-Καλέ κυρ Κώστα, μια κουτσουλιά στην τραγιάσκα σου!

Παραξενεμένος ο κυρ Κώστας έβγαλε την τραγιάσκα του και την κοίταξε προσεκτικά. Κουτσουλιά δεν υπήρχε.

– Χα χα χα… Καλέ, σε γέλασα! Πρωταπριλιά σήμερα…

Γέλασε βεβιασμένα και ο κυρ Κώστας. Καμία όρεξη δεν είχε να ακούει τις σαχλαμάρες της γειτόνισσάς του, της κυρα-Βαρβάρας.

Φρέσκος συνταξιούχος ο κυρ Κώστας, παλιός δάσκαλος, φόρεσε τελευταία καπέλο, μια όμορφη μοντέρνα τραγιάσκα, που την αγόρασε αφού την διάλεξε προσεκτικά, να του πηγαίνει. Στην αρχή ντρεπόταν να βγει έξω φορώντας την τραγιάσκα. Κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη και του φαινόταν αλλιώτικος, κάπως σαν αστείος.

Η γυναίκα του τον μάλωνε. Με  την τραγιάσκα, της φαινόταν, λέει, γέρος  χωριάτης. Οι εγγονούλες του όμως  επέμεναν ότι η τραγιάσκα τού πηγαίνει. Τον κάνει να φαίνεται ομορφότερος. Αχ, αυτές οι εγγονούλες… Στο τέλος ο κυρ Κώστας  την συνήθισε και έβγαινε πια άνετα, με την τραγιάσκα, έξω.

Πήγε φορώντας την και στο χωριό του. Εκεί – χωριό μικρό και απόμερο, με λίγους πια κατοίκους – λειτουργούσε ακόμη το παλιό καφενείο, έστω και παράνομα, παρά τις απαγορεύσεις  εξαιτίας του κορονοϊού, με καφετζή τον συνονόματό του τον μπαρμπα- Κώστα. Όταν τον είδαν οι άλλοι γέροντες εκεί (μόνο γέροντες και γριές  έχουν απομείνει πια στο χωριό), παραξενεύτηκαν.

–  Με τραγιάσκα! Γέρασες κι εσύ, κυρ Κώστα… του είπε, μόλις τον είδε, ο μπαρμπα- Μηνάς, γέροντας πολύ αδύνατος, πετσί και κόκκαλο.

– Το ότι γέρασα το καταλαβαίνω και μόνος μου. Το βλέπω και στον καθρέφτη. Γέροντα δεν με κάνει το καπέλο που τελευταία φοράω. Εγώ, ξέρετε, είμαι και λίγο φαλακρός. Με την φαλάκρα, το κεφάλι μου άρχισε να μένει εντελώς απροστάτευτο, εκτεθειμένο στην βροχή,  στο κρύο του χειμώνα, στον καυτερό ήλιο του καλοκαιριού… Κακώς σταματήσαμε να φοράμε καπέλο τα τελευταία χρόνια. Το καπέλο προστατεύει το σπουδαιότερο και το πιο ευαίσθητο τμήμα του σώματός μας: το κεφάλι μας.

– Ύμνο προς το καπέλο εκφωνείς, κυρ Κώστα;

– Συμβουλές σας δίνω, να φοράτε καπέλο κι εσείς, όσοι δεν φοράτε, ιδίως οι φαλακροί… Εάν εξετάσετε προσεκτικά τον εαυτό σας, θα διαπιστώσετε ότι οι αισθήσεις σας και τα αισθήματά σας, ο λόγος και η λογική σας, η σκέψη σας, η χαρά και η στενοχώρια, η ευχαρίστηση και η δυσαρέσκεια, η αγάπη σας και το μίσος σας, ο θυμός σας, ο έρωτάς και η αντιπάθειά σας, η ευτυχία σας και η δυστυχία σας, η θλίψη σας, η πείρα και η γνώση, η ζωή σας ολόκληρη… όλα αυτά βρίσκονται κρυμμένα μέσα στο κεφάλι σας. Εκεί, μέσα σ’ αυτήν την οστέινη σφαιρική κάψα, βρίσκονται όλα, ασφαλώς προφυλαγμένα.

Αποτελούν τον εγκέφαλό μας. Εκεί βρίσκεται ο εαυτός του καθενός μας. Όλα τα άλλα μέλη του σώματός μας: μάτια, αυτιά, χέρια, πόδια, καρδιά, πνευμόνια, στομάχι, έντερα, συκώτι, νεφρά και τα λοιπά είναι βοηθητικά του εγκεφάλου μας. Λειτουργούν για να υπάρχει αυτός. Αυτόν εξυπηρετούν.

Ο κυρ Κώστας μιλούσε σαν να έκανε μάθημα στους μαθητές του.

– Εγώ, μα τον Θεό, από ‘δώ και πέρα θα φοράω καπέλο. Δίκιο έχει ο Κώστας. Κι ας φωνάζει η γυναίκα μου. Κι ας λέει ότι με την τραγιάσκα τής  φαίνομαι άσχημος, και δεν με θέλει…  Δεν της αρέσω… είπε ο μπαρμπα-Μηνάς ο κοκκαλιάρης (που είναι  και τελείως φαλακρός).

Κι όλοι γελάσανε μέσα στο καφενείο.

– Ό,τι ήπιανε όλοι οι φίλοι μου εδώ, είναι κερασμένο από εμένα, φώναξε ενθουσιασμένος  ο κυρ Κώστας.