Μια βόλτα στην κρητική ύπαιθρο, ύστερα από την αναβροχιά του φετινού χειμώνα και τους συνεχείς νοτιάδες, είναι αρκετή για να αποκαλύψει το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ήδη ο τόπος και που θα επιδεινωθεί όσο περνά ο καιρός, λαμβανομένων υπόψη και των εκατομμυρίων τουριστών που θα κατακλύσουν το νησί μας το ερχόμενο καλοκαίρι.

Τα σημάδια της ξηρασίας είναι ορατά παντού:  τα φράγματα έχουν ξεραθεί, οι πηγές και τα ποτάμια στέρεψαν, το χιόνι του Ψηλορείτη και των άλλων υψηλών βουνών της Κρήτης έχει σχεδόν λιώσει, το χώμα έχει σκάσει, τα χόρτα πήραν να ξεραίνονται Μάρτη μήνα, η αφρικανική σκόνη έχει καλύψει τα πάντα. Κάτι το νοσηρό πλανιέται στην ατμόσφαιρα, μια κατάσταση πρωτόγνωρη ακόμη και για ανθρώπους που βρίσκονται στην ενάτη δεκαετία της ζωής τους.

Δεν μπορεί να ξέρει κανείς αν το φαινόμενο αυτό είναι κάτι το περιοδικό ή αν έχει αρχίσει η ερημοποίηση του νησιού μας, όπως έχουν ήδη προαναγγείλει κάποιοι επιστήμονες. Ευχόμαστε να συμβαίνει το πρώτο και να μη μπούμε με τόση ταχύτητα στη «διακεκαυμένη» ζώνη της ερημοποίησης, επειδή τότε τα πράγματα θα γίνουν εξαιρετικά δύσκολα για όλους.

Η κατάσταση αυτή της ξηρασίας έφερε στο νου μου το λόγο «Ἐν λιμῷ και αὐχμῷ»(Λόγος σε πείνα και ξηρασία), που εκφώνησε το έτος 368 μ. Χ., ως επίσκοπος Καισαρείας, ο Μ. Βασίλειος, εξ αφορμής ενός λιμού που ενέσκηψε στην Καππαδοκία, λόγω μιας παρατεταμένης περιόδου ανομβρίας. Σκοπός του μεγάλου ιεράρχη ήταν να παραμυθήσει το λαό και να παρακινήσει τους πλούσιους να βοηθήσουν τις ασθενέστερες τάξεις στις δύσκολες εκείνες περιστάσεις.

Στην ομιλία αυτή, ανάμεσα στα άλλα, περιγράφει με ζωηρές εικόνες την κατάξερη από την ανομβρία γη και τον αργό θάνατο από την πείνα. Αξίζει, νομίζω, να παρουσιάσουμε εδώ ένα τμήμα αυτού του λόγου, σχετικό με την ξηρασία, για να κατανοήσουμε «εκ του αντιθέτου», μέσα από τη δύναμη της περιγραφής,  την αξία  του νερού και την ανάγκη προσεκτικής χρήσης του και να μη θεωρούμε ότι όλα είναι δεδομένα, επειδή έτσι έχουμε μάθει στην κοινωνία της κατανάλωσης (μην ξεχνάμε δε ότι η ζωή γεννήθηκε μέσα στο νερό). Γράφει, λοιπόν, ο Μ. Βασίλειος:

«Βλέπουμε, αδελφοί, τον ουρανό ερμητικά κλειστό, γυμνό και ανέφελο, να κάνει μισητή την καλοκαιρία και να προξενεί λύπη με την καθαρότητά του, αυτήν που άλλοτε την επιθυμούσαμε, τότε που είχε σκεπαστεί για πολύ καιρό με σύννεφα, σκοτείνιαζε και μας έκρυβε τον ήλιο.

Και το χώμα, που έγινε κατάξερο και προξενεί στενοχώρια και μόνο που θα το κοιτάξει κανείς, είναι στείρο και άγονο για τις γεωργικές εργασίες, καθώς έχει σκάσει και δέχεται πολύ βαθιά τις λαμπερές ακτίνες του ήλιου. Μας έλειψαν και οι πλούσιες και αστείρευτες πηγές και τα νερά των μεγάλων ποταμών στέρεψαν, και τώρα τους περνούν με τα πόδια μικρά παιδιά και γυναίκες που σηκώνουν φορτία.

Σε πολλούς από εμάς έλειψε ακόμη και το πόσιμο νερό και για το λόγο αυτό κινδυνεύουμε να πεθάνουμε. Σαν νέοι Ισραηλίτες, αναζητούμε ένα νέο Μωυσή κι ένα ραβδί θαυματουργό, για να χτυπήσει πάλι τις πέτρες και να ικανοποιήσει την ανάγκη του διψασμένου λαού, και σύννεφα παράδοξα, για να καταβρέξουν τους ανθρώπους με τροφή ασυνήθιστη, όπως το μάννα. Ας προσέξουμε να μη γίνουμε στους μεταγενεστέρους θλιβερή ιστορία πείνας και τιμωρίας. Αντίκρυσα τα χωράφια κι έκλαψα πολύ για την ακαρπία τους και θρήνησα, επειδή δεν έπεσε βροχή στον τόπο μας.

Άλλοι από τους σπόρους έχουν ξεραθεί προτού φυτρώσουν, διότι έμειναν μέσα στους σβώλους, έτσι όπως τους σκέπασε το αλέτρι. Άλλους, μόλις φύτρωσαν και βλάστησαν λίγο, τους ξέρανε ο καύσωνας, έτσι που λυπάσαι να τους βλέπεις (…). Και οι γεωργοί καθισμένοι στα χωράφια και πιάνοντας τα γόνατά τους με τα χέρια τους (γιατί αυτός είναι ο τρόπος που πενθούν), κλαίνε για τους χαμένους κόπους των.

