«Ξαφνικά την ώρα  που κοιμόμουνα το προχθεσινό βράδυ κάνανε στη σκέψη μου πάλι την παρέλασή τους πολλές παλιές συνήθειες και αμέσως ξύπνησα χωρίς να μπορώ να ξανακοιμηθώ μέχρι το πρωί», μας είπε ένας ηλικιωμένος υψηλής μόρφωσης.

«Η τελευταία που πέρασε και έμεινε στη σκέψη μου ήτανε το κουτσομπολιό και αμέσως είπα μέσα μου: η άπονη η κατοχή –μου άφησε πολλά σημάδια– συνέχεια τα σκέπτομαι και ξαγρυπνώ τα βράδια και όπου πάω και σταθώ ο νους μου ταξιδεύει –και όλα μου τα βιώματα –μπροστά μου μου τα φέρνει». Και στη συνέχεια είπε: «το κουτσομπολιό είναι μια παλιά συνήθεια και όσοι άνδρες και γυναίκες  ασχολούνταν με αυτό, το αποτέλεσμά της τους ωφελούσε ή τους έβλαπτε:

στην οικογένεια, εκεί που κατοικούσε, στα επαγγέλματα, στις υπηρεσίες και στην πολιτεία εκεί που εργαζότανε. Είναι μια κοινωνική πράξη, σχολιάζει, επαινεί, κατηγορεί κ.λπ. που φέρνει όφελος ή κάνει κακό σε όποιον διαθέτει χρόνο και το πράττει. Κατά την ώρα εκείνη ή μετά φέρνει το επιθυμητό ή το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα και ανάλογα μετά είναι και η συμπεριφορά για όποιον απευθύνεται.

Ορισμένοι άνδρες και γυναίκες εκεί που κατοικούσανε στο χωριό, ή στην πόλη, στις γειτονιές τους, τους άρεσε να ασχολούνται για ότι κάνει ο καθένας χωρίς να ξέρουν αν κάνει καλό ή κακό και μετά γινότανε κήρυκες για να το μάθουν όλοι. Εγώ επειδή έχω συναντήσει πολλά σε όλη τη ζωή μου για την συνήθεια που σας αναφέρω στο χωριό μου στο επάγγελμά μου και μετά έως τώρα θα σας πω τα σπουδαιότερα που θυμάμαι από άτομα γνωστά και άγνωστα που τα γνωρίζω και είναι ακόμα στη ζωή.

Την κατοχή στο χωριό μου μια χωριανή μας είπε ότι έβλεπε και ότι άκουγε από τους χωριανούς το μαθαίνανε όλοι οι άνδρες και γυναίκες. Επειδή οι χωριανοί την ξέρανε ότι είναι κουτσομπόλα δεν της δίνανε σημασία αλλά πότε – πότε έλεγε και καλά λόγια για ορισμένους συγγενείς και χωριανούς.

Μια μέρα είχε πει κάποιος στο καφενείο ότι μόνο όταν τις ράψουνε το στόμα με κλωστή θα σταματήσει το κουτσομπολιό. Επίσης και ένας χωριανός μου που είχε μεγάλη οικογένεια και είχανε καιρό να φάνε κρέας πήγε ένα βράδυ στο χωράφι του και έστησε θηλιές με σύρμα για να πιάσει λαγό.

ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΟ
Το πρωί που πήγε βρήκε δυο πιασμένους. Με το θάρρος που είχε με τους χωριανούς όταν τον είδανε χαρούμενο στο καφενείο τον ρωτήσανε που οφείλεται και τους είπε για την επιτυχία του. Όμως ο ένας ήτανε γνωστός κουτσομπόλης και το έμαθε όλο το χωριό και ένας χωροφύλακας. Επειδή απαγορευότανε τον παρακολουθούσε και ένα πρωί όταν γύριζε από το χωράφι του έκανε έλεγχο και του βρήκε ένα λαγό μέσα στο βουργιάλι (σακούλι) και του έκανε μήνυση για να δικαστεί.

Και στη συνέχεια είπε: θα τελειώσω με ένα κουτσομπολιό που είχε γίνει στον επαγγελματικό χώρο που είχε φέρει δυσάρεστο αποτέλεσμα. Σε ένα πολύ γνωστό χωριό του τόπου μας πριν αρκετά χρόνια ένας κάτοικος λειτούργησε ένα ΜΙΝΙ ΜΑΡΚΕΤ τροφίμων για να εξυπηρετεί τους κατοίκους του χωριού του για να μην πηγαίνουν οι χωριανοί στην πόλη και για να αποφεύγουν την ταλαιπωρία, τον κόπο, το χρόνο και τα έξοδά τους. Όλοι ήτανε ευχαριστημένοι που είχανε αυτή την ευκολία στον τόπο τους.

Αφού είχανε περάσει αρκετά χρόνια το ΜΙΝΙ ΜΑΡΚΕΤ δεχότανε κουτσομπολιά (συκοφαντίες) από λίγους κατοίκους για ανύπαρκτες αιτίες και οι κάτοικοι μειώνανε τις αγορές τους και ο κάτοχος ήρθε σε απόγνωση. Έκανε λίγη υπομονή μήπως επανέλθουν οι αγορές τους αλλά δυστυχώς πριν ένα χρόνο το έκλεισε. Βέβαια οι αίτιοι – ζηλιάρηδες χωριανοί χαιρότανε που το βλέπανε κλειστό.

Υπόψιν ότι σε ορισμένα χωριά το κουτσομπολιό το λέγανε και σούρα ή συκοφαντία που είχε την ίδια έννοια. Π.χ. λέγανε συνήθως οι γυναίκες μεταξύ των: δεν κάνω εγώ παρέα με την τάδε γιατί είναι κουτσομπόλα ή συκοφάντισσα ή σουρέφτρα.

Τέλος, όλοι οι σημερινοί νέοι έχουν άγνοια για την συνήθεια που κάνουμε υπενθύμιση στους νεότερούς μας για να ενημερώνουν συγχρόνως τα παιδιά τους και για να μην συμμετάσχουν εκεί που θα τα βλάψει αλλά μόνο εκεί που θα τα ωφελεί. Εμείς καλούμε όλους τους νέους να έρθουν κοντά μας και θα είναι ευχαριστημένοι όταν θα χτίσουν το μέλλον τους και τότε θα διαπιστώσουν ότι τους αγαπούμε και ότι θέλουμε: το καλό τους.

*Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι συνταγματάρχης (Π.Β.) ε.α.