Στην ήπειρό μας έγιναν τον προηγούμενο αιώνα δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, οι οποίε στοίχισαν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων και προκάλεσαν τεράστιες υλικές καταστροφές.

Μετά το τέλος λοιπόν του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, οι νικήτριες δυνάμεις, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία, προχώρησαν στι διαχωρισμό των χωρών της Ευρώπης, που άλλες μεν υπήχθησαν στο δυτικό στρατόπεδο και άλλες στο ανατολικό μπλοκ.

Κατά το μοίρασμα ουσιαστικά των χωρών της Ευρώπης, προχώρησαν στο διαμελισμό της Γερμανίας σε δύο κράτη, τη Δυτική και την Ανατολική Γερμανία, με κυρίαρχο στόχο να αποφευχθεί και ένα τρίτο παγκόσμιο πολεμικό επεισόδιο και η μεν δυτική Γερμανία ήταν ένα ανεξάρτητο κράτος, η δε Ανατολική ανήκε στη σφαίρα της Σοβιετικής Ενωσης.

Η Δυτική Γερμανία λοιπόν αν και ήταν ρημαγμένη οικονομικά μετά τη λήξη τοι δευτέρου παγκοσμίου πολέμου παρουσίασε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, η οποία προφανώς δεν οφειλόταν στην εργατικότητα του γερμανικού λαού, γιατί κανείς δεν πλούτισε ποτέ από την εργασία του, αλλά μόνο όταν μπόρεσε, να εκμεταλλευθεί κάποιους άλλους, αφού όπως λέει και ο λαός μας, “δούλεψε να φας και κλέψε να ‘χεις”. Έτσι λοιπόν η Γερμανία με τα κατοχικά δάνεια που πήρε (σε χρυσό) από τις χώρες τις οποίες είχε καταλάβει κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τα οποία ουδέποτε επέστρεψε, πλούτισε και έγινε οικονομικά παντοδύναμη, με αποτέλεσμα να έχομε σήμερα μια γερμανική Ευρώπη.

Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι για την ανοικοδόμησή της χρειάστηκε εργατικό δυναμικό και έτσι δέχτηκε χιλιάδες εργάτες από άλλα κράτη και μάλιστα και από τις χώρες που είχε καταλάβει με τη βία και τους οποίους πλήρωνε με τα χρήματα, που είχε πάρει δανεικά και αγύριστα από τις ίδιες τις χώρες τους.

Η Γερμανία λοιπόν απέκτησε τεράστια οικονομική εξουσία, που η συζήτηση που γίνεται αυτή τη χρονική περίοδο, για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, δε γίνεται μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας ή των ευρωπαϊκών χωρών της ευρωζώνης, αλλά μεταξύ του Δ.Ν.Τ και της Γερμανίας.

Έτσι λοιπόν η Γερμανία κατάφερε, σε συνεργασία και με άλλες χώρες της βόρειας Ευρώπης, να επιβάλλει τους δικούς της κανόνες λειτουργίας της ευρωζώνης, οι οποίοι παρείχαν τη δυνατότητα στις χώρες της βόρειας Ευρώπης και ιδιαίτερα στη Γεραμνία να δανείζονται με πολύ χαμηλά έως και αρνητικά επιτόκια, ενώ οι χώρες της νότιας Ευρώπης να δανείζονται με πολύ υψηλά επιτόκια.

Με τον τρόπο αυτό λοιπόν μεταφερόταν πλούτος από τις χώρες της νότιας Ευρώπης στις χώρες του βορρά, με αποτέλεσμα να πλουτίζουν οι χώρες της βόρειας Ευρώπης σε βάρος των χωρών του νότου. Έτσι λοιπόν η Γερμανία δημιούργησε πολύ μεγάλα πλεονάσματα και οι χώρες του νότου αντίθετα πολύ μεγάλα ελλείμματα. Με την αύξηση λοιπόν του δημοσίου χρέους που είχαν οι χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως η χώρα μας, η Πορτογαλία και η Κύπρος, επιβλήθηκαν μνημόνια με τα γνωστά αποτελέσμα σε βάρος τους.

Όσο όμως το πρόβλημα υπήρχε σε μικρότερες χώρες, μπορούσαν να ασκούν πιέσεις και να επιβάλλουν τις θέσεις τους. Πρόσφατα όμως το πρόβλημα εμφανίστηκε και στην Ιταλία η οποία είναι η τρίτη οικονομική δύναμη της ευρωζώνης και πιθανότατα να ακολουθήσει σύντομα και η Ισπανία.  Εδώ λοιπόν τα πράγματα θα δυσκολέψουν πολύ περισσότερο, με αποτέλεσμα η Ευρωπαϊκή Ένωση να υποχρεωθεί, ή να αλλάξει συμπεριφορά και να βλέπει όλες τις χώρες με το ίδιο μάτι, ή θα υποστεί τέτοιους κραδασμούς, που μπορεί ακόμη και να κινδυνέψει η συνοχή της.

Ας το έχουν λοιπόν υπόψη τους οι ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να πάρουν εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα, γιατί το καζάνι βράζει και είναι έτοιμο να εκραγεί και αν συμβεί αυτό οι συνέπειές του θα είναι τεράστιες.

Τέλος, η Γερμανία πρέπει να μάθει πρώτα να είναι συνεπής προς τις άλλες χώρες, όπως είναι η επιστροφή των κατοχικών δανείων και η καταβολή των αποζημιώσεων για τις καταστροφές που προκάλεσε σε άλλες χώρες κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά όταν ανακινηθεί τέτοιο θέμα, κωφεύει συνεχώς.

Όταν όμως κάποιος απαιτεί από τους άλλους συνέπεια, πρέπει πρώτα ο ίδιος να δίδει το παράδειγμα και όχι να απαιτεί να εφαρμόζεται ο κανόνας, τα εμά, εμά και τα εσά εμά, δηλαδή όλα δικά του.

* Ο Γιάννης Ξηρουχάκης είναι πρώην διευθυντής ΕΛΤΑ