Πριν από μερικά χρόνια είχαμε πάει εκδρομή στην Ήπειρο. Θαυμάσαμε τα Ιωάννινα με την ωραία λίμνη, το Μουσείο των κέρινων ομοιωμάτων, το σπήλαιο του Περάματος… Μέναμε σε ξενοδοχείο στα Ιωάννινα. Στο σαλόνι του υπήρχε κρεμασμένος ένας μεγάλος γενεαλογικός πίνακας, που έδειχνε ότι ο κλέφτης των Αγράφων και ήρωας του ξεσηκωμού των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων Αντώνης Κατσαντώνης (1775 – 1809) ήταν ο πρόγονος του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου.

Ο ξενοδόχος φαινόταν πολύ περήφανος γι’ αυτόν. Και ήταν φλύαρος. Μας είχε πρήξει να μας μιλά συνεχώς για « τον πρόγονό του τον Κατσαντώνη» αναφέροντας συνεχώς ιστορίες και γεγονότα από την λαϊκή παράδοση και από παλιές φυλλάδες. Εγώ υποψιαζόμουν ότι μερικά τα είχε πλάσει μόνος του.

Καθώς συζητούσαμε ένα βράδυ καθισμένοι γύρω από το τζάκι του σαλονιού – ξημέρωνε Πρωτοχρονιά – εξέφρασα την άποψή μου ότι πρέπει να λέει ότι «ένας από τους προγόνους του»  (και όχι: «ο πρόγονός του» ) είναι ο Κατσαντώνης. Δυσαρεστήθηκε. Και του εξηγούσα. Οι γονείς μας βέβαια είναι δύο. Όμως οι παππούδες μαζί με τις γιαγιάδες μας είναι τέσσερις, δυο για κάθε γονιό μας.

Οι «προ-παππουδογιαγιάδες» μας οχτώ, οι «προ-προ-παππουδογιαγιάδες» μας δεκαέξι, και από όλους αυτούς κληρονομούμε χαρακτηριστικά και χούγια. Και ούτω καθ’ εξής. Και αν πας στο βάθος των αιώνων, βρίσκεις ότι οι πρόγονοί σου, δηλαδή οι άνθρωποι από τους οποίους κατάγεσαι, είναι αμέτρητοι. Χάνεσαι μέσα στο άπειρο πλήθος προγόνων.

Και σκέψου, του εξηγούσα, ότι γίνονται και μεγάλες επιμειξίες, όταν ιδίως γίνονται μετακινήσεις λαών. Εμένα π. χ. ο πατέρας μου ήταν από την Ηράκλεια της Ανατολικής Θράκης, που σήμερα την κατέχουν οι Τούρκοι, και η μητέρα μου από την Προύσα της Μικράς Ασίας.

Και οι δυο τους Έλληνες κυνηγημένοι από τους Τούρκους μετά την μικρασιατική καταστροφή το 1922. Και εγώ, με αυτούς τους γονείς, καταγόμενος από την Θεσσαλονίκη, διορίστηκα στην Κρήτη όπου παντρεύτηκα Κρητικιά που έχει προγόνους Κρητικούς. Τα παιδιά μας λοιπόν από ποιους προγόνους που κατοικούσαν σε ποια πατρίδα έχουν κληρονομημένα τα χαρίσματα ή τα ελαττώματά τους;

Αλλά και οι πολύ μακρινοί πρόγονοί μας, οι αρχαίοι Έλληνες, που ζούσαν όχι μόνο στην κυρίως Ελλάδα, αλλά, έχοντας ιδρύσει αποικίες, είχαν απλωθεί σε όλα τα παράλια της Μεσογείου, έκαναν και γάμους διαλέγοντας συζύγους από τους ντόπιους λαούς. Γίνονταν επιμειξίες. Και είχαν, ιδίως στην κυρίως Ελλάδα, και πάρα πολλούς δούλους στα σπίτια τους, συνήθως αλλοδαπούς, αιχμαλώτους πολέμων, μερικοί από τους οποίους ήταν ευφυείς και μορφωμένοι.

Ήταν παιδαγωγοί και αντιγραφείς βιβλίων και πνευματικοί βοηθοί των κυρίων τους… Αυτοί συνήθως γίνονταν απελεύθεροι πολίτες, παντρεύονταν και άφηναν απογόνους σαν γνήσιοι Έλληνες.

Οι γενεές κάθε τριάντα χρόνια αλλάζουν. Καινούργιοι άνθρωποι ωριμάζουν, παντρεύονται και αφήνουν απογόνους. Όσο πιο βαθιά στον χρόνο προχωρείς, τόσο μεγαλύτερος γίνεται ο αριθμός των προγόνων σου. Και είναι λάθος να ξεχωρίζεις έναν από όλους αυτούς και να λες ότι ειδικά αυτού απόγονος είσαι εσύ.

Ίσως μπορείς να λες ότι έχεις κάτι λίγο από το αίμα του, κάτι από τα χαρίσματά του, π. χ. κάτι από την παλικαριά του. Και αυτό το κάτι γίνεται τόσο μικρότερο, όσο μεγαλύτερο είναι το βάθος του χρόνου που σε χωρίζει από τον πρόγονό σου.

Ο Αντώνης Κατσαντώνης γεννήθηκε το 1775 και υποβλήθηκε σε μαρτυρικό θάνατο από τον Αλή Πασά στις 28 Σεπτεμβρίου 1809. Από την εποχή του μας χωρίζουν εφτά γενεές ανθρώπων. Εσύ, παραβλέποντας τους πιο πρόσφατους προγόνους σου, πηγαίνεις σε μιαν αρκετά μακρινή εποχή, στην οποία ως πρόγονοί σου πρέπει να υπολογίζονται 128 άτομα.

Και από αυτούς διαλέγεις εσύ έναν, τον Κατσαντὠνη. Και αυτόν αποκλειστικά θεωρείς ως πρόγονό σου αγνοώντας τους άλλους 127. Ασφαλώς όμως αίμα έχεις κληρονομήσει  και από τους άλλους 127. Ο Κατσαντώνης απλώς είναι ένας από τους προγόνους σου, ο οποίος έζησε και έδρασε κυρίως στις αρχές του 19ου αιώνα.

Δυσαρεστημένος ο ξενοδόχος μου είπε.

– Αυτά είναι υποχοντριακά ψιλολογήματα. Εγώ δεν το σκέφτομαι έτσι.

 

*Ο Αιμίλιος Ψαθάς είναι φιλόλογος