Κυριακή ξημέρωμα με ένα ουρανό γεμάτο σύννεφα που κοκκίνιζαν σιγά σιγά, πήρα το ποδήλατο για μια βόλτα στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου. Στην εκκλησιά του «καπετάνιου» μας σταμάτησα για ένα κερί μιας κι ήταν χθες η γιορτή του κι η πόλη μας είχε βαλμένα τα σχολινά της.
Κι όπως πήγα να πάρω ξανά το ποδήλατο και να κατεβώ στο λιμάνι, άκουσα βήματα γρήγορα στη στράτα του Αι Μηνά. Ένας καλοντυμένος άνδρας πέρασε από μπροστά μου και κατευθύνθηκε ακριβώς απέναντι στα σκαλάκια ενός υπέροχου κτιρίου που μέχρι και πριν από λίγη ώρα ήταν κρυμμένο πίσω από ταμπέλες, σκόνη και λησμονιά. Με τράβηξε η πινακίδα του ψηλά στον όροφο και το περίτεχνο σχέδιο του στην αριστερή πλευρά:
«Οθωμανικόν Bon Marcheª. Στο κέντρο η λιθόκτιστη και λαξευμένη πλάκα έγραφε : «Χουσεΐν Μουχαρέμ Λιτσαρδάκη» στα Ελληνικά και στα Τούρκικα, μάλλον, και δυο ημερομηνίες κάτω από το όνομα: 1311 – 1893. Η πρώτη αναφερόταν στην Εγίρα και η δεύτερη στην δική μας χρονομέτρηση και το πότε χτίστηκε.
Σκόνη πολλή σήκωνε ο νοτιάς που δεν έλεγε να κοπάσει και ο καλοντυμένος άνδρας μόλις άνοιξε το μάνταλο της πόρτας και μπήκε μέσα, εκείνη έκλεισε με φόρα, κι εγώ έμεινα να κοιτάω με θαυμασμό την σκαλιστή και πιτηδευμένη είσοδο. Ένα γιαμαλίδικο* ήταν, πολύ ξεχωριστό. Πλησίασα ακόμα πιο κοντά, και μόλις ακούμπησα κι εγώ την πόρτα, εκείνη άνοιξε διάπλατα αφήνοντας το φως του ήλιου να μπει και τον νοτιά να σηκώσει ψηλά τη σκόνη των χρόνων.
Γεμάτο υφάσματα ακριβά και πολύχρωμα, τους περίφημους μπουσαμάδες** έβλεπα παντού. Καπέλα γυναικεία κι ανδρικά, φράγκικα ρούχα, φερμένα από το Παρίσι, όπως πρόσταζε η μόδα της Ευρώπης εκείνου του καιρού. Έριξα μια ματιά στον τοίχο απέναντι και στο ημερολόγιο διάβασα την ημερομηνία: 12 Νοεμβρίου 1894!
Μεγαλο-μπέης ο Χουσεΐν Λιτσαρδάκης με μεγάλη οικονομική επιφάνεια που την έβλεπες στα ράφια του γιαμαλίδικου του. Κι είχε ακόμα πόρπες, καρφίτσες και κουμπιά από ακριβό φίλντισι και κεχριμπάρι. Κορδέλες μεταξωτές, φτερά για τα καπέλα και τρέσες για τους φραμπαλάδες των ακριβών ρούχων που θα φτιάχνανε οι κυράδες του Κάστρου κι όσοι συχνάζανε στα καφέ Σαντάν, τα ταβερνεία και στις στράτες τις κυριακάτικες στις πλατείες.Σαν οπτασία είδα την Ρόζα την Πριμαντόνα μπροστά μου με τα υπέροχα της ρούχα της. ´Ώστε από εδώ λοιπόν έπαιρνε τα υφάσματα για τα ακριβά της φορέματα, σκέφτηκα. Λίγο πιο πέρα η Ζεχρά η τραγουδίστρια του καφέ Σαντάν της Κιοσκάρας, κρατώντας τον ταμπουρά της, κοιτούσε ένα αέρινο πράσινο ύφασμα, ξεδιπλώνοντας το τόπι κι απλώνοντάς το πάνω της να δει και να νιώσει την υφή του.
Είχε και ράφια το μεγάλο γιαμαλίδικο με πολλά διαφορετικά υφάσματα, λευκά για πουκαμίσες και βελούδα και τσόχα για τα γιλέκα. Και μασούρια, και κλωστές και τι δεν είχε. Χανόσουν στα χρώματα, την ποικιλία και τα περίτεχνα μπιχλιμπίδια Ανατολής και Δύσης.
Ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του καλοντυμένου άνδρα και ένα βλέμμα από μάτια πράσινα που’ χαν δει και χορτάσει ομορφιές του κόσμου, με έκαναν να νιώσω άνετα και δίνοντάς μου το χέρι του, ανεβήκαμε μαζί στον απάνω όροφο και βγήκαμε στον ξύλινο εξώστη να δούμε την ανατολή που ‘χε βάψει πορφυρό τον ορίζοντα.Ξύλινη κεραμοσκεπή και η στέγη του, μα τράβηξα γρήγορα τη ματιά μου πέρα στον ορίζοντα, να φτάσει ίσαμε την Πλατιά Στράτα. Να δω τα δέντρα που είχανε φουντώσει τούτο φθινόπωρο κι έφτιαχναν αψίδα κι από τις δυο μεριές του καλόστρωτου δρόμου. Να θυμηθώ φιγούρες που τις είχε σβήσει ο χρόνος, Αρμένηδες, Χριστιανούς, να ανοίγουν τα δικά τους μαγαζιά, τα ντουκιάνια, τα άλλα γιαμαλίδικα και παπλωματάδικα.
