιφέρειας ως όφειλε. Οι παρεμβάσεις της είναι χωρίς πρόγραμμα βραχύπνοες (αν υπάρχει τέτοια λέξη), αποσπασματικές. Η άνοδος της τιμής, δημιουργήθηκε από την πανμεσογειακή καταστροφή της ανθοφορίας των ελαιών του τρέχοντος έτους και κατ’ επέκταση στη μείωση της προσφοράς. Αυτό δεν πρέπει ούτε να εφησυχάζει τους παραγωγούς ούτε η περιφέρεια να πανηγυρίζει.

Ας κάνω μια παραπομπή στα παιδικά μου χρόνια, όταν μαζεύαμε τις ελιές μία – μία. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του  ’60 όταν είχαμε βεντέμα, οι έχοντες ελαιώνες, έπαιρναν μαζώχτρες για όλη την περίοδο της ελαιοσυλλογής. Αυτές οι κοπέλες δούλευαν μια «μαζωχτική» με συγκεκριμένη προσυμφωνημένη αμοιβή. Για λίγα μεροκάματα πάνω στη φούρια της δουλειάς  έπαιρναν μαζώχτρες τις «οκαδιαρές». Θυμούμαι καλά λοιπόν ότι αυτές οι κοπέλες πληρώνονταν μεροκάματο «από ήλιο σε  ήλιο» με αμοιβή 2 ή 2,5 οκάδες λάδι, περίπου 3,2 κιλά.

Την παρελθούσα ελαιοκομική περίοδο το μεροκάματο 8 ώρες ήταν 50-60 ευρώ και το λάδι που είχε αρχίσει να τσιμπάει η τιμή του αγοραζόταν από τον παραγωγό από 3,8-4,2 ευρώ. Ας πάρουμε την ανώτατη τιμή που πουλούσαν οι παραγωγοί με τον τενεκέ σε καταναλωτές, τα 4,5 ευρώ. Με την παλιά σχέση τιμής λαδιού – μεροκάματου αν οι περυσινοί εργάτες πληρώνονταν με λάδι θα κέρδιζαν 4,5 Χ 3,2 κιλά = 14,4 ευρώ. Θα εύρισκαν οι παραγωγοί εργάτες να παίρνουν περίπου 15 ευρώ μεροκάματο; Φυσικά όχι.

Συμπέρασμα: Το εργατικό κίνημα με τους αγώνες του ανέβασε το μεροκάματο ανειδίκευτου εργάτη στα 50-60 ευρώ ενώ το ανύπαρκτο αγροτικό κίνημα, οι διαλυμένοι συνεταιρισμοί και η ελλειπέστατη βοήθεια της περιφέρειας κράτησε την τιμή στα 4,5 ευρώ. Να μην έχει κανείς αμφιβολία πως όταν η παραγωγή λαδιού ανέβει στα συνηθισμένα επίπεδα, η τιμή θα κατρακυλήσει ίσως κάτω των πέντε ευρώ.

Χρειάζεται λοιπόν μακρόπνοη πολιτική στήριξης αυτού του πανθομολογούμενα χρησιμότατου διατροφικού αγαθού, ειδικά από την περιφέρεια. Με όλους τους τρόπους, για 10ετίες. Με υπομονή και επιμονή. Να προωθηθεί στις παγκόσμιες αγορές με τον τίτλο: Άριστο διατροφικό προϊόν (Excellent nutritional product). Έχει η περιφέρεια τα ειδικευμένα στελέχη να το προωθήσουν. Αρκεί να το δουν ζεστά, πατριωτικά.

Γι’ αυτούς που ίσως μου πουν: πως θ’ αγοράζουν οι Έλληνες καταναλωτές το λάδι 15-18 ευρώ το κιλό, απαντώ: αυτή είναι η πραγματική αξία του λαδιού. Το υγιές καταναλωτικό κίνημα,  οι εργατικές ενώσεις και η λαϊκή αλληλεγγύη θα βρουν τις λύσεις. Το λάδι δεν είναι απλά διατροφικό προϊόν, είναι υγεία.