Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο υπό τον τίτλο «Το φαινόμενο Κασσελάκη», με πρωταγωνιστή τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, και με αφορμή τις ραγδαίες εξελίξεις στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Μόνο που, το πραγματικό «φαινόμενο», άξιο μελέτης, παρατηρήσεων, αλλά και σχολιασμών, το οποίο δικαιολογεί όλα αυτά τα τραγελαφικά που συμβαίνουν σήμερα στο χώρο της Κεντροαριστεράς, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι βεβαίως ο Κασσελάκης, που αποτελεί απλώς ένα «σύμπτωμα» αυτού του φαινομένου.
Το «φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ», ως πολιτικό φαινόμενο, είχε κερδίσει την προσοχή των διεθνών μέσων ενημέρωσης, από τα πρώτα κιόλας μνημονιακά χρόνια. Κι αυτό γιατί, ένα κόμμα της Αριστεράς, αμφισβητώντας την σκληρή μνημονιακή λιτότητα, κατέγραφε τότε μια αλματώδη άνοδο στα ποσοστά του, υποσχόμενο ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικών πρωτοβουλιών, για την έξοδο από την κρίση.
Ένα μικρό κόμμα του 3%, κατάφερε να γίνει κυβέρνηση, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για τη χώρα μας.
Ο τότε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, έμοιαζε να διαθέτει χαρακτηριστικά γνωρίσματα χαρισματικού ηγέτη. Ήταν νέος, ωραίος, άφθαρτος και έδινε την εντύπωση – που δεν την δίνει πια – ότι ήλεγχε το κόμμα του, ενώ διέθετε έναν ριζοσπαστικό λόγο που διέγειρε τα πλήθη και έκανε πολλές ελληνικές καρδιές να χτυπάνε δυνατά…
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέλαβε την εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, συγκυβερνώντας με τους «Ανεξάρτητους Έλληνες», αφού κατάφερε να δημιουργήσει ένα τεράστιο κοινωνικό ρεύμα που παρέσυρε τους πάντες από την αντιμνημονιακή παραφορά, που εξέφραζε την άρνηση προς την πραγματικότητα της χρεοκοπίας.
Το κύριο χαρακτηριστικό της πρώτης Αριστερής κυβέρνησης, ήταν η ύπαρξη προσωποπαγούς και ρηξικέλευθης ηγεσίας. Οι μαγικές λύσεις όμως γρήγορα αποδείχθηκε πως δεν υπήρχαν και έτσι το κυβερνών κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αναγκάστηκε να ενδώσει στον μετέπειτα γνωστό «έντιμο μνημονιακό συμβιβασμό».
Η φθορά της κυβερνώσας Αριστεράς είχε ήδη ξεκινήσει, ενώ μετά και το αποτυχημένο δημοψήφισμα, το καλοκαίρι του 2015, η ηγεσία αμφισβητήθηκε έντονα από αρκετά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, τα οποία στη συνέχεια επέλεξαν να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση, εκφράζοντας την δυσφορία τους. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ακολούθησε ένα βασικό μοντέλο εξουσίας, αλλά δεν κατόρθωσε να το υλοποιήσει στο πεδίο της πολιτικής πράξης.
Πολλοί είναι οι λόγοι που συνετέλεσαν σε αυτό, αλλά ο κύριος λόγος εντοπίζεται στην αδυναμία του κ. Τσίπρα να επιλέγει τους σωστούς συνεργάτες, μια αδυναμία που και ο ίδιος άλλωστε αναγνωρίζει. Η δημοσκοπική πτώση του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίστηκε με αποτέλεσμα να υποστεί δύο απανωτές διαδοχικές ήττες.