Να ατενίσει το βλέμμα ίσαμε κάτω στην γειτονιά της Αγιά Τριάδας και της κρήνης του Καλοψούζ στην Πύλη του Παντοκράτορα, όσο μπορούσα να δω. Ήδη σηκώνονταν κουρνιαχτός από τη σκόνη και τις καβαλίνες των μουλαριών και γαϊδουριών που είχαν βρει αναπαμό τη νύχτα που πέρασε στα μικρά χάνια γύρω τριγύρω στο Καμαράκι ή Σιβρί Τσεσμέ, όπως λέγανε κείνα τα χρόνια την περιοχή. Σύννεφο οι μύγες και τα κουνούπια.
Με τέτοια ζέστη δεν έλεγαν να αφήσουν τη μέρα να κινήσει χωρίς τσιμπήματα κι ενοχλήσεις. Κι από την άλλη μεριά, έφτανε το μάτι πέρα στη γειτονιά του Λάκκου, της Περβόλας και του προμαχώνα Μαρτινέγκο.
Χόρτασα εικόνες και κατέβηκα προσεκτικά την ξύλινη σκάλα, χαιρετώντας τον Χουσεΐν Μπέη και περνώντας μπροστά από τους δυο γιούς του που πήραν λίγα χρόνια αργότερα τα ηνία της επιχείρησης. Κι όπως έβγαινα από την σκαλιστή πόρτα ακούστηκε το βαρύ κτύπημα της καμπάνας του Αι Μηνά που ήταν σημάδι για να κινήσουν για το σχολείο το «απάνω» στην Αγία Αικατερίνη και στο «κάτω» της συνοικίας της Κουτάλας, τα μαθητούδια. Μα Κυριακή σήμερα, κι ο δρόμος ήταν ακόμη αγουροξυπνημένος. Μόνο ο Χατζής ο πιο επιδέξιος γιαμαλής της περιοχής μου έσυρε μια φωνή δυνατή:
-Κυρά, έλα κι από παέ, να δεις τα δικά μου τα υφάσματα που ‘ρθαν την περασμένη εβδομάδα από τα λιμάνια της Αλεξάνδρειας!
Δυο μαγαζέδες πιο πάνω από του Λιτσαρδάκη ήταν το γιαμαλίδικο του Χατζή που τον φώναζαν έτσι, γιατί είχε καταφέρει στη ζωή του να πάει και να προσκυνήσει τον τάφο του Προφήτη στην Μέκκα. Λέγαν πως από τότε ήταν πολύ ευσπλαχνικός και γενναιόδωρος με όλους και ιδιαίτερα με τα παιδιά.
Πλησίασα το μικρό γιαμαλίδικο και φωτίστηκε το πρόσωπό του από τη χαρά. Ένα πορφυρό τόπι με ύφασμα που ‘ταν ακουμπισμένο στην εξώπορτα κοίταξα. Μου θύμιζε τούτο το χρώμα το βαθύ κόκκινο του Νοέμβρη που τ’ αγαπώ ιδιαίτερα κι εκείνος πριν προλάβω να κάνω οποιαδήποτε άλλη κίνηση το ΄χε ξετυλίξει και έκοβε ένα μεγάλο κομμάτι ίσαμε δυο πήχες φάρδος.
Μου το ΄βαλε στο καλάθι του ποδηλάτου κι ενώ έψαχνα για νομίσματα να τον πληρώσω, έσκυψε κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση και κουνώντας πέρα δώθε τα χέρια του, αρνήθηκε να πάρει οτιδήποτε.
-Άμε στο καλό κυρά δασκάλα. Δώρο από μένα για τα γράμματα και τις ιστορίες που λες στα ανίψια μου…Τον κοίταξα με απορία. Ήξερα πως χάριζε πάντα την μισή του πραμάτεια, μα τώρα με έκανε να νιώσω παράξενα. Έφερα το πολύτιμο ύφασμα κοντά μου να μυρίσω αέρα αλεξανδρινό κι ο νοτιάς το πήρε το πανί, μαζί και τις εικόνες κι ήρθα πάλι στο σήμερα. Κοίταξα μια τον Αι Μηνά, μια το δρόμο. Το ερείπιο της οικίας Μηλιαρά ακόμα στεκόταν έστω και μισό, όρθιο. Το «Οθωμανικόν Bon Marche» ª όμως ήταν ολόκληρο εκεί και μας καρτερεί να το προσέξουμε και αν το διατηρήσουμε όσο ακόμα είναι καιρός!
Την Στυλιανού Γιαμαλάκη κατέβηκα, να φτάσω στον κόλπο του Δερματά…
Κι είχαν περάσει τα χρόνια όσο προχωρούσα, φτάνοντας στα 1918, περνώντας σχεδόν δίπλα από το πρώτο μόνιππο αμαξάκι με λάστιχα στις ρόδες και τον Χουσεΐν Μουχαρέμ Λιτσαρδάκη να με χαιρετά…
Ίσαμε να φτάσω στη θάλασσα ήμουν και πάλι στον Νοέμβρη του 2023, λίγο μετά το ξημέρωμα!
*Γιαμαλίδικο: Κατάστημα που πουλούσε υφάσματα
**Μπουσαμάς: Στάμπα, ύφασμα με σχήματα, κλαδιά και χρώμα
Πηγές:
Μανώλης Δερμιτζάκης, Από όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο, εκδ. Δοκιμάκης, 2009
Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ. Μύστις, 2022
Χρυσούλα Τζομπανάκη, Το Ηράκλειο εντός των τειχών, ΤΕΕ, 2000