Αρχή της δεκαετίας του 1930. Η πόλη μας είχε αρχίσει να συνέρχεται από τις τραγικές συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής, της μεγαλύτερης που εγνώρισε το έθνος στην ιστορική του πορεία.

Το ελληνικό στοιχείο, όσο εγλύτωσε από τους σκληρούς μας γείτονες, ξεριζωμένο από τις πανάρχαιες προγονικές του εστίες, όπου δέσποζε της περιοχής και με την έξυπνη και γόνιμη δραστηριότητά του επεβλήθηκε, αν και υπόδουλο, εις τον κοινωνικό, οικονομικό και πνευματικό τομέα. Εδώ με το όνομα του πρόσφυγα, ράκος συμφοράς, σωρεύτηκε στις παραλίες, στους δρόμους, σε παράγκες και πισσόχαρτα, σε συνοικισμούς, δημιουργώντας πραγματικά εικόνες απόγνωσης.

Μέσα όμως από αυτή τη βιβλική ελληνική καταστροφή, με το προσφυγικό της δράμα εξεπήδησε και το προσφυγικό θαύμα που απλώθηκε σ’ όλο τον ελληνικό χώρο. Στις περιοχές της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας, αλλά και στα νησιά μας ανέτρεψε υπερ του Ελληνικού στοιχείου την πληθυσμιακή σύνθεση, επανδρώνοντας έμψυχα την χώρα μας.

Παράλληλα η γεωργία, η κτηνοτροφία, το εμπόριο, η βιομηχανία, και τα γράμματα εφούντωσαν. Το Ηράκλειο ζει αυτό το δράμα αλλά και το θαύμα των κατατρεγμένων συνανθρώπων μας. Αγκαλιάζει και στηρίζει τους πρόσφυγες.

Εικόνες καθημερινές ήταν εκείνες που διαδραματιζόνταν όταν έξω από τα καταστήματα φιλεύσπλαχνων Καστρινών εμπόρων, ο Μικρασιάτης πρόσφυγας γυρίζοντας στο υπαίθριο σπίτι του κρατάει έστω μια φρατζόλα από εκείνες τις στρογγυλές χάσικες του καιρού εκείνου που πολλές φορές οι Καστροφόροι χωρικοί κρατούσαν επιδεικτικά όταν επέστρεφαν στα χωριά τους από το Ηράκλειο.

Ήταν τόσο μεγάλη η ψυχολογική απόσταση ανάμεσα στην ύπαιθρο και στην πόλη, τόσο βαθύ το χάσμα του επιπέδου ζωής ανάμεσα στους Καστρινούς και στους επαρχιώτες, πολύ δε περισσότερο τώρα που έχουμε και την εγκατάσταση του προσφυγικού στοιχείου.

Πρόσφυγες μαθητές από τα Αλάτσατα στο Ηράκλειο το 1930
Πρόσφυγες μαθητές από τα Αλάτσατα στο Ηράκλειο το 1930

 

Οι τελευταίοι άλλαξαν τα πάντα σχετικά με την καλλιέργεια της Κρητικής γης. Χάρη σ’ αυτούς η καλλιέργεια της σουλτανίνας φέρει τις παχιές αγελάδες της αμπελουργίας και στη συνέχεια την επεξεργασία σε δικά τους εργοστάσια. Πριν έρθουνσ την πόλη μας είχαν εργοστάσια επεξεργασίας οι βουρλιώτες Φλώρος και Κωνσταντινίδης, στα Βουρλά. Αυτά διασώζονται και σήμερα.

Συγκεκριμένα, μου είχε πει πριν από κάμποσα χρόνια ο φαρμακοποιός (συνταξιούχος σήμερα) και αγαπητός φίλος Μανόλης Παπαχατζάκης, ο οποίος είχε επισκεφθεί τα Βουρλά ότι το σπίτι του Φλώρου και το σταφιδεργοστάσιο του εκεί λειτουργεί ως μουσείο, στα δε σωζόμενα ερείπια του εργοστασίου του Κωνσταντινίδη στη μετώπη του κτηρίου υπάρχει ένα μαρμάρινο σταφύλι γλυπτό, ως σήμα κατατεθέν. Πρωτεργάτες λοιπόν οι πρόσφυγες της καλλιέργειας του αμπελιού. Κάποτε ο Σουλτάνος, λέγεται, ότι επισκέφθηκε τη Σμύρνη και του πρόσφεραν σουλτανιά σταφύλια.

Ο ίδιος έφαγε και εντυπωσιάστηκε και εξέφρασε την επιθυμία του να φυτεύονται και να καλλιεργούνται στο εξής περισσότερα αμπέλια.

Η παλιά ονομασία στα Τουρκικά του σταφυλιού ήταν “τσικιρντεξή μπαγ” και προς τιμή του τα μετονόμασαν “Σουλτανιέ μπαγ”.

Έτσι λοιπόν προέκυψε το όνομα Σουλτανίνα και το όνομα των σταφυλιών σουλτανιά. Άριστοι και έμπειροι αμπελουργοί οι πρόσφυγες τους οποίους ακολούθησαν πρώτα οι Μαλεβυζιώτες και μετά οι Μονοφατσιώτες. Αργότερα οι Πεδιαδίτες, οι Μεσαρίτες και οι κάτοικοι της Σητείας.

