Την περασμένη Παρασκευή η διακομματική επιτροπή της Βουλής παρέδωσε ένα σημαντικότατο πόρισμα, που δυστυχώς πέρασε σχεδόν απαρατήρητο στην επικαιρότητα των ειδήσεων και στα «ψιλά» των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Από τον Μάιο του 2017 μέχρι πριν λίγες ημέρες τα μέλη της επιτροπής έκαναν 18 συνεδριάσεις και διαβουλεύσεις με δεκάδες επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς της χώρας.

Ήταν μία σπάνια πολιτική διακομματική συναίνεση για το δημογραφικό εθνικό ζήτημα της Ελλάδας. Στην τριετία 2015-2017 είχαμε στην Ελλάδα 22.000 λιγότερες γεννήσεις από θανάτους. Εάν προσθέσουμε τους νέους που αναζητούν στο εξωτερικό καλύτερη ζωή, υπολογίζεται ότι το 2033 θα είμαστε έως 8,5 εκατομμύρια, με προοπτική μείωσης του πληθυσμού μέχρι το 2050 στα 7,5 εκατομμύρια.

Η εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ», που και σήμερα φιλοξενεί το σχόλιό μας, πρόβαλε το πρόβλημα στις 8-12-2018 με τον τίτλο: Κρίση – «Ηρώδης» για τις γεννήσεις, πάνω από 30% η μείωσή τους στο Ηράκλειο από το 2009. Πώς μπορούμε να μιλούμε για ανάπτυξη σε μία χώρα ηλικιωμένων, περιβαλλόμενη από ταχέως αυξανόμενους πληθυσμιακά γείτονες; Πώς μπορεί να σωθεί η οικονομία, η ανάπτυξη και το ασφαλιστικό, όταν ο κίνδυνος κατάρρευσης από δημογραφικό πρόβλημα θεωρείται αναπόφευκτος;

Η κρίση του δημογραφικού ασφαλώς επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση, ανεργία, υποαπασχόληση, μείωση οικογενειακού εισοδήματος κλπ. Το τελευταίο φαίνεται ότι αναγνωρίζει και το πόρισμα της επιτροπής για το αναφερόμενο θέμα. Για τις περισσότερες μητέρες θεωρείται αυτονόητο ότι με την απόκτηση παιδιών η ένταξή τους  και το μέλλον στην αγορά εργασίας περιορίζεται. Για τις υπαλλήλους του δημόσιου τομέα υπάρχει σίγουρα καλύτερη αντιμετώπιση, σε σύγκριση με τις απασχολούμενες μητέρες του ιδιωτικού τομέα.

Οι γυναίκες του δημόσιου τομέα έχουν εξασφαλισμένη τη θέση, όταν επιστρέψουν από την άδεια μητρότητας, ενώ οι γυναίκες του ιδιωτικού τομέα βρίσκονται σε υποδεέστερη ανασφαλή θέση. Αυτό είναι ένα βασικό θέμα αντικίνητρο κατά της μητρότητας, που θα έπρεπε να ασχοληθούν οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα.

Η εμπειρία των τελευταίων ετών δείχνει ότι, ενώ όλοι αναγνωρίζουν το δημογραφικό ως μία βόμβα που θα τινάξει τη χώρα στον αέρα, όταν έρχεται η ώρα των αποφάσεων, ο ένας μετά τον άλλο και όλοι μαζί αδιαφορούν, όπως κατά την παροιμιώδη θρησκευτική ρήση «αγρόν ηγόρασαν».

Οι διακομματικές συμφωνίες – συναινέσεις ξεχνιούνται, τα πορίσματα μπαίνουν στο συρτάρι και οι προτάσεις των κομμάτων σβήνουν σαν τα χνάρια πάνω στο χιόνι. Όμως τώρα, έστω και την τελευταία ώρα, καμία πολιτική δύναμη δεν μπορεί να αδιαφορεί παραβλέποντας τον εθνικό κίνδυνο από τη μείωση των γεννήσεων.

Ελπίδα για τον τόπο αποτελεί η τελευταία ανακοίνωση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κυριάκου Μητσοτάκη, ότι ένα από τα μέτρα που θα υλοποιήσει η κυβέρνηση του, θα είναι η χορήγηση επιδόματος 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που θα γεννιέται στη χώρα. Το επίδομα αυτό, μαζί με το αφορολόγητο όριο 1.000 ευρώ που θα το συνοδεύει, είναι ένα σοβαρό κίνητρο για τη μείωση της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα.

Στον Δήμο Ηρακλείου κυοφορείται εισήγηση για χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος 1000 ευρώ στις μητέρες που γεννούν τέταρτο παιδί και για κάθε επιπλέον τέκνο.

Τέτοιες πολιτικές αποφάσεις είναι σίγουρο ότι αναβαθμίζουν και προάγουν την κοινωνική αλληλεγγύη, τη στήριξη των ασθενέστερων ευπαθών ομάδων και των πολύτεκνων οικογενειών.

Σήμερα η Ελλάδα κινδυνεύει να χαθεί όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της. Κρίση οικονομική, πολιτική, κοινωνική και κυρίως δημογραφική κρίση.

Το δημογραφικό ζήτημα διανύει τη χειρότερη περίοδο της ελληνικής ιστορίας και το φαινόμενο της υπογεννητικότητας χαρακτηρίζεται ακραίο κοινωνικό φαινόμενο, που άπτεται της αρμοδιότητας ακόμη και της Πολιτικής Προστασίας με τον χαρακτήρα του επείγοντος.