Τρυπητή την έλεγαν οι Καστρινοί την ακρογιαλιά η οποία ξεκινούσε από το μέγαρο του Φυτάκη και επεκτείνονταν μέχρι την αποβάθρα που δένουν σήμερα τα επιβατηγά – οχηματαγωγά πλοία και πιο πέρα ακόμα.
Εδώ οι Ηρακλειώτες μαγαζάτορες, οι τεχνίτες και οι μεροκαμαθιάρηδες ξεχύνονταν την Καθαρή Δευτέρα, κρατώντας μέσα στα ζεμπίλια τους τα νηστίσιμα εδέσματα. Ταραμάς, ελιές, τουρσιά, χαλβάδες, μαζί με τις λαγάνες και το γλυκόπιοτο κρασί του μαρουβά και ακολουθούσε το φαγοπότι και φυσικά το κέφι σ’ όλη την αμμουδιά.
Τότε όλος ο κόσμος ξεχύνονταν στην ακροθαλασσιά της Τρυπητής. Παρέες, παρέες, χοροί, γλέντια, μικρά τραπεζάκια, καρέκλες γραμμές – γραμμές, όμιλοι χάμω, χορεύοντας, τραγουδώντας και μια χαρά, τρελλή χαρά.
Στη μάζωξη αυτή βέβαια επιτρέπονταν τα πειράγματα και τα καθαρογλωσσίδια από τους πιο ζωηρότερους. Στην Τρυπητή κατέληγαν για να γιορτάσουν οι Καστρινοί μουσουλμάνοι τη γιορτή του «Μάη κιου-κιουρί».
Ξεκινούσαν από τη Χανιώπορτα με κάποιο υψηλόσωμο σημαιοφόρο που κρατούσε την πράσινη θρησκευτική τους σημαία. Αυτοί οι Τουρκοκρητικοί κρατούσαν νταούλια, ντουμπελέκια, με αγριοφωνάρες χαρούμενες, σφυρίζοντας τραβούσαν για την αμμουδιά όπου έκαναν κάποιες τελετές.
Όλα αυτά συν έβαιναν κάθε Πρωτομαγιά. Όμως πολύς κόσμος επισκέπτονταν την Τρυπητή την ημέρα της Αναλήψεως του Χριστού. Νέες, νέοι, πιο μεγάλοι, μεσοκαιρίτισσες, παντρεμένες και απάντρευτες, παιδιά…
Όλοι αυτή τη μέρα, κατέβαιναν στη θάλασσα για να γιορτάσουν και να γλεντήσουν και φεύγοντας να πάρουν στα σπίτια τους την «μαλλιαρή».
Οι μεγαλύτεροι και οι μεγαλύτερες σε ηλικία που αντίκρυζαν κάθε στιγμή τη γερασμένη ζωή τους άρχιζαν το τραγούδι:
«Πως αλλάζουν οι καιροί Πως η ζωή είναι μικρή Πως τα χρόνια μας περνούν Πως περνούν και δεν γυρνούν».
Ίσως κάποιοι μεγαλύτεροι θα έχουν ακούσει γι’ αυτή την μεγάλη αμμουδιά της Τρυπητής που πλημμύριζε, τέτοια μέρα της Αναλήψεως από γυναικοπαρέες και παιδιά κυρίως.
Κρατούσαν τα διάφορα χρωματιστά τους παρασόλια για να μην τους κάψει ο καυτερός ήλιος. Επίσης οι παλιές νοικοκυρές το είχαν έθιμο να φυλάγουν τα λαμπριάτικα τσουρεκάκια, καλιτσούνια, λαμπροκούλουρα παξιμαδιασμένα και κόκκινα αυγά προκειμένου να τα φάνε δίπλα στη θάλασσα, αποχαιρετώντας και μ’ αυτό τον τρόπο την γιορτή της Λαμπρής.
Φυσικά δεν έλλειπαν και τα άλλα φαγητά. Έτρωγαν και έπιναν. Ορισμένες συντροφιές κρατούσαν και καμινέτο του σπίρτου της εποχής εκείνης, καθώς και τα λοιπά χρειαζόμενα για να ψήσουν τον καφέ τους και να τον απολαύσουν στη συνέχεια στον καθαρό αέρα του κρητικού πελάγους.
Τα παιδιά συνήθως έκαναν το πρώτο τους μπάνιο. Μπαίνοντας στη θάλασσα φώναζαν όλα μαζί. «Αναλήφθηκε ο Χριστός, ανταμείβομαι κι εγώ». Οι γυναίκες έμπαιναν κι αυτές στη θάλασσα βρέχοντας μόνο τους αστραγάλους και οι πιο μικρές στην ηλικία προσπαθούσαν, πηγαίνοντας προς τα βράχια του τρυπητού χαρακιού, να βρούνε μικρή πέτρα που να έχει και πράσινα χορταράκια να την πάρουν και να τη φέρουν στο σπιτικό τους.
Αυτή την ονόμαζαν «μαλλιαρή» και συμβόλιζε την υγεία, την μακροζωία και την προκοπή του κάθε σπιτικού. Το γλέντι και συνεχίζονταν και τις απογευματινές – βραδινές ώρες κατέφθαναν και οι άνδρες.
Η λύρα, το μαντολίνο, η κιθάρα, το τραγούδι και το κέφι δεν σταματούσε μέχρι αργά σ’ αυτή τη μοναδική αμμουδιά του Μεγάλου Κάστρου, στην Τρυπητή με τα πολλά χαράκια και την ξεχωριστή της ομορφιά.
Τα χρόνια σιγά-σιγά περνούν και αφήνουν το αποτύπωμά τους. Αυτή η τόσο όμορφη ακροθαλασσιά δέχτηκε ακάθαρτα νερά από κάποια εργοστάσια που χτίστηκαν κοντά της.
Επίσης έπεσε θύμα της προόδου, των έργων, του καινούργιου δρόμου αφανίζοντας κάθε στιγμή του παρελθόντος, με αποτέλεσμα η Τρυπητή να ξεχαστεί.
Ποιος ξέρει όμως, ίσως και να νιώθει πολλές φορές στον «ύπνο της», από πάνω της να περνούν χιλιάδες αυτοκίνητα, λεωφορεία και ανάριθμοι ταξιδιώτες ντόπιοι και ξένοι, από και προς το λιμάνι, το αεροδρόμιο, αλλά και άλλοι τόσοι περαστικοί, περιηγητές, αφού πρόκειται για ένα από τα πιο κομβικά σημεία της πόλης μας, ένα σημείο, μια περιοχή, μια γειτονιά γεμάτη ιστορίες και όμορφες αναμνήσεις, ενός αλλοτινού καιρού, μιας άλλης εποχής!
Και σίγουρα είμαι από τους τυχερούς, που τόσα μου έλεγε κατά καιρούς, ο μακαρίτης φίλος μου και ένας εκ των λογίων, και τόσο ενήμερων για το παλιό Ηράκλειο εμπόρων, Γιάννης Δασκαλάκης, που διατηρούσε κατάστημα με είδη κιγκαλερίας δίπλα στο ξενοδοχείο El Greco.
Μου είχε πει για το βουλισμένο καράβι που ήταν στην ευθεία από το μέγαρο Φυτάκη, εκεί που σήμερα είναι το μεγάλο κτήριο του ψυγείου και όποιος από τους Καστρινούς κολυμβητές έπεφτε στη θάλασσα μπροστά από το μέγαρο και έφτανε μέχρι το βουλισμένο βαπόρι έπαιρνε και τον τίτλο του καλού κολυμβητή!