Πριν από εκατοντάδες χρόνια, μέχρι τις μέρες μας γίνεται κάθε 27 του Ιούλη το Γουβιανό παραλιακό πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα. Τα πιο παλιά χρόνια αυτό το πανηγύρι γινόταν με πρωτόγονες, παραδοσιακές και αγνές διαδικασίες. Την παραμονή αυτού του πανηγυριού μαζευόταν κόσμος και έκαναν οι ιερείς την εσπερινή λειτουργία στη χάρη του Αγίου Παντελεήμονα που ήταν και γιατρός. Σε αυτό το πανηγύρι ερχόταν άνθρωποι από όλα τα γύρω χωριά με τους στολισμένους γάιδαρους, τα μουλάρια και τα γιωργαλίδικα άλογα.
Εκεί μαζευόταν μικροπωλητές με ράντσα και πουλούσαν μικροπαίχνιδα και στρουφηχτές καραμέλες με μια χάρτινη μαντινάδα στη μέση που την αφιερώναμε ο ένας στον άλλο. Εκεί έρχονταν μικροχασάπηδες από διάφορα χωριά και πουλούσαν πεντανόστιμο καπρικό, εκεί συνήθως έρχονταν από το Ηράκλειο με ένα τρίκυκλο παγωτατζίδικο ποδήλατο και πουλούσαν παγωτά. Εκεί ερχόταν και κάποιος παπατζής με τους αβανταδόρους του. Πολλές φορές ερχόταν από τον Πόρο του Ηρακλείου ο Σόλων και μας νοίκιαζε ποδήλατα.
Και φωτογράφοι έρχονταν σε αυτό το πανηγύρι για να μας βγάνουν αναμνηστικές φωτογραφίες. Ακόμα και πολλές ενορίες από τον Νομό Ηρακλείου και Λασιθίου έρχονταν και έκαναν εράνους για να χτίσουν ναούς στους τόπους τους, τότε όμως ο κάθε πιστός που έδινε τον “οβολόν του” τού καρφίτσωναν στον μπέτη ένα δικό τους χαρτάκι για να μην του ξαναγυρεύουν λεφτά.
Σε αυτό το παραθαλάσσιο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα, όταν η θάλασσα ήταν καλή ερχόταν από το λιμάνι του Μεγάλου Κάστρου κάποιο καΐκι και μας έκανε βόλτες, αλλά με το αζημίωτο. Εκεί ανατολικά από αυτό το ξωκκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης τους περασμένους αιώνες λειτουργούσε το λιμανάκι που εκεί έρχονταν καϊκοβάπορα με πανιά και ατμομηχανές και έκαναν εμπορικές μεταφορές με τα προϊόντα που παρήγαγε η περιοχή που τα μετέφεραν στα νησιά και στο μεγάλο κάστρο γιατί δεν μπορούσαν να περάσουν από το Κακό Όρος τα κάρα.
Εκεί νοτικά από αυτό το εκκλησάκι είχε χτισμένο ένα ατμοκίνητο ελαιοτριβείο η εταιρεία Λιαπάκης – Σταυρουλάκης για να κουβαλούν με τα καΐκια την πυρήνα στο τότε νέο πηρυνελαιουργείο “ΑΘΗΝΑ”.
Εκεί κοντά σε αυτό το ατμοκίνητο ελαιουργείο υπήρχαν και οι πολλοί μαγατσέδες, μικρές αποθήκες για να βάνουν μέσα τα διάφορα παραγόμενα προϊόντα της περιοχής που ήταν για πώληση προς το μεγάλο Κάστρο και τα νησιά. Από το 1925 που φτιάχτηκε η χωματένια εθνική οδός Χανιά-Σητεία γίνονταν οι μεταφορές από το Κακό Όρος με τα κάρα, έτσι εγκαταλείφθηκε αυτό το λιμανάκι και το ατμοκίνητο ελαιοτριβείο μεταφέρθηκε στις Γούβες.
Επιστρέφοντας σε αυτό το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα παρουσιάζω αυτά τα Γουβιανά μεταπολεμικά γλέντια. Μετά από τη Θεία Λειτουργία και το μοίρασμα των άρτων αυτού του πανηγυριού οι Γουβιανοί και οι καλεσμένοι τους οι πανηγυριώτες μαζεύονταν στους Γουβιανούς κήπους με τους μύλους, τα βληχάτα, τις στέρνες, τις καλύβες που έστρωναν χάμε κάποιο πανί, κάθονταν χάμω και έτρωγαν τα αγνά βρισκούμενα, όπως μπάμιες με πετεινό, καπρικό, βραστό με πιλάφι, μακαρόνια με τυρί, σαλάτες εμπλουτισμένες με γλιστρίδες, Γουβιανό κρασί και αχινούς για ορεκτικά.
