Δύο χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936, έλαβε χώρα το κίνημα της 29ης Ιουλίου 1938 στα Χανιά.

Μέλη της “επαναστατικής επιτροπής”, όπως ονομαζόταν, ήταν ο Αριστομ. Μητσοτάκης, Μανούσος Βολουδάκης, Ιωάννης Μουντάκης, Ιωάννης Παΐζης και ο Στρατηγός Μάντακας. Μέλη της ήταν, επίσης, ο Διονύσιος Μάντακας και ο δικηγόρος Εμμ. Μπακλατζής.

Συνέπραττε, επίσης, η “Φιλική Εταιρεία Χανίων” του Κ.Κ.Ε., με στελέχη τον Σταύρο Παπαδοκωνσταντάκη, τον δικηγόρο Βαγγέλη Χατζηαγγελή και τους αντιπροσώπους της Κ.Ο. του Κ.Κ.Ε. Μάρκο Βαφειάδη και Βαγγέλη Κτιστάκη.

Η συνάντηση των κινηματιών έγινε στο ιατρείο του Δημάρχου Ιωάννη Μουντάκη. Στις 2:00 το πρωί της 29ης Ιουλίου, οι κινηματίες κατέλαβαν το Τηλεγραφείο, τη Γενική Διοίκηση Κρήτης, τη Διοίκηση Χωροφυλακής και τα αστυνομικά τμήματα.

Ταυτοχρόνως, η “Επαναστατική Επιτροπή” έστειλε, διά του σταθμού Ασυρμάτου Χανίων, διάγγελμα προς τον βασιλιά Γεώργιο, τις Ένοπλες Δυνάμεις και τον ελληνικό λαό.

Οι ηγέτες του κινήματος των Χανίων το 1938
Οι ηγέτες του κινήματος των Χανίων

Από το βασιλιά ζητούσαν “την άμεσον απομάκρυνσιν της τυρρανικής Κυβερνήσεως Μεταξά”, τον σχηματισμό “Κυβερνήσεως Εθνικής Σωτηρίας εκ των αρίστων Ελλήνων, αδιακρίτως πολιτικών παρατάξεων”. Ο σκοπός είναι “προς αντιμετώπισιν των αμεσοτάτων εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων που αντιμετωπίζει η χώρα”.

 

Στις 11:00 το πρωί δημιουργήθηκε λαϊκή συγκέντρωση ενόπλων στην πλατεία Συντριβανίου. Η συγκέντρωση ήταν επιτυχής, αλλά ο Αριστομ. Μητσοτάκης ομολογεί στο πλήθος ότι στην υπόλοιπη Κρήτη δεν υπάρχει παρόμοια κινητοποίηση. Κι αυτό, γιατί δεν υπήρχε συντονισμός από την Επιτροπή με τους άλλους Νομούς για κινητοποίηση των βενιζελικών, αντικαθεστωτικών παραγόντων.

Η ομολογία, δημοσίως, αποθάρρυνε το πλήθος των συγκεντρωμένων.

Στις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής ήταν και η σύλληψη του Γενικού Διοικητή Κρήτης, Μπότη (Παναγιώτη) Σφακιανάκη, πρώην στρατιωτικού και πρώην στελέχους του Κόμματος των Φιλελευθέρων, ως εκ τούτου μετριοπαθούς στελέχους, που είχε δεχτεί την τοποθέτησή του. Το ίδιο είχαν πράξει και άλλα βενιζελικά στοιχεία, ο Δήμαρχος Ηρακλείου Μηνάς Γεωργιάδης, ο Ανδρέας Μάρκελλος, Νομάρχης, και ο Ιωάννης Μουρέλος, Περιφερειακός Διοικητής.

