Στην Θεσσαλονίκη είχα έναν ξάδερφο, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό μου. Ευθύμη τον ελέγανε. Γράμματα πολλά δεν ήξερε. Όμως ήταν εργατικός και ικανός. Και είχε και πολύ καλή καρδιά. Φτώχεια τα χρόνια εκείνα. Ο Ευθύμης, ο ξάδερφός μου, ορφανός από πατέρα, από μικρός πήγε παραγιός σε τσαγκαράδικο. Έμαθε την τέχνη και έγινε ο ίδιος τσαγκάρης. Καλός τσαγκάρης.

Και πρόκοψε. Άνοιξε δική του βιοτεχνία υποδημάτων με υπαλλήλους. Οι δουλειές του πήγαιναν πολύ καλά. Έβγαζε πολλά λεφτά. Είχε γίνει ευκατάστατος. Κάποια μεγάλα καταστήματα στην Θεσσαλονίκη προμηθεύονταν παπούτσια από αυτόν. Ήταν καλής ποιότητας. Τον εμπιστεύονταν.

Τις Κυριακές ο Ευθύμης συνήθιζε να συχνάζει σε καφενείο. Και να παίζει και καμιά παρτίδα χαρτιά. Του άρεσε πολύ να παίζει χαρτιά. Στην αρχή έπαιζε μικροποσά, έτσι για να αποκτήσει περισσότερο ενδιαφέρον το παιχνίδι. Όμως σιγά σιγά άρχισαν τα ποσά να γίνονται μεγαλύτερα, για να είναι μεγαλύτερο και το ενδιαφέρον του παιχνιδιού.

Και το παιχνίδι άρχισε να γίνεται συχνότερο και μεγαλύτερης διάρκειας. Είχε μπλέξει με επαγγελματίες χαρτοπαίκτες, με πονηρούς κουμαρτζήδες. Και τελευταία έπαιζε χαρτιά κάθε βράδυ, μετά από την δουλειά του, σε υπόγεια χαρτοπαικτική λέσχη. Στο σπίτι του πήγαινε τα ξημερώματα. Ξενυχτούσε εκεί στην λέσχη, κάπου στην οδό Αποστόλου Παύλου στην Θεσσαλονίκη. Του είχε γίνει πάθος. Εκεί ξόδευε τα λεφτά του κάθε βράδυ. Διότι συνήθως έχανε.

Ήταν ακόμη ανύπαντρος. Έμενε με την μητέρα του, την θεία Θοδώρα. Το σπίτι τους ήταν στον συνοικισμό Ευαγγελιστρίας, λίγο πιο πάνω από το δικό μας. Κάποια πρωινά, πολύ νωρίς, έβλεπα από το παράθυρό μας την θεία Θοδώρα, αλαφιασμένη, να κατεβαίνει σχεδόν τρέχοντας τον κατήφορο προς την οδό Αποστόλου Παύλου. Άνοιγα το παράθυρο και ρωτούσα.

– Θεία, πού πας;

– Ο Ευθύμης δεν ήρθε πάλι το βράδυ στο σπίτι.

Και έκλαιγε. Πήγαινε να τον βρει. Να τον πάρει από την λέσχη.

Ο Ευθύμης τελικώς έχασε σχεδόν όλη του την περιουσία στα χαρτιά. Και φτώχυνε. Η μητέρα του τον πάντρεψε, σχεδόν με το ζόρι, για να συμμορφωθεί. Και έμενε πια με την γυναίκα του σε διαμέρισμα στην οδό Αποστόλου Παύλου, συντηρούμενος με μια μικρή σύνταξη.

Αργότερα η θεία Θοδώρα πέθανε από καρκίνο. Και ο ξάδερφός μου αρρώστησε από την καρδιά του. Χρειάστηκε να κάνει εγχείριση μπάι-πας. Από τα πρώτα μπάι-πας που είχαν γίνει στην Ελλάδα. Ξοδεύτηκαν πολλά λεφτά για την επέμβαση. Και ζούσε πια ως συνταξιούχος ήρεμα με την γυναίκα του στην οδό Αποστόλου Παύλου στην Θεσσαλονίκη. Τελικά πέθανε κι αυτός απ’ την καρδιά του. Δεν άντεξε. Του είχε μείνει και καημός απ’ τα χαρτιά.

Τώρα ζει ακόμη η γυναίκα του, χήρα, στο διαμέρισμά τους στην Θεσσαλονίκη, με την σύνταξη από τον άντρα της, τον ξάδερφό μου τον Ευθύμη, που είχε πολύ καλή καρδιά. Τον έφαγε όμως το κουμάρι.