Ευχόμασταν ολόψυχα να μην επιβεβαιώνονταν οι φόβοι μας. Να μην μετατρέπονταν οι υπόνοιες σε κατηγορίες. Να μην είχε δραματικό τέλος «το θρίλερ της Πάτρας», που ξεκίνησε να τρομάζει την ελληνική κοινωνία πριν από δύο μήνες. Να μην χάναμε κι άλλη από την εμπιστοσύνη και την εκτίμησή μας στους ανθρώπους…
Δυστυχώς όμως, όπως όλα δείχνουν, οι ευχές μας δεν εισακούστηκαν. Η αλήθεια αποδείχτηκε αυτή τη φορά περισσότερο σκληρή από το ψέμα και το κακό επικράτησε του καλού.
Οι τοξικολογικές εξετάσεις με τα ευρήματα της κεταμίνης στον οργανισμό της Τζωρτζίνας, εξανέμισαν κάθε ελπίδα μας να μην βρεθούμε μπροστά στο πιο απαίσιο, το πιο φρικτό, το πιο αποτρόπαιο έγκλημα στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Την ίδια στιγμή εκκρεμεί το ιατροδικαστικό πόρισμα για τους θανάτους της Μαλένας και της Ίριδας.
Ένας άνθρωπος είναι αρκετός κάποιες φορές για να φέρει τα πάνω κάτω, να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα, να αλλάξει το πρόσημο των καταστάσεων και να στρέψει όλα τα δάχτυλα της κοινωνίας πάνω του. Τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής είναι αδιαπέραστα. Εκεί μέσα μπορούν να συμβούν τα αδιανόητα.
Τα πάνω κάτω έφερε, και μόνο με την ιδιότητα της κατηγορούμενης, η Ρούλα Πισπιρίγκου από την Πάτρα. «Εξαφάνισε» πολέμους, πανδημίες, ακρίβειες, δίκες επωνύμων και όλα τα προβλήματα της καθημερινότητας. Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά άλλαξε συλλήβδην το τηλεοπτικό τοπίο.
Οι τηλεοράσεις άδειασαν ξαφνικά από τους πολεμικούς ανταποκριτές, από τους στρατιωτικούς αναλυτές, από τους απόστρατους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων και τους επιδημιολόγους, και με μια μαγική κίνηση αντικαταστάθηκαν με ποινικολόγους, ψυχολόγους, ιατροδικαστές και εγκληματολόγους.
Λίγα μόνο λεπτά ήσαν αρκετά, μετά την δημοσιοποίηση της προσαγωγής της κατηγορουμένης για την υπόθεση της Πάτρας, στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και στήθηκαν «κρεμάλες» έξω από το σπίτι της. Το δικαστήριο έγινε λαϊκό και μεταφέρθηκε στο δρόμο. Εκεί, όπου ο κόσμος διψά για αίμα, για λιθοβολισμούς, προπηλακίσεις, λιντσαρίσματα και αυτοδικίες.
Απόλυτα φυσιολογική εξέλιξη βεβαίως, για μια κοινωνία που δηλώνει «ειδήμων» για τα πάντα, ενώ εξακολουθεί να ζει ακόμα τον Μεσαίωνά της. Για μια κοινωνία «πεφτοσυννεφάκηδων» που είναι διαρκώς απούσα, σιωπηλή και αδιάφορη κάθε φορά που την έχουν ανάγκη αθώα ανυπεράσπιστα μέλη της που κινδυνεύουν.
Μα όταν έχει πια συμβεί το κακό, τότε εμφανίζεται θριαμβολογώντας πως «τα ήξερε», πως «τα έλεγε», πως «κάτι είχε καταλάβει» και στήνει ικριώματα αποποιούμενη πάντα τις δικές της ευθύνες. Μια αποτυχημένη κοινωνία του όχλου, που αδυνατεί πεισματικά να αντιληφθεί το ρόλο της, δεν αναγνωρίζει ποτέ τα λάθη της μέσα στο χρόνο, και συνεχίζει να αναπαράγει το στρεβλό ανεστραμμένο είδωλό της.
Παρακολουθώντας τις σκηνές ροκ που εξελίχθησαν έξω από το σπίτι της φερόμενης ως παιδοκτόνου, πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου προκαλούσε εκείνη τη στιγμή περισσότερο τρόμο. Το φρικτό έγκλημα της παιδοκτονίας που είχε διαπραχθεί σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ή η τριτοκοσμική εικόνα όλων όσων έσπευσαν με το κινητό ανά χείρας, υψωμένο έξω από την πόρτα της κατηγορούμενης μητέρας ως «σύγχρονης Μήδειας», για να καταγράψουν τι; Αναρωτιέμαι ακόμα, τι απαθανάτιζαν άραγε στη μνήμη του κινητού τους τηλεφώνου εκείνη τη στιγμή οι άνθρωποι αυτοί;
Τι ακριβώς επιδίωκαν να θυμούνται από αυτές τις νοσηρές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας μας; Αρκετοί μάλιστα από αυτούς είχαν μαζί και τα παιδιά τους, για να μη χάσουν ίσως κι εκείνα την ευκαιρία για μια σέλφι έξω από «το σπίτι της ντροπής». Μια φωτογραφία με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που φαίνεται να σκότωσε τα παιδιά της. Αναμνηστικές φωτογραφίες από το έγκλημα του αιώνα, αλλά ποιου ακριβώς αιώνα;
Ευτυχώς, ο συνήθης «κιτρινισμός» δεν επικράτησε στο σύνολο των ΜΜΕ που ανέδειξαν το θέμα των θανάτων των τριών παιδιών από την Πάτρα. Μια μεγάλη μερίδα των μίντια, παρουσίασε τεκμηριωμένα ρεπορτάζ με ισορροπημένες αναφορές και με σεβασμό στα θύματα και τα γεγονότα.
Μια άλλη, ευτυχώς μειοψηφούσα μερίδα, δεν έχασε και πάλι την ευκαιρία να ικανοποιήσει την ανθρώπινη περιέργεια, προτάσσοντας την «αισθητική της κλειδαρότρυπας» και εξαργυρώνοντας τον ανθρώπινο πόνο με λίγα «κλικ», ή με λίγη παραπάνω τηλεθέαση. Τα σχόλια που κατέκλυσαν τα social media, τα αφήνω ασχολίαστα.
Δεν θα σταθώ καθόλου στο ποινικό μέρος αυτής της θλιβερής υπόθεσης, γιατί θεωρώ ότι αποτελεί αντικείμενο έρευνας των αρμόδιων αρχών, που είμαι σίγουρος ότι την διεξάγουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν μπορώ όμως και να αγνοήσω κάποια κενά στη λειτουργία του κράτους πρόνοιας στη χώρα μας, που αναδείχθηκαν μέσα από όλη αυτήν την υπόθεση:
Κατ’ αρχάς, δεν έχω καταλάβει ακόμα γιατί οι υποθέσεις των δύο πρώτων θανάτων των άτυχων παιδιών «έκλεισαν» με τόση μεγάλη ευκολία; Ποιοι γιατροί ή ιατροδικαστές έβαλαν τις υπογραφές τους για να κλείσουν; Οι υποθέσεις τους, από όσα γνωρίζω, είχαν μπει στο αρχείο και χρειάστηκε ο θάνατος του τρίτου παιδιού σε νοσοκομείο της Αθήνας για να εγείρει υποψίες και για αυτούς τους θανάτους.
Η απώλεια όμως της ζωής ενός παιδιού και μόνο, αποτελεί κατά την ταπεινή μου άποψη μείζον θέμα, ώστε να απαιτείται η διενέργεια ενδελεχούς έρευνας όλων των εν δυνάμει εκδοχών.
Το δεύτερο κενό που εντόπισα, αφορά στην ελλειμματική διασύνδεση του ιατρικού λειτουργήματος με τις οργανωμένες δομές πρόνοιας. Σύμφωνα με καταθέσεις γιατρών δημόσιων νοσοκομείων στα οποία νοσηλεύτηκαν δυο από τα τρία άτυχα παιδιά της οικογένειας από την Πάτρα, έχοντας υπόνοιες ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την περίπτωσή τους, ενημέρωσαν το «Χαμόγελο του παιδιού», αλλά εκείνο με τη σειρά του – και καλώς έπραξε – συμβούλεψε τους γιατρούς να απευθυνθούν στην αστυνομία.
Αναρωτιέμαι λοιπόν, γιατί να μην υπάρχει μια οργανωμένη δομή κοινωνικής πρόνοιας που να συνεργάζεται, τόσο με τα νοσοκομεία μας, όσο και με τις αστυνομικές αρχές. Δεν είναι δυνατόν, το «Χαμόγελο του παιδιού», του οποίου τον ιδιαίτερο ρόλο αναγνωρίζουμε όλοι μας, να υποκαθιστά ολόκληρο τον τομέα της πρόνοιας στη χώρα μας!
Το τρίτο κενό, εντοπίζεται στην αδιανόητη αυθαιρεσία κάποιων νοσοκομείων μας να επιτρέπουν κατά περίπτωση σε συνοδούς ασθενών που περιθάλπονται σε αυτά – έστω και αν οι ασθενείς είναι ΑμεΑ – να παρέχουν οι ίδιοι την φαρμακευτική αγωγή στους ασθενείς που συνοδεύουν.
Από τη στιγμή όμως που το νοσοκομείο διαθέτει νοσηλευτικό προσωπικό, φέρει ακέραια και την ευθύνη για την απρόσκοπτη νοσηλεία των ασθενών του. Φαντάζεστε τι θα είχε αποφευχθεί, αν τηρούνταν αυτοί οι κανονισμοί στην περίπτωση των παιδιών από την Πάτρα…
Αργά ή γρήγορα η υπόθεση της Πάτρας θα εξιχνιαστεί και θα αποδοθεί δικαιοσύνη έτσι όπως την ορίζει η δημοκρατία μας. Εκείνος ή εκείνοι που θα κριθούν – αν κριθούν – ένοχοι, ή συνένοχοι, θα λογοδοτήσουν ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης και θα πληρώσουν για όλα όσα ευθύνονται, αν ευθύνονται.
Πολύ φοβάμαι πως εμείς, δηλαδή η κοινωνία, θα έχουμε κι άλλες ευκαιρίες στο μέλλον να σιωπήσουμε ή να καταγγείλουμε την κατάλληλη στιγμή που κάποιοι άλλοι θα μας έχουν ανάγκη. Να μην ξεχνάμε όμως και τούτο. Η ανοχή και η αδιαφορία είναι συνενοχή, που ναι μεν δεν διώκεται ποινικά, αλλά συμβάλλει στο έγκλημα.
Αν υπάρχει κάτι σήμερα που να στοιχειώνει περισσότερο εκείνο το σκοτεινό ισόγειο της οδού Μπιζανίου στην Πάτρα, αλλά και τη συνείδησή μας, είναι οι φωτογραφίες που απέμειναν με τα τρία αγνά παιδικά προσωπάκια να μας κοιτάνε κατάματα και να μας χαμογελούν.
https://moschonas.wordpress.com