Στρατηγός Μάντακας
Ο πρόεδρος της Φιλικής Εταιρείας Χανίων Στ. Παπαδοκωνσταντάκης

Τα μέτρα φύλαξης του Σφακιανάκη από τους επαναστάτες ήταν χαλαρά. Τον κρατούσαν στο σπίτι του. Μάλιστα, “του άφησαν και το τηλέφωνο να τηλεφωνήσει στους φίλους του στα Χανιά, στην Αθήνα, στο Ηράκλειο, πως χαίρει άκρας υγείας και να μην ανησυχούν” (Χατζηαγγελής, 22). Ως εκ τούτου, κινητοποίησε τις αστυνομικές και στρατιωτικές Αρχές, που άρχισαν να αφοπλίζουν το πλήθος και να κάνουν συλλήψεις. Η χωροφυλακή συνέλαβε ανυποψίαστο τον Διονύση Μάντακα, ανηψιό του Στρατηγού, τον οποίο απελευθέρωσαν Λακκιώτες.

Οι αρχηγοί του κινήματος διασκορπίσθηκαν, κατέφυγαν στα Σφακιά και το Κίνημα κατέρρευσε εν τη γενέσει του.

Ο Μπότης Σφακιανάκης διαβεβαίωνε την Κυβέρνηση ότι “οι στασιασταί διελύθησαν” και το Υπουργείο προπαγάνδας “διέταξε εν τω άμα την αποστολήν ισχυράς στρατιωτικής, ναυτικής και αεροπορικής δυνάμεως”.

Διατάχθηκε και αναχώρησε για την Κρήτη ένα αντιτορπιλικό, επιτάχθηκε το επιβατικό “Πολικός” και επιβιβάσθηκε διλοχία πεζικού και χωροφύλακες. Στη Μήλο κατέπλευσε ο στόλος αντιτορπιλικών, με σμήνος υδροπλάνων και προετοιμάσθηκε ολόκληρη Μεραρχία. Η χωροφυλακή άρχισε να αφοπλίζει εκατοντάδες πολίτες.

Εν συνεχεία, με έκτακτο Στρατοδικείο, από 17 Αυγούστου ως τις 2 Σεπτεμβρίου, καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο οι πρωταίτιοι και σε 120 επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης και φυλάκισης. Ερήμην σε θάνατο, οι Μητσοτάκης, Μουντάκης, Βολουδάκης, Εμμ. Μπαλτατζής και Μάντακας, ερήμην σε ισόβια, και σε 20 χρόνια ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής.

Βέβαια, ο Μεταξάς, κατά τον Σπ. Λιναρδάτο, “δεν τολμούσε να τραβήξει το σκοινί … οργάνωσε μαζί με Άγγλους τη διαφυγή των αρχηγών του κινήματος στο εξωτερικό” (Λιναρδάτος, 346).

Στις 20 Οκτωβρίου διέφυγαν στα Δωδεκάνησα και από ‘κεί στην Κύπρο, αφού νωρίτερα, ευρισκόμενοι στο νησί, ο Βολουδάκης είχε έρθει σε επαφή με τους άλλους φυγόδικους. Έτσι, “όλοι είναι σύμφωνοι να φύγουν” για την Αίγυπτο.

“Στην υπόθεση είχαν αναμειχθεί και Άγγλοι πράκτορες και το Προξενείο Ηρακλείου. Το καΐκι το είχε βρει και το είχε πληρώσει ο Εμμαν. Μπαντουβάς’’ (Λιναρδάτος, 336), ο μετέπειτα Αρχηγός της Αντίστασης στην Κατοχή.

Σαφώς, ο Μεταξάς και οι Άγγλοι έκαναν το παν, για να φύγουν οι καταδικασμένοι αρχηγοί του κινήματος, φοβούμενοι μια γενική εξέγερση, για το λόγο ότι οι καταδικασμένοι σε θάνατο έπρεπε να εκτελεσθούν. Οι κινηματίες, μετά από ένα επιπόλαιο κίνημα, διεφώνησαν μεν μεταξύ τους, στο τέλος συμφωνήσανε. Για όλους, η φυγή τους στην Αίγυπτο ήταν “μια έντιμη λύση”. Μια φυγή άκρως περιπετειώδης και ενδιαφέρουσα και η συμμετοχή και ο ρόλος του Μπαντουβά, όπως μας τον είχε αφηγηθεί στα Απομνημονεύματά του, καθοριστικός, μια ολόκληρη ιστορική, μνημειώδης αφήγηση.

