Σίγουρα δεν με άφησε αδιάφορο, η οικολογική καταστροφή του Παγασητικού με τους χιλιάδες τόνους ψόφια ψάρια. Μια δοκιμασία της ιδιαίτερης πατρίδας μας, του Βόλου! Ούτε και οι πολλαπλές καταστροφές από την τελευταία νεροποντή.

Τέτοιες μέρες το μυαλό μου τριγυρνά εκεί. Σκέφτομαι, ξανασκέφτομαι όλα αυτά τα δυσάρεστα που συνέβησαν. Θυμάμαι ακόμα αυτές τις μέρες τα γυμνασιακά μου χρόνια, αφού επρόκειτο ν’ ανοίξουν τα σχολεία.

Μου έρχονται στο μυαλό ονόματα και πρόσωπα των συμμαθητών μου, τω καθηγητών μου, αλλά και άλλα διάφορα γεγονότα. Θυμάμαι τους τρεις γυμναστές μας στο εξατάξιο Γυμνάσιο Β’ Αρρένων του Βόλου (Τοπαλίδης, Παπαποστόλου, Γεωργιάδης, τον Λυκειάρχη μας, τον Θεολόγο Χρήστο Ζαχαρόπουλο, να μας κυνηγούν στα διαλείμματα, όταν βρίσκαμε την ευκαιρία να πηγαίνουμε στις τουαλέτες, για να καπνίζουμε, θεριακλήδες καθότι θεωρούσαμε, ότι το τσιγάρο ήταν απαραίτητο.

Θυμήθηκα τα τσιγάρα που έβγαιναν στον τόπο μου από την καπνοβιομηχανία Ματσάγγος μια επιχείρηση που απασχολούσε κυρίως μεταπολεμικά 1945, 1800 εργαζομένους (όλοι τους ντόπιοι, Βολιώτες, πηλειορίτες και φυσικά μικρασιάτες πρόσφυγες).

Μια καπνοβιομηχανία που κατέκτησε μεγάλο μέρος της ελληνικής αγοράς με ζωή πενήντα τεσσάρων χρόνων από το 1918 έως το 1972. Ο καπνός όμως γενικά δεν μ’ άφησε ποτέ ήσυχο απ’ ότι φαίνεται, αλλά ούτε και ο χώρος συσκευασίας του. Καπνοκοπτήριο… ή αν θέλετε καλύτερα καπνοκοπτήριο Ηρακλείου.

Σεπτέμβρης του 1989. Πέρασαν τρεις δεκαετίες και κάτι… Όταν επισκέφθηκα αυτό τον χώρο με άλλους συναδέλφους μου τον Ανδρέα Σαββάκη, τον Στέφανο Γρατσέα, τον Νίκο Φανουράκη, ο οποίος έβαζε και το μικρό φορτηγάκι του, προκειμένου να εντοπίσουμε και να διασώσουμε αρχειακό υλικό, το οποίο σήμερα βρίσκεται ταξινομημένο και τακτοποιημένο στο τμήμα αρχείων της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης.

Θυμάμαι τον μακαρίτη πια Ανδρέα Σαββάκη να περισυλλέγει φύλλο-φύλλο κάποια σπαράγματα καταστίχων και με ευλάβεια να τα βάζει σε κάποιο πρόχειρα διαμορφωμένο φάκελο με μια σημείωση εξωτερικά «υλικό καπνοκοπτηρίου».

Το πρώτο καπνοκοπτήριο του Ηρακλείου ήτανε στην ο δό Μονής Καρδιωτίσσης που πάνω από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής δίπλα στο φούρνο. Αργότερα μεταφέρθηκε στη θέση όπου σήμερα είναι κτισμένο το 3ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου.

Στο καπνοκοπτήριο κόβανε τον καπνό πολύ ψηλό και τον βάζανε μέσα σε κουτιά που είχανε τυπωμένο το όνομα του καπνεμπόριου-καπνεπώλη μαζί με ένα πακάκι τσιγαρόχαρτα. Σ’ αυτά έβαζε ο κάθε αγοραστής λίγο καπνό τα έστριβε και τα σάλιωνε φτιάχνοντας το τσιγάρο.

Γνωστοί καπνέμποροι του Ηρακλείου ήταν οι αδελφοί Βολιωτάκη (Τούρκος), ο Ρηζάς, ο Κασαπάκης και ο Φεϊμάκης (όλοι τους Τούρκοι). Υπήρχαν όμως και χριστιανοί καπνέμποροι όπως οι Νικόλαος Δεληγιαννάκης, ο Μηνάς Παναγιωτάκης, οι Ανδρέας και Γιάννης Ευγενής, οι αδελφοί Κουργιαλίδη, ο Παΐζης και ο Αλέκος Σταγάκης. Απ’ όλους αυτούς οι μπακάληδες αγόραζαν καπνό και τσιγαρόχαρτα και πουλούσαν στην πόλη τους, στις συνοικίες αλλά και στα χωριά.

Τσιγάρα υπήρχαν δύο ειδών τα χανουμίστικα που ήταν λεπτά και τα ανδρικά, κάπως πιο χοντρά. Στο καπνοκοπτήριο πακέτα 22 τσιγάρα στο καθένα, τα έκλειναν, καλούσαν την ταινία του φόρου και ήταν έτοιμα για πώληση.

Αργότερα οι προαναφερόμενοι καπνέμποροι ίδρυσαν την εταιρεία καπνοβιομηχανίας «Κνωσός» έφεραν μηχανήματα και έβγαιναν δύο μάρκες τσιγάρων, σε συρταρωτά πακέτα των 22 τσιγάρων που τα έλεγαν «Κνωσός» και «Κρίνος».

Αργότερα δημιουργήθηκαν από τους αδελφούς Γρύφιζα, Κοζυράκη αλλά και από κάποιους άλλους τα συρταρωτά πακέτα των 22 επίσης τσιγάρων με το όνομα Φαιστός από την ήδη υπάρχουσα καπνοβιομηχανία Φαιστός.

Πολλοί θα θυμούνται κατά την περίοδο της Κατοχής τα τσιγάρα αυτής της εταιρείας, σε κούτες των 100 τεμαχίων που το μισό της παραγωγής το έπαιρναν οι Γερμανοί κατακτητές και το υπόλοιπο μισό το πουλούσε η προαναφερόμενη εταιρεία.

Ήταν τα λεγόμενα «στούκας», τσιγάρα βαριά λόγω της κακής ποιότητας του καπνού. Οι προαναφερόμενες εταιρείες δεν μπόρεσαν όμως να ανταγωνιστούν τις Αθηναϊκές, που σιγά-σιγά άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους με αποτέλεσμα, λόγω της δευτερεύουσας ποιότητάς τους να κλείσουν, μη αντέχοντας στον ανταγωνισμό.

Έτσι η μία πριν και η άλλη μετά τον πόλεμο, έκλεισαν… παραμερίζοντας στη μνήμη μας και ένα κομμάτι της ιστοράις των καπνοβιομηχανιών του τόπου μας, αλλά και των εργαζομένων, των τόσων ανθρώπων που εργαζόταν σ’ αυτές, ανδρών και κυρίως πολλών γυναικών εργαζομένων.