Την πρώτη, την υπέστη στις εθνικές εκλογές του 2019. Τότε όμως, εκτός από τις εκλογές, ο κ. Τσίπρας έχασε και μια μοναδική ευκαιρία – ως ο απόλυτος κυρίαρχος στο κόμμα – να αλλάξει τον ΣΥΡΙΖΑ, οδηγώντας τον σε μια νέα φάση. Να τον εμπλουτίσει από ταλαντούχα στελέχη και ανεξάρτητες φυσιογνωμίες, αδιαφορώντας για την δυσφορία, των γνωστών στενόμυαλων και δογματικών στελεχών, που τραβούσαν το κόμμα διαρκώς προς τα κάτω.
Ο Αλέξης Τσίπρας, το πιο ισχυρό «χαρτί» του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να φύγει μπροστά τότε, ανοίγοντας νέους δρόμους, παγιδεύτηκε σε ένα εσωστρεφές σκηνικό. Η ευκαιρία αυτή χάθηκε με αποτέλεσμα να υποστεί την πρόσφατη πανωλεθρία στην εκλογική αναμέτρηση του Ιούνη του 2023. Το κυβερνητικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη κριθεί από την ελληνική κοινωνία, όχι όμως και από την ιστορία. Ίσως εκείνη το κρίνει με περισσότερη επιείκεια…
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έμοιαζε ποτέ με κόμμα. Και αυτό αποτελεί άλλο ένα ενδιαφέρον πολιτικό φαινόμενο. Οι αναρίθμητες «συνιστώσες», οι «τάσεις», τα «ρεύματα», οι «ομάδες προβληματισμού», οι «ομάδες αμφισβήτησης», που συνοδοιπορούσαν ανέκαθεν με το κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, υπονόμευαν σθεναρά κάθε λογική πολιτικής συνοχής και κομματικής πειθαρχίας.
Στην πρώτη μεγάλη διάσπαση, και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην εξουσία, υπήρχαν δύο ουσιαστικά μεγάλες συνιστώσες.
Το «Αριστερό Ρεύμα» και οι «αριστερίστικες ομάδες» υπό τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. Μετά, εμφανίστηκε μια νέα μεγάλη «τάση», που αρχικά ονομαζόταν, «Ομάδα των 53», και διευρύνθηκε στη συνέχεια με το όνομα «Ομπρέλα», με δομή όμως κόμματος μέσα στο κόμμα. Τελευταία, δημιουργήθηκαν οι «6+6» της πλευράς Αχτσιόγλου και «η ομάδα Τεμπονέρα».
Πριν, όλοι ετούτοι δήλωναν «προεδρικοί». Η διάσπαση όμως δεν άργησε. Τα κομματικά καθήκοντα και οι υποχρεώσεις υποτάχθηκαν στα συμφέροντα των «τάσεων».
Η περίφημη «γείωση» του κόμματος με την κοινωνία, ουσιαστικά δεν αφορούσε πλέον κανέναν μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε ποτέ ως κόμμα, αλλά ως μια «συνομοσπονδία ομάδων και τάσεων». Και το κύριο μέλημα ήταν ανέκαθεν, η διεύρυνση της επιρροής της κάθε «τάσης» και της κάθε «ομάδας», με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο.
Την ίδια ώρα, οι εγγραφές νέων μελών ήταν επιμελώς περιορισμένες – από τους μηχανισμούς των «τάσεων» – για να μην διαταράσσονται οι αναλογίες και να μην τίθεται σε κίνδυνο η ανατροπή των συσχετισμών.
Έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Η ευρύτερη Αριστερά καταγράφει, δυστυχώς, μια ακόμα τραυματική διάσπαση που έχει όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά των παλαιών αριστερών παραδοσιακών διασπάσεων:
Ακραίες αντιπαραθέσεις, αφορισμούς, ύβρεις, παρανοήσεις, και μίση. Πολλά μίση! Είναι απολύτως βέβαιο, πως όλα αυτά δεν τα δημιούργησε η εκλογή Κασσελάκη. Προϋπήρχαν, αλλά τα επισκίαζε και τα άμβλυνε η προσωπικότητα του πρώην προέδρου του κόμματος και οι συμβιβασμοί που κατάφερνε εκείνος να επιβάλει. Ο ίδιος ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε ότι, «παρέλαβε ένα άρρωστο κόμμα κι ότι αν δεν ήταν άρρωστο, αυτός δεν θα είχε εκλεγεί πρόεδρός του».
