Τελείωσαν οι διακοπές. Άρχισε να χειμωνιάζει. Και ο Μένιος με την γυναίκα του την Κάλια γύρισαν από τον Ωρωπό, όπου παραθέριζαν, ξανά στο σπίτι τους στην Αθήνα. Εκείνο το πρωί, όπως συνήθως, ο Μένιος ετοίμασε μόνος του το τσάι του.

Το έχυσε προσεκτικά από το μπρίκι στην κούπα του. Κόντεψε να ξεχειλίσει. Εκεί όμως, που κρατώντας την γεμάτη κούπα με το κουταλάκι μέσα,  πήγαινε προσεκτικά, από την ηλεκτρική κουζίνα, προς το τραπεζάκι, μπροστά στην τηλεόραση, όπου κάθε πρωί καθότανε για να ακούσει τις ειδήσεις, του ήρθε να φταρνιστεί.

Ήταν και λίγο κρυωμένος. Τον γαργαλούσε η μύτη του. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Και στο τέλος φταρνίστηκε δυνατά. Ααμμμψού! Τραντάχτηκε η κούπα που κρατούσε.

Πετάχτηκε και χύθηκε το τσάι στις πιτζάμες του, στο πάτωμα… Του έπεσε και το κουταλάκι. Χάλια έγινε. Τα έκανε μούσκεμα. Η γυναίκα του, που στην κρεβατοκάμαρα λαγοκοιμόταν, άκουσε και το κατάλαβε. Σηκώθηκε νευριασμένη και του φώναζε.

– Βρε άχρηστε, τι χάλια είναι αυτά; Χθες σφουγγάρισα. Ανίκανε. Ούτε ένα τσάι δεν είσαι ικανός να ετοιμάσεις. Ηλίθιε! Με ξύπνησες. Με σύγχυσες…

Και εξακολουθούσε, πηγαίνοντας ξανά στο κρεβάτι της, να μουρμουρίζει. Την είχανε πιάσει τα νεύρα της.

– Δεν το έκανα επίτηδες… της απάντησε.

Ο Μένιος, άκακο ανθρωπάκι, στενοχωρήθηκε πολύ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η γυναίκα του τού φερότανε έτσι. Πήγε στο δωμάτιο, όπου ήταν η ντουλάπα με τα ρούχα του, άλλαξε βιαστικά και βγήκε έξω, χωρίς να της μιλήσει περισσότερο. Καβγάδες δεν ήθελε. Από πίσω του άκουσε την Κάλια να του φωνάζει.

– Πού πας, βρε;

Την άλλη μέρα το απόγευμα μου τηλεφωνούσε ο Μένιος  με το κινητό του από το εξοχικό τους στον Ωρωπό. Και μου τα διηγούνταν με παράπονο. Εκεί, στον Ωρωπό, μου έλεγε, έκανε ψύχρα. Είχε μαγειρέψει ξερά φασόλια με μπόλικο σέλινο και καρότα για μεσημεριανό. Και το βράδυ στο κρεβάτι σκεπάστηκε με δυο κουβέρτες. Κουκουλώθηκε απ’ το κεφάλι μ’ αυτές  αφήνοντας μόνο μια τρύπα για να αναπνέει. Έκλεισε τα μάτια του και σκεφτότανε την μοναξιά του. Και εκεί, μεσ’  στην απελπισία του, τον πήρε ο ύπνος. Ήταν κουρασμένος, σωματικά και ψυχικά. Κοιμήθηκε ήσυχα, χωρίς να ξυπνήσει, μέχρι το πρωί.

Δεν μου το φανέρωσε, όμως κατάλαβα ότι ζητούσε την συμβουλή μου. Αλλά δεν ήξερα τι να του πω.

– Σου τηλεφώνησε;  τον ρώτησα.

– Τρεις φορές, αλλά εγώ της το έκλεισα. Πρέπει όμως να έχει καταλάβει ότι βρίσκομαι εδώ.

Στην γυναίκα του να τηλεφωνήσω εγώ δεν τολμούσα. Είναι παράξενη. Και δεν ήθελα να φανεί ότι μεροληπτώ. Ξέρω ότι ο Μένιος είναι άτολμος, πολύ ήσυχος και ευαίσθητος. Σαν μικρό παιδί. Η Κάλια είναι νευρικιά και απότομη.

– Όταν σου ξανατηλεφωνήσει, απάντησέ της, του είπα. Πρέπει να συμβιβαστείτε. Στον γάμο πρέπει, με υπομονή, ο ένας να ανέχεται τις ιδιοτροπίες του άλλου. Αλλιώς συνύπαρξη δεν μπορεί να υπάρξει. Εσείς βέβαια δεν έχετε και παιδιά. Τα παιδιά δένουν το ζευγάρι στενότερα.

– Δεν με σέβεται. Με στενοχωρεί…

– Αυτήν παντρεύτηκες, μ’ αυτήν πρέπει να ζήσεις. «Ους ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω».

Μου φάνηκε ότι τον άκουσα να κλαίει.

– Μένιο! Μένιο!

Όμως εκείνος δεν απαντούσε. Στο τέλος έκλεισε η γραμμή. Τρεις φορές  δοκίμασα να τον ξαναπάρω. Το τηλέφωνο ήταν κλειστό. Ήμουν βέβαιος ότι τελικώς ο Μένιος θα επέστρεφε. Κάτι τέτοιο συνέβη και άλλη φορά. Πραγματικά, το βραδάκι, όπως αργότερα έμαθα, η Κάλια πήγε με ταξί, τον πήρε και τον κουβάλησε ξανά στο σπίτι τους.