Το  Ίνσμπρουκ είναι  μικρή και βατή πόλη, με τον παλιό ιστορικό τομέα  της λίγα μόλις λεπτά από το σιδηροδρομικό σταθμό και με τα θρυλικά σκουρόχρωμα βουνά να πλημμυρίζουν το οπτικό μας πεδίο, ακριβώς μπροστά μας. Ένας σημαντικός συγκοινωνιακός κόμβος, ζηλευτός τουριστικός προορισμός και εγνωσμένης αξίας ακαδημαϊκό και πολιτιστικό κέντρο της Δυτικής Αυστρίας. Πάνω από διακόσιες χιλιάδες κάτοικοι ζουν και δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στα σπλάχνα του, από τους οποίους οι τριάντα και πλέον είναι  οι φοιτητές του. Η ιστορία του Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ χρονολογείται από το έτος 1562, όταν κατασκευάστηκε ένα γυμνάσιο Ιησουιτών που αποτέλεσε τη βάση γι’ αυτό το ακαδημαϊκό ίδρυμα, το οποίο ιδρύθηκε επίσημα από τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο Α’, στις 15 Οκτωβρίου 1669. Ετούτης της περιοχής, που όλα γύρω μιλούν για την κληρονομιά του Ίνσμπρουκ ως ένδοξης αυτοκρατορικής πόλης.

Το σκηνικό του Ίνσμπρουκ, μπαίνοντας στο εσωτερικό του,  είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Απόκρημνοι γρανιτένιοι βράχοι των βουνών υψώνονται πάνω από την πολύχρωμη πόλη, όχι με επιβλητικό, αλλά με μαλακό και φιλόξενο τρόπο. Η εξερεύνηση αποδεικνύεται εκμαυλιστική, αναγκαστικά. Ίσως η γενικότερη αρχιτεκτονική της να προσομοιάζει λίγο εκείνης της Πράγας, με ρομαντικά και περίπλοκα μπαρόκ και γοτθικά κτίρια, αλλά προσδίδοντας μια κάπως διαφορετική ζωηρή λάμψη. Ένα πολύχρωμο καλειδοσκόπιο από πράσινο χρώμα, αλλού τριανταφυλλί,  πορτοκαλί, αποχρώσεις του κίτρινου και κρεμ, όπως δείχνουν πολλά σπίτια κατά μήκος του ποταμού Ινν. Ένα όμορφο θέαμα, από μόνο του, αν και λιγότερο ιστορικό.

Το κενοτάφιο του Μαξιμιλιανού στο Ίνσμπρουκ
Οι συγκεκριμένες αποχρώσεις καταφέρνουν να συνδυάζονται και να ενώνονται  σε έναν πετυχημένο τύπο αυστριακής αρμονίας. Το σκηνικό θελκτικό και φυσικά ενθουσιώδης στόχος των φωτογραφικών μηχανών. Κάτω χαμηλά να κυλούν τα νερά του ποταμού Ινν, στη μέση τα πολύχρωμα σπίτια, και πάνω απ’ αυτά, οι μαγευτικές χιονισμένες κορυφές των Τυρολέζικων Άλπεων με τα χιονοδρομικά κέντρα τα οποία αναμένουν τους φανατικούς σκιέρ.

Στο επίκεντρο όλων των σαγηνευτικών και ελκυστικών κτιρίων της παλιάς πόλης, βρίσκεται η ‘Χρυσή Στέγη’ ή  Γκόλντενες Νταχλ, το κερασάκι στην  παγωμένη τούρτα που είναι το ίδιο το Ίνσμπρουκ. Στην πραγματικότητα είναι ένα  παράθυρο που προεξέχει του κάθετου επιπέδου της πρόσοψης του κτιρίου και το οποίο προστέθηκε το 1500 από τον Μαξιμιλιανό Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην παλιά κατοικία του Φρειδερίκου Γ’, αλλά επικαλυμμένο με 2.657 επίχρυσα χάλκινα πλακίδια. Αποτελούσε, επιπλέον, το αγαπημένο μέρος  όπου καθόταν για ώρες ο μεγάλος αυτοκράτορας για να παρακολουθεί από ψηλά τους κατοίκους του Ίνσμπρουκ στις διάφορες καθημερινές τους δραστηριότητες, στην πόλη που αγαπούσε, χωρίς να αποτελέσει ποτέ επίσημα την πρωτεύουσα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ο Μαξιμιλιανός Α΄, δεν περιορίστηκε ούτε περιφερόταν πολύ χρόνο χρονοτριβώντας στο εσωτερικό παλατιών και μεγαλεπήβολων κτιρίων, γιατί ταξίδευε, συνήθως, σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του. Όμως ο πλανόδιος αυτοκράτορας πέρασε περισσότερο χρόνο στο Ίνσμπρουκ από οποιαδήποτε άλλη πόλη. Κάτω από το βλέμμα του, κάτω από εκείνη τη Χρυσή Στέγη, η πόλη ήκμασε και ευημερούσε. Το κιγκλίδωμα του δευτέρου ορόφου, είναι διακοσμημένο με ανάγλυφα, στο ένα από τα οποία απεικονίζεται ο Μαξιμιλιανός μαζί με τις δύο συζύγους του. Πρόκειται για την Μαρία της Βουργουνδίας και την Μπιάνκα-Μαρία Σφόρτσα. Όσοι φτάνουν έως εδώ, φυσικά επισκέπτονται και το μουσείο που είναι αφιερωμένο στον Μαξιμιλιανό.

