Του Αιμίλιου Ψαθά

Δίπλα στο σπίτι μας στην Θεσσαλονίκη έμενε ο κυρ  Αντώνης, χήρος, παλιός καπετάνιος. Καπετάνιο τον φώναζαν όλοι στην γειτονιά. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από τρία χρόνια και ζούσε μόνος. Πάντοτε φορούσε καπέλο καπετάνιου της παλιάς εποχής. Το είχε περηφάνια του. Και συχνά έψαλλε τροπάρια από μια παλιά σύνοψη που φύλαγε. Τον άκουγα όποτε περνούσα έξω από το σπίτι του. Ήταν θρήσκος άνθρωπος. Παιδιά δεν είχε, αλλά είχε άλλους συγγενείς. Είχε ανίψια, ένα από τα οποία, ο Αντώνης, ήταν το πιο αγαπητό του, επειδή είχε το όνομά του.  Ανάμεσα στους συγγενείς κυκλοφορούσε η πληροφορία ότι ο Καπετάνιος είχε πολλά λεφτά. Ότι στο σπίτι του είχε κάπου κρυμμένο ένα γερό κομπόδεμα, πολλές χρυσές τούρκικες λίρες, που ένας μπατζανάκης του, πεθαμένος πριν από χρόνια, ορκιζόταν ότι τις είχε δει.Αρρώστησε ο Καπετάνιος, γέρος ήτανε, και τελικά πέθανε. Αν τώρα οι συγγενείς του λυπήθηκαν με τον θάνατό του ή όχι, εγώ δεν μπορώ να το βεβαιώσω. Πάντως κάποιες γυναίκες συγγενείς του τις άκουσα να κλαίνε πάνω από το φέρετρό του. Ανάμεσα στις γυναίκες που έκλαιγαν ήταν και ο αγαπημένος ανεψιός, ο Αντώνης, δεκαεφτά χρονών τότε. Πήγε από τους πρώτους εκείνο το πρωί , όταν φέρανε από το νοσοκομείο τον θείο του πεθαμένο, μην προλάβουν οι άλλοι. Αυτός όμως δεν έκλαιγε, αλλά έψαχνε. Έψαχνε σε όλα τα συρτάρια, στις ντουλάπες ανάμεσα στα ρούχα, στο υπόγειο, στο πατάρι… αλλά κρυμμένο κομπόδεμα δεν έβρισκε πουθενά.

– Πού τα έχει ο ρουφιάνος κρυμμένα τα λεφτά;  μουρμούριζε νευριασμένος.

– Ντροπή, Αντώνη! Πεθαμένος άνθρωπος… Μη λες τέτοια λόγια, τον μάλωσε η μητέρα του.

Μετά από λίγο πήραν μέρος στο ψάξιμο και  άλλοι υπό τα κλάματα των γυναικών. Άλλοι έκλαιγαν και άλλοι έψαχναν.  Και συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Όμως το ψάξιμο βγήκε άκαρπο. Κομπόδεμα δεν βρέθηκε πουθενά. Και από μερικούς συγγενείς ακούστηκε το σχόλιο «Αχαΐρευτος ήταν. Τα έφαγε όλα…» Όμως οι περισσότεροι εξακολουθούσαν ακόμη να πιστεύουν ότι κομπόδεμα υπήρχε, αλλά ο μακαρίτης το είχε κρύψει κάπου καλά και γι’ αυτό δεν κατόρθωσαν να το βρουν. Και όταν το βράδυ πλάγιαζαν στο σπίτι τους να κοιμηθούν, σκέφτονταν πού έπρεπε την επομένη να πάνε να ψάξουν, ποιο πιθανό μέρος του σπιτιού του μακαρίτη έμενε ακόμη άψαχτο, και ύπνος δεν τους έπιανε. Είχανε ξεπατώσει ακόμη και τέσσερα πλακάκια σε ένα μέρος της κουζίνας, που είχανε κάπως αλλιώτικο χρώμα και φαίνονταν αλλαγμένα.

Τελικά πάντως όλοι το χώνεψαν ότι η μόνη κληρονομιά που ο Καπετάνιος τούς είχε αφήσει ήταν το σπίτι. Όχι λεφτά. Ένα σπίτι άνω κάτω από τα ψαξίματα. Ακόμη και τους τοίχους είχαν σκάψει σε μερικά σημεία. Όμως τώρα δεν συμφωνούσαν ποιος έπρεπε να το κληρονομήσει. Μάλωναν μεταξύ τους οι συγγενείς. Και πλήρωσαν και δικηγόρο να τους λύσει τις διαφορές. Το πρόβλημα αποδείχτηκε άλυτο ακόμη και με τον δικηγόρο. Και αποφάσισαν να πουλήσουν το σπίτι. Και οι κληρονόμοι μοιράστηκαν τα λεφτά αναλόγως. Αλλά και πάλι μερικοί έμειναν δυσαρεστημένοι. Έλεγαν ότι αδικήθηκαν. Και  οι συγγενείς μάλωναν πάλι μεταξύ τους.

Στο ετήσιο μνημόσυνο κάποιοι συγγενείς, γυναίκες, έκλαιγαν.

Συγχωρεμένε Καπετάνιε… Τι υποκρισία!