«Το πιο διάσημο πρόσωπο που κανένας δεν ήξερε» του Γιώργου Σχορετσανίτη, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2017, σελ. 194.
Στο μυαλό μου είμαι εντελώς ελεύθερη
«Κανείς δεν μπορεί να μου πει τι να γράψω, γιατί σε κανέναν δεν ανήκω κι ούτε μου τραβά κάποιος τα λουριά. Δεν γράφω για να κερδίσω χρήματα ή το ψωμί μου… Το γράψιμο είναι η ζωή μου, αλλά είναι μια ενασχόληση που κανένας δεν μπορεί να αγοράσει. Από αυτή την άποψη πιστεύω ότι είμαι ελεύθερος άνθρωπος, ηλίθια ίσως, αλλά είμαι ο εαυτός μου και επίσης ελεύθερη…».
Και μ’ αυτά τα προκλητικά λόγια, η Μάργκαρετ Γουώκερ, το περίφημο πιο διάσημο πρόσωπο που κανένας δεν ήξερε, περιγράφει τον εαυτό της. Αφροαμερικανίδα ποιήτρια, πεζογράφος, καθηγήτρια πανεπιστημίου, κοινωνική ακτιβίστρια αλλά και σύζυγος και μητέρα, γεννήθηκε το 1915 και πέθανε το 1998 ζώντας σχεδόν αποκλειστικά στον νότο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Με το συγκεκριμένο πόνημά του, ο Γιώργος Σχορετσανίτης δεν μας παραθέτει απλώς τη βιογραφία της ζωής της. Παράλληλα περιγράφει σημαντικά κοινωνικοπολιτικά και ιστορικά γεγονότα του εικοστού αιώνα στην Αμερική και μέσα από την ανάλυση του έργου της Μάργκαρετ Γουώκερ, με κάποιες εξαιρετικές δικές του μεταφράσεις ποιημάτων της, επιχειρεί να δώσει απάντηση στο ακόμη μέχρι και σήμερα επίκαιρο μαύρο ζήτημα.
Η ίδια εμφανίστηκε ως συγγραφέας κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης και την περίοδο της εξάπλωσης του κομμουνισμού στην Αμερική. Αν και δεν ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, υπήρξε ωστόσο αριστερή, αφού το έργο της κριτίκαρε τον υλισμό, τον καταναλωτισμό και την έλλειψη αξιών στην καπιταλιστική κοινωνία. Θέματά της υπήρξαν η φυλή, το φύλο, οι κοινωνικές τάξεις, ο φεμινισμός, ο μαρξισμός, το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα και το Κίνημα των Γυναικών και του Μαύρου Φεμινισμού.
Έλαβε την εκπαίδευσή της σε «λευκά» ιδρύματα και λευκοί δάσκαλοι την δίδαξαν την ευρωπαϊκή και αμερικανική λογοτεχνία. Ωστόσο μυήθηκε και στην αφροαμερικανική λογοτεχνία και έτσι πάντρεψε τόσο την ευρωπαϊκή παράδοση, όσο και το μαύρο φολκλορικό στυλ. Σχετικά με την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής παράδοσης στο έργο της, τούτο το έπραξε προκειμένου να αντικρούσει τους ισχυρισμούς ότι οι Αφροαμερικανοί ήταν σε θέση να γράψουν μόνο στην καθομιλουμένη καθότι ήταν πρωτόγονοι. Κατήγγειλε όσους λευκούς θεωρούσαν τους μαύρους συγγραφείς ως «ασυνήθιστα μέλη» της φυλής τους και την ποίησή τους ως «φλυαρία χαρισματικών παιδιών».
Υποστήριξε μάλιστα ότι οι Αμερικανοί πολίτες είναι απόγονοι τόσο των Ευρωπαίων όσο και των Αφρικανών και το αυτονόητο ότι κανένας δεν έχει περισσότερα δικαιώματα από τον άλλο. Επιπλέον είχε δηλώσει ότι «Σε αυτή τη χώρα φτάσαμε σε ένα σημείο όπου ο πολιτισμός μας δεν είναι ούτε μαύρος ούτε άσπρος, αλλά μιγάς».
Το 1942 έλαβε από το πανεπιστήμιο του Γέιλ το Βραβείο του Νεότερου Ποιητή, διάκριση που δεν είχε απονεμηθεί ξανά σε μαύρη γυναίκα. Τα ποιήματά της αποτελούνταν από μπαλάντες, σονέτα, λιτανείες, ελεγείες και ποιήματα μπλουζ ενώ άλλα ήταν σε ελεύθερο στίχο. Η ποίησή της αναφερόταν στις μάζες, τον σκλάβο, την οικιακή βοηθό, τον αγρότη, τον ανθρακωρύχο, τον εργαζόμενο, την πόρνη. Η φωνή της συντασσόταν με τη φωνή της εργατικής τάξης και προέτρεπε τους ανθρώπους να ενωθούν και να εξεγερθούν. Έτσι αφενός ασχολήθηκε με την σύγχρονη της Αμερική της φτώχειας, του φόβου, της αρρώστιας, του θανάτου, της βίας και του απέραντου υλισμού και αφετέρου με την πολιτιστική κληρονομιά των προγόνων της και τις για αιώνες αθλιότητες απέναντί τους.