Προς το τέλος της ζωής του, το 1519, ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Α΄ είχε δείξει περίεργη, ομολογουμένως, εμμονή με την έννοια του θανάτου. Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του, όποτε ταξίδευε, κουβαλούσε μαζί και το φέρετρό του και άφηνε συγκεκριμένες και αλλόκοτες οδηγίες στους υποτακτικούς του για τον χειρισμό ή μερικό ακρωτηριασμό του σώματός του όταν θα πέθαινε και κυρίως για  ‘δημόσια’ επίδειξή του, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό το φθαρτό κάθε πρόσκαιρου γήινου μεγαλείου.

Το κενοτάφιο του Μαξιμιλιανού στο Ίνσμπρουκ

Επιθυμούσε επίσης να ταφεί στο παρεκκλήσι του κάστρου στην πόλη  Βίνερ Νόιστατ, της Κάτω Αυστρίας. Οραματίστηκε έναν μεγαλοπρεπή τάφο, περιτριγυρισμένο από είκοσι οκτώ αγάλματα, σε φυσικό μέγεθος, των προγόνων του, πραγματικών και μυθικών, που θα πλαισίωναν τον τάφο του σε μια εικονική νεκρική πομπή. Οι εργασίες για τις εν λόγω φιγούρες ξεκίνησαν το 1502, αλλά μέχρι το 1519 είχαν ολοκληρωθεί μόνο έντεκα. Παρ’ όλα αυτά, η χύτευση και η σμίλευση συνεχίστηκε, χρηματοδοτούμενη από τον γιο του Μαξιμιλιανού, Κάρολο Ε’ και τον έγγονό του, Φερδινάνδο Α’.

Κατά τις επόμενες δεκαετίες, προστέθηκαν περισσότερες μαύρες μορφές στη σειρά, με την τελευταία να ολοκληρώνεται το 1555. Καθώς προχωρούσαν οι εργασίες, έγινε φανερό ότι όλα αυτά δεν θα χωρούσαν στον μικρό, προσωρινό χώρο στη Βίνερ Νόιστατ, οπότε ο Φερδινάνδος Α’ άρχισε να χτίζει έναν νέο τάφο και ένα μοναστήρι για τον παππού του, στο Ίνσμπρουκ. Το γοτθικό κτίριο που ολοκληρώθηκε το 1553, ονομάστηκε Χόφκιρχε  (Hofkirche), ή  Εκκλησία της Αυλής, μια δομή η οποία τελικά εξοπλίστηκε με ένα τεράστιο μαρμάρινο μαυσωλείο διακοσμημένο με βασιλικό πλούτο. Τα ολοκληρωμένα αγάλματα παρατάσσονται στο κέντρο του χώρου αυτού, σφυρηλατημένα από μαύρο μπρούντζο.

Γνωστά πλέον ως ‘μαύροι άνδρες’, παρ’ όλο που περιλαμβάνουν αρκετές γυναίκες, στα γνωστά πρόσωπα παρατάσσονται από διάσημοι δούκες και δούκισσες, μέχρι αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, βασίλισσες, ακόμη και μυθικοί ήρωες, όπως ο βασιλιάς Αρθούρος. Αρκετά φυσικά θεωρούνται, και τώρα,  ζηλευτά αριστουργήματα γλυπτικής και μεταλλοτεχνίας. Δυστυχώς, όλοι αυτοί είναι καταραμένοι να παρακολουθούν εσαεί έναν άδειο τάφο!

Παρά την πολυτέλεια και τη μεγαλοπρέπεια της εκκλησίας, τα λείψανα του Μαξιμιλιανού δεν μεταφέρθηκαν ποτέ σε αυτόν τον ιερό τόπο και παραμένουν στον μικρό, γραφικό αρχικό τόπο ανάπαυσής τους, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακρυά από εδώ! Ένα όμορφο πρόσωπο κάποια στιγμή θα γεράσει και ένα τέλειο σώμα θα αλλάξει, λέει ο επιτετραμμένος με τη φύλαξη του κενοταφίου εδώ, αλλά μια όμορφη ψυχή θα είναι πάντα μια όμορφη ψυχή και έτσι θα παραμείνει, ως μια καλή ανάμνηση. Αλλά φυσικά αρκεί ένας τάφος, κενός στην πραγματικότητα, γι’ αυτόν που δεν του έφτασε ολόκληρη η αυτοκρατορία του!

«Να μετανιώνεις για το παρελθόν, να δυσφορείς για το παρόν, να φοβάσαι για το μέλλον. Αυτή είναι η ζωή», έγραφε κάποτε ο Ελληνοϊταλός ποιητής Ούγκο Φώσκολο (1778-1827). Γεννημένος, εκείνος, στην βενετοκρατούμενη, τότε, Ζάκυνθο από Ελληνίδα μητέρα και Βενετσιάνο πατέρα, έφυγε  μετά τον θάνατο του πατέρα του σε ηλικία δέκα ετών και ποτέ δεν ξαναγύρισε στα πάτρια εδάφη, κάτι όμως που πάντοτε ονειρευόταν και επιθυμούσε.

Κι’ όταν πια κατάλαβε ότι η ζωή του τελειώνει, εξέφρασε κι’ αυτός την επιθυμία  να ενταφιαστεί στον γενέθλιο τόπο,  η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, προφανώς γιατί  δεν δημοσίευσε ούτε ένα έργο στη μητρική γλώσσα, οπότε οι Έλληνες αδιαφόρησαν και τα οστά του μεταφέρθηκαν από την Αγγλία, όπου πέθανε το 1827, στην Ιταλία και αναπαύονται δίπλα από το κενοτάφιο του Δάντη, στη Φλωρεντία!