Τώρα, μια μειοψηφία «τάσεων» από τα «σπλάχνα» του ΣΥΡΙΖΑ, ετοιμάζεται να δημιουργήσει νέο κόμμα που θα κάνει, λέει, την Αριστερά να αισθάνεται υπερήφανη!Ακόμα κι αν δεν καταφέρει αυτό το νέο κόμμα να εισέλθει στην Βουλή. Πρόκειται για μια ομάδα ανθρώπων που υποδύονται την ιδεολογική «Ελίτ του ΣΥΡΙΖΑ», και που δεν επιθυμούν τώρα τη συμμετοχή τους σε κόμματα εξουσίας, αλλά σε μικρά κόμματα διαμαρτυρίας, που «αποτάσσουν» λεκτικά τον καπιταλισμό με «ξόρκια» και «βουντού», μέσα από «δύσπεπτες σάλτσες» μανιφέστων, που ξαφνικά θυμήθηκαν, αλλά που κανένας δεν ενδιαφέρεται να ακούσει.
Όλοι αυτοί οι «σύντροφοι» και οι «συντρόφισσες», συμμετείχαν πριν λίγο καιρό, κανονικότατα και αδιαμαρτύρητα στις δημοκρατικές διαδικασίες εκλογής προέδρου από τη βάση του κόμματός τους – με υπερηφάνεια φαντάζομαι – αλλά όταν το εκλογικό αποτέλεσμα δεν τους ευνόησε, επινόησαν τον «μεσσιανισμό» και τον «βούρκο» του ΣΥΡΙΖΑ, μέσα στον οποίο «κυλιέται» σήμερα μόνος του ο Κασσελάκης.
Να υποθέσω πως, ο κατακερματισμός της Αριστεράς στη χώρα μας, ο περιορισμός των αριστερών δυνάμεων στην Ευρώπη, αλλά και η μεγάλη επέλαση της Ακροδεξιάς ανά τον κόσμο, όπως και οι αιτίες που προκαλούν όλα τούτα τα θλιβερά φαινόμενα, δεν αποτελούν σήμερα λόγους προβληματισμού για εκείνους…
Η ευρεία εκλογική επικράτηση του νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη χαρακτήρων και συμπεριφορών, για τις οποίες μόνο περηφάνια δεν μπορεί να αισθάνεται κάποιος αριστερός. Ύβρεις, συκοφαντίες και προσβολές, εκτοξεύονται καθημερινά από τους αποχωρήσαντες κατά του νέου προέδρου μέσα από τις τηλεοράσεις, ενώ η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, έχει γίνει καθημερινό σήριαλ που προβάλλεται σε απευθείας μετάδοση.
Οι προσωπικές διαφορές «ντύθηκαν» με ιδεολογικό μανδύα, αμφισβητώντας ακόμα και βασικές αρχές της δημοκρατίας μας, όπως είναι η αποδοχή της πλειοψηφίας. Αναρωτιέμαι όμως. Τι είδους υπερηφάνεια μπορεί να έχει μια τέτοια Αριστερά;
Η σύγχρονη Αριστερά, οφείλει να αναζητά και να ανακαλύπτει νέους τρόπους επικοινωνίας και διασύνδεσης με τα κοινωνικά ρεύματα που είναι σε θέση να παράγουν λύσεις. Η ελληνική κοινωνία και κυρίως ο εργαζόμενος λαός στον οποίο απευθύνεται η Αριστερά, χρειάζεται ισχυρή αντιπολίτευση απέναντι στην μονοκρατορία της Ν.Δ.
Η απουσία ισχυρής αξιωματικής αντιπολίτευσης, συνιστά πρόβλημα για το πολιτικό σύστημα της χώρας και εν τέλει και για τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας.