Από καιρό ανταλλάσσονται τρακατρούκες, πλακατζίκια, προβάλλονται ξίφη, ρίχνονται βέλη, βεγγαλικά κλπ. Οι μαυραγορίτες πάνε κι έρχονται. Ο λαουτζίκος τραβά τα μαλλιά του και τρέχει ν’ αγοράσει τουλάχιστο χοντρό αλάτι για να αλατίζει τις βρούβες. Μπας και προετοιμάζεται πόλεμος και γι αυτό ξεσκουριάζονται παλιά τουφέκια, δοκιμάζονται σφεντόνες και παλιές πρακτικές;
Ή μήπως μετακομίζει από την Αίγυπτο η αγορά του Αλ Χαλίλη με το ωραίο και συμβολικό τραγουδάκι: Στην αγορά του Αλ Χαλίλη θα πουλάν τα δυο σου χείλη, δυο περιουσίες κι άλλη μια, τέσσερις εγώ θα δώσω, θα πληρώσω όσο κι όσο να μου κάνεις μια μελανιά … Σαν ξημέρωσε, κι έρριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου, λέω, για συνείφερε γέρο, ίντα σκεφτόσουνα όλη τη νύχτα, ονειρεύεσαι; Και όμως δεν ονειρεύομαι. Εφτήνηνε ο άνθρωπος Μανολάκη.
Ο μαύρος καφές όσο πάει γίνεται πιο πικρός, πιο ακριβός, ενώ οι από πάνω μετράνε τα “κουκιά”. Θα βγουν, δε θα βγουν, πού θα κάτσει η μπίλια; Δυο λογιώ είναι οι άνθρωποι: Αυτοί που βρίσκονται μέσα στο καρότσι και αυτοί που τσουρλούν το καρότσι. Κάποτε ρώτησαν έναν υπουργό από την πάνω Ελλάδα: Τί περιουσία αφήνει στο γιο του: Αφήνω τρεις χιλιάδες βόδια στα ορεινά και έξι χιλιάδες βόδια στα πεδινά.
Τώρα δεν υπάρχουν πια καφενεία χρωματιστά, ούτε καν καφενεία. Ποιος τολμά να πάει και γιατί να πάει. Τα λαϊκά ψυχοθεραπευτήρια έκλεισαν.
Το μόνο ανοιχτό καφενείο, διασκεδαστήριο είναι ο ιερός ναός της δημοκρατίας με τους καουμπόηδες να προστατεύουν τα κοπάδια, τους σαλτιμπάγκους (μικρούς διασκεδαστές) να διαλαλούν πόσο φτηνά είναι (δυο δραχμές);
Οι αλυσίδες, το πήδημα θανάτου με ή χωρίς σκοινί, η ασώματος κεφαλή, ο χορός με τα μάτια, της Αφρικάνας τραγουδίστριας το δάκρυ, δυο αυγά και τρεις δραχμές, ενώ οι θεατρίνοι να παίζουν στα παιδιά τη Γκόλφω, με φουστανέλες δανεικές κλπ. ΠΕΡΑΣΤΕ ΚΟΣΜΕ, ΠΕΡΑΣΤΕ ΚΟΣΜΕ.
Ένα νεαρό αρσενικό, σ’ ένα κοπάδι ουρακουτάγκων ονειρεύεται την εξουσία του κοπαδιού. Βρίσκει λοιπόν μια γαζοντενέκα άδεια, αρχίζει να τρέχει, να ουρλιάζει, να χτυπά τη γαζοντενέκα μέσα στην ομάδα. Όλοι τρόμαξαν, ζούρμπωσαν και έτσι ανέλαβε την εξουσία.
Έξυπνο το κόλπο του νεαρού. Μια φανταστική, ψεύτικη ιστορία θα σας διηγηθώ, μην τρομάξετε, νομίζω ότι την έχω ξαναπεί. Πολλοί Έλληνες παρασυρμένοι από τον αμερικάνικο μύθο, για καλύτερη ζωή και συσσώρευση πλούτου, έδωσαν των αμμαθιών τους και έφτασαν στο άγνωστο. Πολλοί όντως με τη δουλειά τους ορθοπόδησαν και άλλοι παρέμειναν, άλλοι γύρισαν πίσω.
Ένας απ’ αυτούς με θεμιτά και αθέμιτα μέσα κατάφερε να κάνει μια σεβαστή περιουσία. Επειδή όμως τον έτρωγε το σαράκι του γυρισμού στην πατρίδα, ρευστοποιεί σε χρυσές λίρες κινητά και ακίνητα που είχε, γεμίζει ένα σακούλι, το κρεμά στο λαιμό του και νάτονε με το πρώτο υπερωκεάνιο της εποχής, κορδωτός και τρισευτυχισμένος να απολαμβάνει το ταξίδι του γυρισμού. Για κακή του τύχη όμως ο καπετάνιος είχε μια μαϊμού, που εκτός από διασκεδαστής ήταν έξυπνη και παμπόνηρη.
Μεθυσμένος από ευτυχία ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα αποκοιμήθηκε. Περνώντας η μαϊμού από εκεί, της κίνησε την περιέργεια το σακούλι στο λαιμό και σιγά-σιγά το παίρνει, ανεβαίνει στο κατάρτι του πλοίου, ανοίγει το σακούλι και έπιανε μια-μια τις λίρες, τις κοίταζε και από τις δυο όψεις και άλλη έρριχνε στη θάλασσα, άλλη γύριζε πίσω στο σακούλι. Ξυπνά ο θείος με την πορτοφόλα, έντρομος διαπιστώνει ότι λείπει το σακούλι, ουρλιάζει, κλαίει, παρακαλεί, απειλεί, βλέποντας τη μαϊμού να τις ρίχνει στη θάλασσα.
Έρχεται ο καπετάνιος, προσπαθεί να τον ηρεμήσει, λέγοντάς του ότι η μαϊμού θα ρίξει στη θάλασσα μόνο τις λίρες που έχει κάνει με απάτες και κλοπές, τις άλλες θα τις επιστρέψει. Σκληρά τα λόγια του καπετάνιου. Όλα τα χρόνια, όλα τα λογάριαζε εκτός από τη Θεία Δίκη. Πικρή, αλλά αναπόφευκτη η στιγμή του λογαριασμού στο τέλος.
Έτσι η ζωή που ονειρεύτηκε έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη, “όνειρο απατηλό” που λέει ο μεγάλος Κόκοτας. Λeς καμιά φορά να δούμε μαϊμούδες να ξεκρεμούν τα σακούλια, αλλά όχι να πετούν τις λίρες στη θάλασσα, αλλά στο δημόσιο κορβανά με διπλό πάτο; Μόνο έτσι η Ελλαδίτσα θα γίνει ο παράδεισος επί της Γης.
Ουφ … Μαύρο στο Μαυρογιαλούρο. Νά χαμε τρεις δραχμές στην τσέπη και τρεις ο διπλανός, θά ταν ο κόσμος πιο καλός…
* Ο Σπανάκης Μανόλης είναι συν/χος καθηγητής