Γιάννης Μοσχονάς
του Γιάννη Μοσχονά

Ήρθαν και φέτος τα Χριστούγεννα με ημερολογιακή ακρίβεια και μαζί με όλες τις τιμές τους και τις περίλαμπρες γιορτές τους. Η βεβαιότητα της άφιξής τους είναι νομοτελειακή.

Τα Χριστούγεννα, η κατ’ εξοχήν γιορτή της εξωστρέφειας και της απόλυτης κατάφασης, ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες γιορτές, μέσα από τους επιβλητικούς στολισμούς και την παρατεταμένη γιορτινή ατμόσφαιρα. Στις περιόδους των εορτών διαστέλλονται τα συναισθήματα και μεγεθύνονται οι αντιθέσεις.

Μεγαλώνουν οι αποστάσεις των πραγμάτων και των καταστάσεων από την ουσία τους. Αυτές τις μέρες κυριαρχούν οι αντιθέσεις και περισσότερο απ’ όλες, οι ανομολόγητες. Είναι εκείνες που κρύβονται πίσω από ένα πέπλο εκκωφαντικής σιωπής. Συνυπάρχουν η χαρά με τη λύπη, η ευφορία με τη θλίψη, η αισιοδοξία με την απογοήτευση, το φως με το σκοτάδι.

Είναι γεγονός ότι οι μελαγχολικοί άνθρωποι στις γιορτές πολλαπλασιάζονται, όχι τόσο από θέση, όσο από διάθεση. Είναι, γιατί εκείνες τις μέρες διαταράσσεται η ισορροπία τους μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας, που όσο κι αν δεν είναι ευχάριστη γι’ αυτούς, είναι κατανοητή και κατά κάποιον τρόπο αποδεκτή.

Οι γιορτές επιβάλλουν τους δικούς τους συναισθηματικούς κώδικες. Πρόκειται για έτοιμες συμβατικές στερεότυπες ρουτίνες συμπεριφοράς, που καλείσαι να χρησιμοποιήσεις, αν θέλεις να συνεχίσεις να επικοινωνείς με τους γύρω σου. Αλλιώς απομονώνεσαι και απομακρύνεσαι από αυτούς. Πρέπει να δείχνεις χαρούμενος, ακόμα κι αν δεν είσαι. Να ανταλλάσεις συνεχώς ευχές, ακόμα κι αν δεν το αισθάνεσαι.

Να καταναλώνεις περισσότερα υλικά αγαθά, ακόμα κι αν δεν τα έχεις ανάγκη.

Να αφήνεσαι στην αφέλεια του παράδοξου, εγκαταλείποντας γι’ αυτό το διάστημα, την αυστηρότητα των επιχειρημάτων σου.

Κάποιοι συνάνθρωποί μας αντιλαμβάνονται αυτήν την κατάσταση ως εκβιασμό. Αρνούνται να υποταχτούν στο κλίμα των ημερών και απομονώνονται αναγκαστικά. Γιατί κανένας δεν θέλει στις γιορτές να βλέπει θλιμμένους ανθρώπους γύρω του και αντιλαμβάνεται τη μελαγχολία ως μιζέρια, ή ακόμα και ως γρουσουζιά. Δεν θέλουν «Σκρουτζ» οι γιορτές, αλλά τύπους «large», με θετική διάθεση και με γεμάτα πορτοφόλια.

Κι όμως, αυτή η αντίθεση της χαράς και της λύπης μένει κάθε χρόνο τέτοια εποχή κρυφή, ανομολόγητη. Δεν μετριέται και δεν καταγράφεται. Έχουμε μάθει να βλέπουμε μόνο όσα μας φανερώνει το φως και αγνοούμε όλα εκείνα που μας κρύβει το σκοτάδι. Ακούμε με ευχαρίστηση τα γιορτινά τραγούδια και τα χαρούμενα ξεφωνητά, αλλά δεν αφουγκραζόμαστε τις σιωπές, που κι εκείνες «φωνάζουν» καμιά φορά.

Φέτος οι αντιθέσεις αυτές φαντάζουν εντονότερες. Είναι ο δύσκολος χειμώνας, για τον οποίο μας έχουν προειδοποιήσει – αλλά δεν μας έχουν προετοιμάσει – με τα κρύα, τις βροχές και τις εκκρεμότητές του να μας απειλούν, αλλά που ακόμα δεν έχουν έρθει. Είναι η φτώχεια και η ανασφάλεια που αυτή δημιουργεί. Είναι οι δυο όψεις της πόλης που φιλοτεχνούν το contrast της αισθητικής, αλλά και των συναισθημάτων μας. Η μπροστινή όψη, με τις φωτιζόμενες επιμελημένες και στολισμένες βιτρίνες και η πίσω όψη, η υποφωτισμένη, η βρόμικη, με τα διαλυμένα πεζοδρόμια και τα παρατημένα μαγαζιά στο έλεος των ενοικιαστηρίων τους.

Για να διαπιστώσεις αυτές τις αντιθέσεις, αρκεί να κάνεις μια βόλτα στην πόλη ετούτες τις μέρες. Να δεις, να ακούσεις και να μυρίσεις. Θα δεις την αντίθεση ανάμεσα στο στολισμένο κέντρο της και τις εγκαταλελειμμένες γειτονιές της. Θα αντιληφθείς τη διαφορά ανάμεσα στις πληθωρικές εορταστικές εκδηλώσεις και την ερήμωση. Θα αισθανθείς την παραφωνία μεταξύ της υπερβολής των στολισμένων λεωφόρων και της ενεργειακής φτώχειας των σπιτιών.