Αμέσως πήγαιναν στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα που οι Γουβιανοί καφετζήδες είχαν κάνει πολύ μεγάλες καλύβες με πάγκους από μαδέρια και διοργάνωναν απογευματινά γλέντια μέχρι να βραδιάσει. Το απόγευμα πριν βασιλέψει ο Ήλιος μάζευαν οι οργανοπαίχτες τα κλαπατσίμπανά τους και πορευόμασταν με τα πόδια στις Γούβες, που εκεί διοργανώναμε τη νύχτα δύο γλέντια, ένα στο λιβάδι και ένα στου Τζαγκαρονικολη το μαγαζί.
Όταν το βράδυ γευματίζαμε στα σπίτια μας πηγαίναμε φαγωμένοι στα γλέντια να γλεντήσομε και να χορέψομε μέχρι το πρωί. Όταν πηγαίνανε οι οικογένειες στα γλέντια κερνούσαμε τις γυναίκες λουκούμια, υποβρύχιες βανίλιες, πορτοκαλάδες ΒΙΟΧΥΜ, φλοκιές και άλλα, οι άνδρες συνήθως πήγαιναν στα τεζιάκια και έπιναν ρακί με αστραγάλια, οι άλλοι κάθιζαν σε κάποια τραπέζια και έτρωγαν καπρικό με Γουβιανό κρασί.
Έτσι άρχιζαν αυτά τα γλέντια που εμείς οι <<ντελικανίδες>> τα περιμέναμε όλο το χρόνο να έρθει η μέρα του Αγίου Παντελεήμονα για να χορέψομε τους ανδρειωμένους Κρητικούς χορούς και το σεμνό ερωτικό χορό τανγκό με τις κοπελιές, που όταν χορεύαμε αυτό το τανγκό έλεγε κάποιος καβαλιέρος ΝΤΑΜ ΜΠΟΥΦΕ, που αυτό σήμαινε ότι πρέπει να κεράσουμε όλες τις ντάμες μας για να ενισχύσουμε τον καφετζή και μετά από λίγη ώρα έλεγε κάποιος ΝΤΑΜ ΛΥΡΑΡΗ, που αυτό σήμαινε ότι πρέπει να χαρίσομε λεφτά στους οργανοπαίχτες. Αυτό που δεν μπορώ να μην καταγγείλω είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες το τανγκό, τον σεμνό και ερωτικό χορό τον έχουν απαγορεύσει τα αφεντικά των Κρητικών γλεντιών και δεν θα ξαναχορευτεί ποτέ στα Κρητικά γλέντια. Γιατί;
Τελειώνοντας αυτό το μικρό αφιέρωμα στο Γουβιανό πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα πρέπει να γράψω τα ονόματα των Γουβιανών και των άλλων λυράρηδων και βιολατόρων που έχουν παίξει σε αυτά τα γλέντια.
Των Γουβιανών οργανοπαιχτών, γράφω τα ονόματά τους ανά ηλικια:
Ο Μιχάλης Μαρκάκης ή Σπανός, ο Καλιακάκης Αντώνης ή Καλιακαντώνης, ο Κωστής Μαρκάκης ή Κοντόχας, ο Στερεός Πλευράκης, ο μεγάλος Γουβιανός Λυράρης και τραγουδιστής Γιάννης Κουφαλιτάκης, ο νέος λυράρης Νίκος Μυλωνάκης και άλλοι οργανοπαίχτες από περιοχές της Κρήτης έχουν παίξει σε αυτό το Γουβιανό πανηγύρι, όπως: ο Νίκος Ξυλούρης, ο Βασίλης Σκουλάς, ο Γιώργος Κουμιώτης, ο Γιώργος Καλομοίρης, ο Μιχάλης Τσαγκαράκης, ο Ηρακλής Σταυρουλάκης, ο Γιώργης και ο Κωστής Βασιλάκης, ο Ζαχαρίας Μελεσανάκης και άλλοι.
Άγιε Παντελεήμονα,
κάνε τα θαύματά σου,
και πάντρευε τσι κοπελιές που ανάβουν τα κεριά σου.
*Ο Βαγγέλης Μπαριτάκης είναι ιδρυτής του Λαογραφικού Μουσείου Γουβών