Κατά τον καπετάν Μπαντουβά, αφού αναφέρεται αναλυτικά στα γεγονότα του κινήματος, αφηγείται ότι “ετότες μ’ εύρενε ο Μηνάς Γεωργιάδης, Δήμαρχος, και μου λέει το μυστικό και μου λέει:

“-Θα πας στην Αθήνα, θα βρεις το (γ)Κοτζιά, θα σε παρουσιάσει στον Πρόεδρο” (Σανουδάκης- Μπαντουβάς, 57), που ήταν ο Κοτζιάς, Δήμαρχος στην Αθήνα και Υπουργός του Μεταξά. Πράγματι, συναντά τον Κοτζιά και μαζί πηγαίνουν στον Μεταξά και γίνονται οι συστάσεις: “Κύριε πρόεδρε, από ‘δω είναι φίλο’ μας, πρόεδρος των κτηνοτρόφων τση Κρήτης, μεγάλος παράγων και θέλει να σου μιλήσει”.

Γίνεται συζήτηση και ο Μπαντουβάς προτείνει “να πάμ’ εμείς να πιέσωμε τσ’ επαναστάτες να φύγουνε”. Ο Μεταξάς του προτείνει να επιστρέψει στην Κρήτη και να κάνει την πρόταση στους κινηματίες. Πράγματι, επιστρέφει, τους συναντά και δηλώνουν πως επιθυμούν να φύγουν για την Αίγυπτο. Ενημερώνει τον Μεταξά ότι ζητούν και κάποια χρήματα για τις ανάγκες τους, δέκα χιλιάδες ο καθένας, και ότι είχε πληρώσει ένα καΐκι με ογδόντα χιλιάδες δραχμές, όπως βεβαιώνει ο Σπ. Λιναρδάτος. Ο Μεταξάς του απαντά ότι “πήγαινε και θα ειδοποιηθείς να ξανάρθεις”.

Εκείνες τις μέρες, ο Μάρκελλος, ο Νομάρχης Ηρακλείου, είχε αντικαταστήσει το Διοικητή Κρήτης, Σφακιανάκη, και ο οποίος τον ενημέρωσε ότι από την “Παλιόχωρα θα πάρεις το Μάντακα, από τη(ν) Τρυπητή θα πάρεις το Μπακλατζή μ’ άλλον ένα και απού τσι Κομιτάδες θα πάρεις όλους τσ’ άλλους”.

Από τον Μάρκελλο ζητά και παίρνει επιστολή, ειδικά για την αποστολή και την επιχείρηση της κρυφής φυγάδευσης. Στο Ηράκλειο ναυλώνει το καΐκι από τον Κώστα Ξανθουδάκη και βγάζει άδεια από το Τελωνείο ότι θα πάρει από τα Σφακιά ζώα ή ξύλα. Στο καΐκι επιβαίνει μόνος ο Μπαντουβάς, φτάνει στην Παλιόχωρα, αλλά ο Μάντακας δεν παρουσιάσθηκε. Προτίμησε την παρανομία, να είναι φυγόδικος, διαφωνώντας με τους υπόλοιπους.

Στην Τρυπητή παραλαμβάνει τον Μπακλατζή, μαζί με κάποιον άλλο. Πηγαίνοντας για τις Κομιτάδες, μια ατμάκατος τους συναντά στη Χώρα Σφακίων, με διοικητή τον Μαλιντρέτο, με οκτώ χωροφύλακες. Δείχνει την επιστολή στον Μαλιντρέτο, συνεχίζει στις Κομιτάδες, από όπου πήρε άλλους δυο και μαζί με τον γνωστό του Σφακιανό, Κατσιά, ανεβαίνουν με μουλάρια στην Ίμπρο. “Εκειά βρήκαμε Μουντάκη, Μητσοτάκη, δυο Μητσοτάκηδες, το Βολούδη” (Σανουδάκης-Μπαντουβάς, 62).