Ύστερα από είκοσι τέσσερα χρόνια σιωπής, το 1966 εκδόθηκε με επιτυχία το μοναδικό της μυθιστόρημα Jubilee, στο οποίο εξιστορεί την ιστορία της προγιαγιάς της, την ιστορία κάθε αφροαμερικανίδας γυναίκας. Είναι μια ιστορία που έφτασε στα αυτιά της από στόμα σε στόμα, όταν ήταν ακόμη παιδί. Το βιβλίο το δούλευε τριάντα χρόνια και περιγράφει τη ζωή μιας γυναίκας σκλάβας που στο τέλος υπερνικά τις ταπεινώσεις και την καταπίεση ενώ είναι διάχυτη σ’ αυτό η αφροαμερικανική λαϊκή κουλτούρα με τα σπιρίτουαλ, τους οιωνούς, τη μαγεία, τις θεραπείες με βότανα, τις θρησκευτικές πρακτικές των δούλων, τα μαύρα αγγλικά.
Πάντως στόχος της Μάργκαρετ Γουώκερ στο συγκεκριμένο κείμενο δεν είναι να επιτευχθεί εκδίκηση στους λευκούς καταπιεστές, πράγμα που αποδεικνύει τις επιρροές που είχε δεχτεί από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο οποίος πίστευε στη μη βία και πάντοτε προσπαθούσε να πείσει τον αντίπαλο με επιχειρήματα, όντας και ο ίδιος επηρεασμένος από τον Γκάντι και τον Χριστό.
Έτσι, πνεύμα του μυθιστορήματος είναι η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των Αφροαμερικανών μέσα από την εκπαίδευση. Εξάλλου η παιδεία ήταν ο μόνος τρόπος να κατεδαφιστεί το ψέμα της πνευματικής κατωτερότητας των μαύρων και η Μάργκαρετ Γουώκερ τους καλούσε από τη μια να γνωρίζουν την κληρονομιά τους, δίχως να εγκλωβίζονται σ’ αυτήν και από την άλλη να προσαρμόζονται στον σύγχρονο κόσμο.
Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 στράφηκε πάλι στην ποίηση, έτοιμη να αμφισβητήσει την μακρά παράδοση των αρνητικών κειμένων που γράφονταν για τις μαύρες γυναίκες καθότι εκείνες καταπιέζονταν ταυτόχρονα από τους λευκούς άντρες, τις λευκές γυναίκες και τους μαύρους άντρες άρα ήταν οι μόνες που μπορούσαν να μιλήσουν για τον εαυτό τους μέσα σε ένα πλαίσιο μαύρου φεμινισμού.
Με δικά της λόγια: «Το πιστοποιητικό γέννησής μου γράφει γυναίκα, νέγρα, την ημερομηνία γέννησής και τον τόπο. Δεν έχω καμιά επιθυμία να αλλάξω από το να είμαι γυναίκα, μαύρη και ελεύθερη. Μου αρέσει να είμαι γυναίκα. Έχω μια υπερήφανη αφροαμερικανική κληρονομιά και έχω μάθει από τις δύσκολες απαιτήσεις της ζωής ότι η ελευθερία είναι μια φιλοσοφική κατάσταση του νου και της ύπαρξης. Το μυαλό είναι το μόνο μέρος όπου μπορώ να υπάρχω και να αισθάνομαι ελεύθερη. Στο μυαλό μου, είμαι εντελώς ελεύθερη…»
Γιατί λοιπόν μια τόσο θαυμαστή γυναίκα υπήρξε «Το πιο διάσημο πρόσωπο που κανένας δεν ήξερε». Ένας λόγος είναι ότι έζησε στον αμερικάνικο νότο, δημοσιεύοντας εκεί και κατά συνέπεια λαμβάνοντας μικρότερη δημοσιότητα απ’ αυτήν που αναλογεί σε έναν καλλιτέχνη στον αστικό αμερικάνικο βορρά. Ένας άλλος είναι ότι ακολούθησε τα δικά της πρότυπα και όχι αυτά που επίτασσε η ανδροκρατούμενη κριτική της εποχής της. Και ένας τρίτος ότι υποτιμήθηκε από κάποιους σύγχρονούς της άνδρες λογοτέχνες, με μερικούς από τους οποίους συγκρούστηκε έντονα, μέχρι και σε αίθουσες δικαστηρίων. Σε κάθε περίπτωση, άνοιξε λογοτεχνικούς δρόμους για τις επόμενες καταξιωμένες μαύρες δημιουργούς.
Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε παρά να παρατηρήσει κανείς πως ο Γιώργος Σχορετσανίτης διόλου τυχαία επέλεξε να ασχοληθεί συγγραφικά με το βιογραφικό, πνευματικό, πολιτιστικό και πολιτικό πορτρέτο της Μάργκαρετ Γουώκερ. Και αυτό γιατί μέσα στις δυσκολίες του σύγχρονου κόσμου που βιώνουμε, μια τέτοια περσόνα, με το παράδειγμά του οράματος και της γενναιότητας της, μας διδάσκει πως ο καθένας μας μπορεί να αγωνιστεί με τον δικό του προσωπικό τρόπο προκειμένου να συμβάλλει ως προς μια κατεύθυνση κοινωνικής αλλαγής για ένα πιο ανθρώπινο παρόν και μέλλον.