Έτσι λοιπόν με τον τρόπο αυτό οι πρόσφυγες  υπεισέρχονται αργά αλλά σταθερά στην Ηρακλειώτικη ζωή, οικονομική, πνευματική, κοινωνική και κατορθώνουν να σμικρύνουν και τελικά να εξαλείψουν την ειδοποιό διαφορά του πρόσφυγα από τον γηγενή.

Τα Κυριακάτικα απογεύματα, μετά τον καθιερωμένο περίπατο στον καινούργιο δρόμο (πρόκειται για τη λεωφόρο της Δημοκρατίας), γνωστός αυτός ο περίπατος μέχρι τη δεκαετία του ογδόντα και ως γυναικοπάζαρο, προσφυγικές και ντόπιες οικογένειες κάθονται στο ίδιο τραπέζι στα κέντρα των Τριών Καμαριών, απολαμβάνοντας το αναψυκτικό, σχολιάζοντας τους περιπατητές που σεργιανίζουν και γενικά κουβεντιάζουν θέματα που αφορούν την πόλη τους. Επίσης συναντώνται σε γάμους, σε αρραβώνες και διαφορά πανηγύρια, όχι μόνο ως καλεσμένοι, αλλά και ως καλεστές. Τέτοιες μέρες…

Τέλος της δεκαετίας του 1920 και αρχές εκείνης του 1930, όταν αρχίζουν να εγκαταθίστανται επαγγελματικά στο Ηράκλειο, οι πρώτοι επιστήμονες της, μετά την Μικρασιατική τραγωδία, περιόδου. Γνωστοί όλοι από τους χρόνους των σπουδών τους και ενεργά μέλη του συλλόγου κρητών Φοιτητών, δεν δυσκολεύτηκαν να συνεχίσουν και ως επαγγελματίες επιστήμονές την συντροφιά τους. Αγροτόπαιδα όλοι και χωρίς ευρύτερη κοινωνική γνωριμία, γνώρισαν πολλές δυσκολίες στα πρώτα επαγγελματικά τους βήματα.

Προηγούνταν απ’ αυτούς οι ντόπιοι επιστήμονές, οι οποίοι είχαν και το μονοπώλιο της αγοράς – εργασίας. Όλα ήσαν δύσκολα γι αυτούς. Η εξεύρεση στέγης, όταν μάλιστα το προσφυγικό στοιχείο στο μεγαλύτερο μέρος ήταν άστεγο, η εξεύρεση γραφείου και πάνω απ’ όλα, η εμπιστοσύνη του κοινού ήταν επιφυλακτική και διστακτική. Στο γεύμα και ιδίως στο δείπνο όλοι σχεδόν ως εργένηδες, μαζεύονταν σε καθορισμένη ώρα και συνέτρωταν στην μεγάλη θολωτή αίθουσα του εστιατορίου “ΚΑΠΡΙΣ”, ιδιοκτησίας του Μιχάλη Μαζωνάκη, συζητώντας θέματα που τους απασχολούσαν. Για όλους αυτούς είχε διαμορφωθεί ο ειδικός αυτός χώρος του εστιατορίου.

Επρόκειτο για μια βενετσιάνικη αίθουσα θολωτή, στην οποία οι εξ αγρών προερχόμενοι επιστήμονες, δεν είχαν άλλο χώρο ψυχαγωγίας και σ’ αυτό τον χώρο, μετά το δείπνο περνούσαν την ώρα τους, συζητώντας για πολλά, όπως για την κατοικία τους (συνήθως ένα δωμάτιο σ’ ένα απλό σπίτι),γ ια το φτωχικό τους γραφείο, ίσως και για κάποιους πελάτες, οι οποίοι ενδεχομένως να συνέβαλαν στην οικονομική τους ενίσχυση.

Ο Μιχάλης Μαζωνάκης ήταν ο πεθερός του πρώην Πρύτανη Γιώργου Γραμματικάκη και το “Καπρίς” φημιζόταν για την άριστη ποιότητα των εδεσμάτων καθώς και για την υποδειγματική του εξυπηρέτηση. Ο λόγιος φίλος μου και συνταξιούχος φαρμακοποιός Γιάννης Χλουβεράκης που έτρωγε ως εργένης εκεί θυμάται, αναπολεί και μου λέει :”Ήταν όλα καταπληκτικά, τα φαγητά νόστιμα με γνήσια υλικά.

Κάποιοι τρώγανε και πληρώνανε μετρητοίς (αυτό συνήθως γινόταν από τους ελεύθερους επαγγελματίες). Οι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν τεφτέρι το οποίο φυλάσσονταν σε μια θυρίδα του εστιατορίου και πλήρωναν κάθε τέλους του μήνα που έπαιρναν το μισθό τους”. Όσο για τους εργένηδες και δη τους πρόσφυγες πολλοί απ’ αυτούς πέτυχαν, μέσω του χορού του Ησαΐα, πρόσβαση σε αρχοντόσπιτα, ειδικά οι κάτοχοι διπλώματος κοινωνικά προτιμώμενου, μένοντας σόγαμπροι σ’ αυτά, μη λαμβάνοντας υπόψη τα λόγια της αλεπούς… “Από σόγαμπρος καλύτερα”!