Ένα καινούργιο εργαλείο, χωρίς φαρμακοδηλητήρια, που προστατεύει την παραγωγή των αγροτών μας, εδώ και χρόνια, και φαίνεται να έχει ικανοποιητικά αποτελέσματα είναι το κανονάκι! Είναι ένα μηχάνημα που παράγει περιοδικά με χρονόμετρο ισχυρούς θορύβους, κάτι σαν πυροβολισμούς.
Η λειτουργία του οχυρώνει τα αμπέλια αυτή την εποχή, προστατεύει επαρκώς τα σταφύλια από τα σμήνη των ατσελέγων και των κοτσυφών, που κάνουν ολοήμερο πανηγύρι κάθε μέρα με γιουρούσια στα αμπέλια των αθρώπω, αλλά τρομάζουν με τις ψευτοντουφεκιές και πετούνε σε άλλα «ανοχύρωτα». Θυμούμαι το ποιηματάκι που μαθαίναμε στην πρώτη δημοτικού: «Σε μια ρώγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτια και τρωγόπιναν οι φίλοι τσίρι-τίρι- τσιριτρό…»
Τα σταφύλια όμως, που τέτοια εποχή είναι πρωτοφανίστικα και προκαλούν με την ομορφιά και τη γλύκα ντος ωσάν τα ζουμερά χείλια ομορφοκοριτσιών, τα επιβουλεύονται κι άλλοι «οχτροί» εκτός από τα πουλιά… Ναι, τσοι περαστικούς εννοώ, που δεν αντέχουν πολλές φορές τον πειρασμό, ιδιαίτερα άμα συμβαίνει το αμπέλι να ’ναι απάνω στο δρόμο ντος…
Σε μια αποσπερίδα τις προάλλες στο Κυπαρίσσι, μας έκαμε την ιστορία ο Ζαχάρης, αμπελουργός κι εκείνος, με τέτοια παραστατικότητα που ζοριστήκαμε από τα γέλια, βοηθούντος βεβαίως και του οινοεισοδήματος του φίλου μας, που είχαμε «δοκιμάσει» υπέρ το δέον…: – Του Πρασονικολή τ´αμπέλι, στην περασά απάνω, κάπου εκεί στην ευρύτερη περιοχή του Μονοφατσίου, ήτανε φορτωμένο με κατακόκκινα επιτραπέζια σταφύλια, σκέτη πρόκληση, λίγες μέρες πριν από το πρώτο κόψιμο.
Μοναχικό το αμπέλι σε μια πλαγιά, ήτανε καθημερινός στόχος των ιπτάμενων επιδρομέων και ο Πρασονικολής είχε δυο επιλογές: Ή να κάθεται εκεί όλη μέρα με το τσιφτέ και να κυνηγά τους ατσελέγους ή να ζητήσει την τεχνική υποστήριξη του γεωπόνου. Έτσι κατέληξε στο «κανονάκι» και έσωσε το εισόδημά ντου… Μα την «εφεύρεση» δεν την είχενε ακουστά ο Σαϊτογιώργης, μόνιμος «γρουσούζης» της περιοχής και δεύτερη απειλή μετά τους ατσελέγους, με συχνές επισκέψεις, στο αμπέλι του Πρασονικολή.
Ούτε είχε πάρει χαμπάρι πως το αμπέλι είχε οχυρωθεί με κανονάκι, και κατά τη συνήθειά ντου προχώρησε προς τη μέση του αμπελιού αναζητώντας να κόψει το καλύτερο σταφύλι. Ήταν όμως υποψιασμένος, γιατί είχε ακούσει τις γκρίνιες του Πρασονικολή ότι του τρώγανε τα σταφύλια και απειλούσε ανέ πιάσει κανένα εκειά να του γεμίσει τον κώλο σκάγια… Την ώρα που έσκυψε να κόψει το πρώτο τσαμπί, ντουφέκισε το κανονάκι και μονολόγησε πανικόβλητος:
-Ω ανάθεμάτονε κι ήφαέ με… τρυπώνοντας ταυτόχρονα κάτω από μια δασωμένη κουρμούλα. Ήβαλε τη χέρα ντου μέσα από το παντελόνι ντου, ψαχούλεψε τον κώλο ντου και άμα βεβαιώθηκε πως δεν έτρεχε αίμα, άρα δεν είχε πληγωθεί, ελούφαξε στα φύλλα τση κουρμούλας κι έμεινε ακίνητος. Έμεινε εκεί κάμποση ώρα (όση χρειάστηκε το κανονάκι να ξαναγεμίσει…). Παίρνει την απόφαση να σηκωθεί σιγά σιγά και να μετακινηθεί προς το δρόμο και να το βάλει στα πόδια. Την ώρα όμως που σήκωσε την κεφαλή ντου, έριξε το κανονάκι την επόμενη περιοδική ντου ντουφεκιά και ο Σαϊτογιώργης ένιωσε αμέσως υγρασία πιο κάτω από τη μέση ντου.
– Ω, επέτυχέ με εδά, εσκέφτηκε, μα ησύχασε μετά την ανάλυση που έκανε με τη χέρα ντου στην ογρασά του παντελονιού ντου και είδε πως δεν ήταν αίμα…
Με το κανονάκι να ντουφεκά όλη μέρα και το Σαϊτονικολή να λουφάσει στα κλήματα τση κουρμούλας και να κάνει σχέδιο απόδρασης από τ´ αμπέλι που το ανέτρεπε κάθε τόσο η κανονιά, ενύχτωσε κι εδέησε να ξελουφάξει ο «πυροβολημένος» σταφυλοκλέφτης και να μπει στο χωριό βρίζοντας και βλαστημώντας το Πρασονικολή:
– Ένα δροσερό ήθελα να κόψω μόνο, μωρέ τσιγκούνη και με μπαλοτοκοπάς όλη μέρα, μα έννοια σου και ‘γώ δα σε ποσωρέψω….