Αντικρύζουν τα μικρά παιδιά και οδύρονται, ατενίζουν τις γυναίκες και θρηνούν, χαϊδεύουν και ψηλαφούν τα ξερά χόρτα των σπαρτών και κραυγάζουν δυνατά, σαν τους πατεράδες που έχουν χάσει τα παιδιά τους πάνω στο άνθος της ηλικίας τους (…). Κοιτάξτε πώς η πληθώρα των δικών μας σφαλμάτων έβγαλε και τις εποχές από τη φυσική τους τάξη και άλλαξε τα είδη των καιρών σε αλλόκοτα ανακατώματα.

Ο χειμώνας δεν είχε τη συνηθισμένη υγρασία μαζί με την ξηρασία, αλλά όλη την υγρασία την έκαμε παγωνιά και την αποξέρανε και πέρασε χωρίς χιόνια και βροχές. Η άνοιξη πάλι έδειξε μόνο ένα μέρος από τα χαρακτηριστικά της, δηλαδή τη θερμότητα, δεν είχε όμως βροχερή περίοδο. Ζέστη και παγωνιά παραδόξως ξεπέρασαν τα φυσικά όρια και αδίκως «συμφώνησαν»να μας βλάψουν και στέλνουν τους ανθρώπους στο θάνατο».

Έτσι περιγράφει την κατάσταση του «αυχμού»(ξηρασίας) η λογοτεχνική πέννα του Μ. Βασιλείου. Πρόκειται για εφιαλτικές εικόνες που σε πολλά σημεία μοιάζουν με ό, τι συνέβη εφέτος (μέχρι τώρα τουλάχιστον ) στην Κρήτη: χειμώνας χωρίς βροχές, άνοιξη θερμή, ποτάμια στεγνά, πηγές  δίχως νερό. Στη συνέχεια του λόγου του ο Μ. Βασίλειος περιγράφει με δραματικές εικόνες την πείνα που ενέσκηψε λόγω της ξηρασίας, ενώ αναφερόμενος στις αιτίες αυτών των φαινομένων, τις αποδίδει στην απομάκρυνση των ανθρώπων από το Θεό και στις αμαρτίες τους και ειδικά στην πλεονεξία, θεωρώντας ότι, ενώ τα ζώα ζουν όλα μαζί και μοιράζονται τους ίδιους βοσκότοπους, εμείς οι άνθρωποι «αρπάζουμε αυτά που είναι κοινά για όλους και κατέχουμε αποκλειστικά αυτά που ανήκουν στους πολλούς».

Ο Μ. Βασίλειος, δηλαδή, δίδει μια ηθική και θρησκευτική ερμηνεία στα φαινόμενα αυτά, η οποία, θεωρούμενη με μια ευρύτερη ματιά, δεν απέχει από την πραγματικότητα.

Θέλω να πω ότι για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα, όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, της οποίας αποτέλεσμα είναι η ξηρασία, ευθύνεται αποκλειστικά η ανθρωπότητα, επειδή έπαψε να βλέπει τον κόσμο ως θείο δημιούργημα και ως ένα δώρο που μας δόθηκε και που πρέπει να το σεβαστούμε, αφού είμαστε τμήμα του.

Δημιουργήσαμε ένα σύστημα και υιοθετήσαμε ένα τρόπο ζωής που αντιμετωπίζει τον κόσμο και τη δημιουργία σαν ένα χρηστικό αντικείμενο, που νομίζουμε ότι μπορούμε να χρησιμοποιούμε, για να ικανοποιήσουμε την πλεονεξία μας και τις ονειροφαντασίες περί ισχύος και πλούτο, δίχως να λαμβάνουμε υπόψη τις επιπτώσεις. Εκτραπήκαμε από το «κατά φύσιν» ζην και ξεχάσαμε πως το «ευ ζην» δεν εξαρτάται τόσο από το πλήθος των καταναλωτικών αγαθών, όσο από την ποιότητα του ήθους μας.

Παραγνωρίσαμε εκουσίως το γεγονός ότι δεν είμαστε ιδιοκτήτες του κόσμου αλλά διαχειριστές και φύλακές του.  Γι’ αυτό πέσαμε σαν αρπακτικά πάνω στη δημιουργία και τη διαγουμίζουμε σαν να είναι λεία μας, έχοντας καταντήσει ένα είδος παρασίτων που ζούμε σε βάρος του κόσμου και πριονίζοντας το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε. Το επικίνδυνο είναι πως, ενώ οι άνθρωποι της σκέψης και οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την επερχόμενη καταστροφή, «ημείς άδομεν», κάνουμε σαν να μην τρέχει τίποτε, ενώ πολλές φορές γινόμαστε ακόμα χειρότεροι.

Εκεί όπου έχουμε φτάσει δεν αρκούν τα ευχολόγια ούτε ένας ακτιβισμός που βλέπει το πρόβλημα αποσπασματικά. Απαιτείται μια συνολική μεταβολή της στάσης μας, μια «μετάνοια», μια αλλαγή του τρόπου θεώρησης της ζωής συνολικά από πολίτες και κυβερνήσεις. Εύκολο; θα ρωτήσετε.  Καθόλου, είναι η απάντηση. Ωστόσο, υπήρξαν στιγμές στην ανθρώπινη ιστορία που ο νοήμων άνθρωπος άλλαξε ριζικά την πορεία του. Γιατί να μη γίνει και τώρα;  Φτάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι «οι καιροί ου μενετοί».