Επιστρέφοντας στο καΐκι, οι κινηματίες τού ζητούν, για ασφάλεια, να ταξιδέψει μαζί τους, με την επιστολή. Ο καπετάνιος του καϊκιού τούς πληροφορεί ότι το καΐκι δεν μπορεί, λόγω άμμου, να μπει στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, ως εκ τούτου, αλλάζουν πορεία και κατευθύνονται για την Κύπρο, ενώ ο Μπαντουβάς θα τους συναντήσει στο Γαϊδουρονήσι (Χρυσή). Ο σκοπός της συνάντησης εκεί ήταν να μην εκπέμψει ο εκεί ασύρματος και φανερωθεί η παρουσία των κινηματιών, από δυο ναύτες που ήταν βενιζελικοί, στο φυλάκιο. Έτσι, οι επαναστάτες έφυγαν “με το καΐκι για τη (γ)Κύπρο και μετά, άμα φύγαν οι επαναστάτες και ανοίξανε πανιά και μηχανή έφυγα εγώ και πήγα στη Γεράπετρο και οι επαναστάτες εφτάξανε στη (γ)Κύπρο’’ (Σανουδάκης- Μπαντουβάς, 65).

Ο πρόεδρος της Φιλικής Εταιρείας Χανίων Στ. Παπαδοκωνσταντάκης

Εκείνοι που διέφυγαν, συγκεκριμένα ήταν ο Αριστ. Μητσοτάκης, Ι. Μουντάκης, Μαν. Βολουδάκης, Εμμ. Μπακλατζής, Σταύρος Παπαδοκωνσταντάκης, Ρούσσος Τσιγκουνάκης, Γ. Σιμιτόπουλος, Ηρ. Μπριλάκης, Εμμ. Κοτζαμπάσης, Βαγγ. Χατζηαγγελής και Στυλιανουδάκης.

Επιστρέφοντας στο Ηράκλειο ο Μπαντουβάς, ο εισαγγελέας Βελίδης τον καλεί με χωροφύλακα και τον πληροφορεί ότι “εδώ έχεις μια (γ)κατηγορία εσχάτη προδοσία”, διότι φυγάδευσε τους κινηματίες.

Ο Μπαντουβάς αναγκάζεται να δείξει την επιστολή στον εισαγγελέα, χρησιμοποιώντας βαριές φράσεις για την επιμονή του εισαγγελέα.

Εν τέλει, η Κυβέρνηση “ήπρεπε να βρει κάποιο υπεύθυνο. Και επιάσανε τον Μάρκελλο ότι ήκαμε τη μανούβρα αυτή και όχι η κυβέρνηση και ο Μάρκελλος απομονώθηκε πλια, τον εβγάλανε από Γενικό Διοικητή” (Σανουδάκης-Μπαντουβάς 67) και επανέφεραν τον Σφακιανάκη.

Το καθεστώς γιόρτασε την επέτειο της 4ης Αυγούστου, πανηγυρικώς, σε όλη την Κρήτη. Σκλήρυνε τη στάση του σε όλο το νησί, έγιναν έρευνες από τη Χωροφυλακή και πολλά όπλα του λαού κατασχέθηκαν. Ως εκ τούτου, τρία χρόνια αργότερα, ο Χίτλερ “ξαρμάτωτη την ήβρηκε”, την Κρήτη, κατά την κρίσιμη Μάχη της Κρήτης.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

1.Βαγγέλης Χατζηαγγελής, “Το αντιδικτατορικό Κίνημα Κρήτης”, Χανιά 1986

2.Μάρκος Βαφειάδης, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Δίφρος, τ. Α΄, Αθήνα

3.Σπύρος Λιναρδάτος, “4η Αυγούστου”, Θεμέλιο, 1988

4.Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο

5.Αντώνης Σανουδάκης, καπετάν Μπαντουβά απομνημονεύματα, εκδ. Κνωσός, Αθήνα 1979

 

*Ο Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος είναι επίτ. καθηγητής Ιστορίας, συγγραφέας