Θα ακούσεις γέλια και χαρές από παρέες νεαρών συμπολιτών σου, που ξεφαντώνουν στα σοκάκια της πόλης, αλλά μπορεί και να προσέξεις κάπου στην άκρη του πεζόδρομου και τη λιτή σιλουέτα του επαίτη που χαμηλόφωνα σου εύχεται, «χρόνια πολλά!». Και μόλις αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι, θα νιώσεις έντονη τη μυρωδιά του καμένου ξύλου να κατακλύζει την ατμόσφαιρα, από τις τζακόσομπες, που έχουν αναλάβει τη θέρμανση των Ελλήνων, τον 21ο αιώνα…

Τα Χριστούγεννα όμως είναι εδώ! Ήρθαν με τους δικούς τους όρους, για να γίνουν ξανά η αφορμή, να ντυθεί και πάλι η πόλη στα γιορτινά της. Τέτοιες μέρες προσπαθεί ο κόσμος να νιώσει κάπως καλύτερα. Να αποδράσει από τα δεσμά της καθημερινότητας. Να κάνει για λίγο ανακωχή με τα μέτωπα που του έχουν ανοίξει. Με την αχαλίνωτη ακρίβεια, με την απλησίαστη ενέργεια, με την απειλή της επιβίωσης και με τη φτήνια της κουλτούρας και του πολιτισμού. Και μετά έρχεται το χειρότερο. Ο εμπαιγμός που μας φέρνουν οι πολιτικοί «μάγοι» με τα «δώρα».

Το πολυδιαφημισμένο από τα προπαγανδιστικά μέσα, καλάθι του νοικοκυριού, που μας πετάνε μέσα τα ξεροκόμματα της εξαθλίωσης. Η επιμονή της Πολιτείας να μας μάθει να ζούμε σαν διακονιάρηδες, με τις κάρτες της βενζίνης και τα κουπόνια της σίτισης. Δεν ξέρω πόσο πολιτισμένη είναι η χώρα στην οποία ζούμε, όταν μας έχουν γυρίσει πίσω 70 ολόκληρα χρόνια. Το ατομικό επισιτιστικό δελτίο του 1953, το ονόμαζαν τότε, «επίδομα φτώχειας». Σήμερα, το ίδιο ακριβώς δελτίο το ονομάζουν «Market pass», επειδή ντρέπονται να το πουν με το όνομά του. Η σημερινή Ελλάδα, των αστείων επιδομάτων και των καθηλωμένων μισθών, πασχίζει όπως-όπως να επιβιώσει.

Δεν μπορεί όμως να συνεχιστεί ακόμα για πολύ αυτή η άθλια κατάσταση, γιατί κάποτε τελειώνουν και οι «μάγοι» και τα «δώρα», αλλά κυρίως η υπομονή των ανθρώπων.

Πίσω από τα πολλά φώτα, τα στολίδια, τα έντονα χρώματα, τις γλυκές γεύσεις και τις όμορφες μυρωδιές των Χριστουγέννων, κρύβονται ένα σωρό αρνητικά συναισθήματα. Έντονο άγχος, βαθιά κατάθλιψη, δυστυχία και μοναξιά. Δεν εναρμονίζονται όλοι με τη γιορτινή διάθεση. Τα Χριστούγεννα και γενικά οι γιορτές υπενθυμίζουν συνήθως την απουσία και την απώλεια ανθρώπων, που δεν είναι πια μαζί μας. Η μοναξιά μεγαλώνει τις μέρες αυτές, που επιβάλλουν τις παρέες και τις συναθροίσεις, και παίρνει τεράστιες διαστάσεις μέσα στα φώτα και τα χρώματα, εντείνοντας την απογοήτευση και τη θλίψη.

Οι γιορτές απαιτούν έξοδα, δώρα, και ικανοποίηση πολυδάπανων αναγκών και πολλοί άνθρωποι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στην εκπλήρωση αυτών των αναγκών και έτσι οδηγούνται στην απογοήτευση.

Οι μέρες των εορτών μας φέρνουν αντιμέτωπους με αυτά που προσπαθούμε να προσπεράσουμε στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Η ανάγκη να νιώσουμε ή να δείξουμε ότι νιώθουμε χαρούμενοι, πολλές φορές αποκαλύπτει πως δεν είμαστε και τόσο χαρούμενοι. Αυτό που έχει σημασία είναι να ζήσουμε τα όποια συναισθήματα. Ακόμα και αν κάποια από αυτά είναι αρνητικά. Οφείλουμε στον εαυτό μας να απενοχοποιήσουμε τα συναισθήματά μας και έτσι να νιώσουμε οι ίδιοι καλύτερα.

Θυμάμαι έναν δήμαρχο της Αθήνας που τέτοιες μέρες, πριν από κάμποσα χρόνια, είχε έρθει στην επικαιρότητα, γιατί είχε ανυψώσει στην Αθήνα το ψηλότερο Χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης. Φέτος, και πάλι τέτοιες μέρες, ο δήμαρχος αυτός που είναι πια Ευρωπαίος επίτροπος, κατάφερε να είναι ξανά στην επικαιρότητα, αλλά αυτή τη φορά, γιατί η ματαιοδοξία του ξεπέρασε το ύψος του χριστουγεννιάτικου εκείνου δέντρου του.

Δεν ξέρω πόσοι πιστεύουν ακόμα στο θαύμα των Χριστουγέννων. Σε πείσμα όμως των καιρών και των καιροσκόπων, θα υπάρχουν πάντα κι εκείνοι οι αφελείς, ρομαντικοί και αιθεροβάμονες, που επιμένουν να πιστεύουν πως η αγάπη είναι από μόνη της ένα θαύμα.

Χρόνια πολλά σε όλους!

https://moschonas.wordpress.com