Η ιστορία του Καραγκιόζη και η πολιτισμική σχέση του με την Ανατολή γενικότερα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ειδικότερα είναι γνωστή.

Γνωστές είναι και οι τέσσερεις φάσεις εξέλιξης του Θεάτρου Σκιών στην Ελλάδα: η οθωμανική με τον Κωνσταντινοπολίτη Κωνσταντίνο Μπράχαλη (μέσα 19ου αι.), η ηπειρώτικη με τον Λάκη Πρεβεζάνο (τέλη 19ου αι.), η πατρινή με τον Δημήτρη Σαρτούνη ή Μίμαρο (τέλη 19ου- αρχές 20ου αι., με τον εξελληνισμό του καραγκιόζη) και η αθηναϊκή ή αστική μετά το 1920 με τον Αντώνη Μόλλα (Μ. Χατζάκη, «Επτά Ημέρες Καθημερινή» 3/1/1999).

Σύμφωνα με τον Άρη Χατζηδάκη, το Θέατρο Σκιών υπήρχε στο Ηράκλειο από τα τέλη του 19ου αιώνα χάρη στους πλανόδιους ηθοποιούς, κυρίως αρμένικης καταγωγής, οι οποίοι τραγουδούσαν αραβικά άσματα και χόρευαν ανατολίτικους χορούς («Ελεύθερος Τύπος» 22/10/1952).

Αργότερα και συγκεκριμένα τη δεκαετία του 1910 δόθηκαν παραστάσεις του Καραγκιόζη στην πλατεία Πρίγκιπος (σημερινή πλατεία Ελευθερίας) στο καφενείο «Επτάλοφος» στις Τρεις Καμάρες. Παρά τα αρνητικά σχόλια του τοπικού Τύπου η γοητεία που ασκούσε ο Καραγκιόζης στους ζωηρούς νεαρούς  της εποχής, τα επονομαζόμενα «μορτάκια» (αλήτες της εποχής), ήταν μεγάλη καθώς τραγουδούσαν τα τραγούδια του μπερντέ («Νέα Εφημερίς» 28/8/ 1911).

Είναι φανερό ότι αυτό το είδος λαϊκού θεάματος τη δεκαετία του 1910 δεν ήταν ηθικά αποδεκτό από την «καλή κοινωνία» του Μεγάλου Κάστρου γι’ αυτό και απευθυνόταν στα λαϊκά στρώματα.

Το κλίμα άλλαξε στο τέλος της δεκαετίας του 1910 με τη συνδρομή του κουκλοθέατρου. Ο θίασος των πάνινων ηρώων, οποίος έχει τις ρίζες του στη Δύση και συγκεκριμένα στην ιταλική commedia buffa (αστεία κωμωδία με πρωταγωνιστές τον Αρλεκίνο και τον Πανταλόνε), ήρθε στην Ελλάδα μέσω των Επτανήσων.

Εδώ δημιουργήθηκαν οι πρωταγωνιστές,  Πασχάλης, Περικλής και Φασουλέτος. Έτσι, η παράσταση του κουκλοθέατρου με θέμα την κατάληψη της Ανδριανούπολης από τον ελληνικό στρατό τον Αύγουστο του 1920 είχε πολλά ευμενή σχόλια και εκτεταμένη διαφήμιση. «Την πτώσιν της Ανδριανούπολης παρέστησε ο Φασουλής.

Στα διαλείμματα το αρμονικόν γραμμόφωνον έτερπε τους θεατάς με τας τόσο επιτυχείς πλάκας του» («Νέα Εφημερίς» 19/7/1920). Η ενδιαφέρουσα πολιτική θεματολογία, η παρουσία του γραμμοφώνου και ο πατριωτικός ενθουσιασμός, βοήθησαν στην αποδοχή των πάνινων ηρώων. Ταυτόχρονα, η μουσική έδινε μια ευρωπαϊκή νότα πολιτισμού στο φιλοθεάμον αστικό κοινό, το οποίο διψούσε για ψυχαγωγία και ήθελε να καταπολεμήσει την πλήξη της επαρχιακής ζωής.

Ο Καραγκιόζης θα καταξιωθεί σε ολόκληρη την Ελλάδα λίγο αργότερα, τη δεκαετία του 1920,  χάρη στον καραγκιοζοπαίκτη Αντώνη Μόλλα, ο οποίος αναβάθμισε το Θέατρο Σκιών σε θεατρικό είδος ισάξιο με τα άλλα είδη. Δεν είναι τυχαία τα διθυραμβικά σχόλια για τον διάσημο καραγκιοζοπαίκτη στον τοπικό Τύπο όταν επισκέφθηκε με τον θίασό του το Ηράκλειο το 1929 και έδωσε δυο παραστάσεις στο θέατρο Πουλακάκη με τίτλους, «Ο Καραγκιόζης ναύαρχος» και «Οι Γάμοι του Καραγκιόζη» («Ανόρθωσις» 7/12/1929, 8/12/1929).

* Ο Αγησίλαος Κ.  Αλιγιζάκης είναι  ιατρός ορθοπεδικός  και πολιτισμολόγος