Πρόσφατα, ο όρος ξαναεμφανίστηκε στο προσκήνιο τροποποιημένος, ως «Νέο Μεγάλο Παιχνίδι», για να περιγράψει τις σχέσεις μεταξύ των Η.Π.Α., της Ρωσίας, της Κίνας και μερικών άλλων χωρών, μουσουλμανικών κατά κύριο λόγο, όπως το Πακιστάν και η Τουρκία, με  ζωτικά, όπως φαίνεται, ενδιαφέροντα στην Κεντρική Ασία, κυρίως για την περιβόητη πρόσβαση σε πλούσιες ενεργειακές πηγές και στρατιωτικές βάσεις.

Πολλοί συγγραφείς,  πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές, βλέπουν αυτό το νέο παιχνίδι να  επικεντρώνεται γύρω από περιφερειακή πολιτική του πετρελαίου. Τα ενδιαφέροντα, όμως, μετατοπίστηκαν από τα γεωγραφικά σύνορα κάποτε στον έλεγχο των αγωγών, των θαλασσίων μεταφορών, των κοινοπραξιών πετρελαίου και στις λεπτομέρειες των διακρατικών συμβάσεων.

Χαρακτηριστική λοιπόν έκφανση του σύγχρονου ‘Μεγάλου Παιχνιδιού’ είναι η διήμερη σύνοδος του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ), η οποία διεξήχθη στη   Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν πριν λίγες μέρες. Η δημιουργία του Ευρασιατικού αυτού Οργανισμού πολιτικής, οικονομικής και ασφάλειας, να υπενθυμίσουμε, έγινε στη Σαγκάη το 2001, αρχικά από την Κίνα, Ρωσία, Καζακστάν, Κιργισία, Τατζικιστάν, ενώ αργότερα (2017)  προσχώρησαν και η  Ινδία και το Πακιστάν.

Μέχρι σήμερα, και άλλα κράτη προσήλθαν στον Οργανισμό, είτε ως παρατηρητές είτε ως συνεργαζόμενα. Ας δούμε όμως κάποιες ιστορικές σημειώσεις γύρω από αυτό το περίεργο παιχνίδι που άρχισε να ξεδιπλώνεται εκ νέου στην ασιατική ήπειρο και πάνω στο οποίο έπεσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, τα φώτα της δημοσιότητας, κυρίως της Δύσης. Άλλωστε, κάτι που μας αφορά άμεσα, μία από τις προσκεκλημένες χώρες στη σύνοδο ήταν και η Τουρκία, η οποία φυσικά ήθελε να προβληθεί ως ανερχόμενη ισχυρή περιφερειακή δύναμη.

 

Νικ. Σχορετσανίτη*

 

Το «Μεγάλο Παιχνίδι», λοιπόν, είναι όρος που χρησιμοποιήθηκε παλιότερα  για την στρατηγική αντιπαλότητα και τις συγκρούσεις μεταξύ της Βρεττανικής και της Ρωσικής  Αυτοκρατορίας για τον έλεγχο και την υπεροχή στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας. Η κλασσική περίοδος του Μεγάλου Παιχνιδιού θεωρείται, γενικώς το χρονικό διάστημα από τη Ρωσοπερσική συνθήκη του 1813 έως την αγγλορωσική σύμβαση του 1907.

Μια δεύτερη, αν και μικρότερη σε ένταση, ακολούθησε την επανάσταση των μπολσεβίκων το 1917. Το ‘Μεγάλο Παιχνίδι’  μειώθηκε σε ένταση, όταν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση και η Μεγάλη Βρεττανία έγιναν εξ’ ανάγκης σύμμαχοι.  Ο όρος ‘Το μεγάλο παιχνίδι’ αποδίδεται συνήθως στον Άρθουρ Κόνολι  (Arthur Conolly, 1807-1842), έναν αξιωματικό πληροφοριών της Βρεττανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και περιέπεσε στην αντίληψή μας από τον Βρεττανό μυθιστοριογράφο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ στο μυθιστόρημά του ‘Κιμ’, το 1901.

Από βρεττανικής σκοπιάς, η επέκταση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στην Κεντρική Ασία απειλούσε να καταστρέψει το πετράδι του στέμματος της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας, την Ινδία. Όταν τα στρατεύματα του Τσάρου κατελάμβαναν το ένα Χανάτο μετά το άλλο, οι Βρεττανοί άρχισαν να φοβούνται ότι το Αφγανιστάν θα γινόταν ένα σημείο για την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ινδία.

Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό,  το 1838, οι Βρεττανοί ξεκίνησαν τον πρώτο αγγλο-αφγανικό πόλεμο, προσπαθώντας να επιβάλλουν ένα καθεστώς- μαριονέτα υπό τον Σάχη Shuja. Το καθεστώς ήταν βραχύβιο και σαφέστατα μη βιώσιμο χωρίς την βρεττανική στρατιωτική υποστήριξη.

Μέχρι το 1842, οι Βρεττανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Καμπούλ, λόγω των συχνών, συνεχόμενων επιθέσεων που δέχονταν στους δρόμους από τους ντόπιους. Ο βρεττανικός στρατός αποτελούνταν από περίπου 4.500 στρατιώτες, εκ των οποίων οι 690 ήταν ευρωπαίοι και από κάπου 12.000 διάφορους οπαδούς τους. Κατά τη διάρκεια μιας σειράς επιθέσεων διημείφθησαν πολλά, αλλά σκοτώθηκαν όλοι κατά τη διάρκεια της οπισθοχώρησης στην Ινδία, πλην ενός, του βοηθού χειρουργού Γουίλιαμ Μπράιντον (William Brydon, 1811-1873)!

Η Βρεττανία συγκράτησε τις φιλοδοξίες της στο Αφγανιστάν μετά την ταπεινωτική υποχώρηση από την Καμπούλ, ενώ οι Ρώσοι με επικεφαλής τους Konstantin Kaufman, Mikhail Skobelev και Mikhail Chernyayev συνέχισαν να προωθούνται σταθερά νότια προς το Αφγανιστάν  και το 1865 μπήκαν και κατέλαβαν την Τασκένδη. Η Σαμαρκάνδη έγινε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τρία χρόνια αργότερα.

Ο Ρωσικός έλεγχος επεκτεινόταν τώρα μέχρι τη βόρεια όχθη του ποταμού Αμού Νταριά. Σε επιστολή του προς τη Βασίλισσα Βικτωρία, ο Πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Ντισραέλι, πρότεινε «να καθαρίσουν την Κεντρική Ασία από τους  Μοσχοβίτες και να τους οδηγήσουν πίσω στην Κασπία». Μετά από την μεγάλη ανατολική κρίση που ξέσπασε, οι  Ρώσοι έστειλαν μια  απρόσκλητη διπλωματική αποστολή στην Καμπούλ το 1878, ενώ η Βρεττανία απαίτησε από τον κυβερνήτη του Αφγανιστάν (Sher Ali Khan) να δεχτεί και βρεττανική διπλωματική αποστολή.

Η αποστολή δεν έγινε δεκτή και γύρισε πίσω. Σε αντίποινα εστάλη μία δύναμη 40.000 ανδρών, εγκαινιάζοντας έτσι τον Δεύτερο Αγγλο-αφγανικό πόλεμο. Το τέλος του πολέμου άφησε στο θρόνο τον Abdur Rahman Khan, ο οποίος συμφώνησε να αφήσει ουσιαστικά την εξωτερική πολιτική του Αφγανιστάν στα χέρια των Βρεττανών, ενώ ο ίδιος με τη βοήθειά τους εδραίωσε τη θέση του στο θρόνο, αφού κατάφερε να καταπνίξει τις εσωτερικές εξεγέρσεις με αδίστακτη αποτελεσματικότητα και έθεσε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας υπό τον έλεγχό του.

H Ρωσική επέκταση έφερε και μια άλλη κρίση, την καλούμενη Panjdeh, όταν οι Ρώσοι μαζί με αφγανικές δυνάμεις κατέλαβαν την όαση της Μερβ, το 1884. Στα πρόθυρα του πολέμου, ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις, οι Βρεττανοί αποφάσισαν να αποδεχθούν την ρωσική κατοχή του εδάφους της βόρειας όχθης του ποταμού Αμού Νταριά, ως τετελεσμένο γεγονός.

Χωρίς οποιαδήποτε αφγανική αντίθετη γνώμη στο θέμα αυτό, μεταξύ 1885 και 1888, η κοινή αγγλο-ρωσική Επιτροπή Συνόρων συμφώνησε οι Ρώσοι να αποποιηθούν τις πλέον απομακρυσμένες περιοχές, αλλά να διατηρήσουν την περιοχή πέριξ της ερήμου Panjdeh. Η συμφωνία οριοθετούσε μόνιμα σύνορα για το Αφγανιστάν στον ποταμό Αμού Νταριά, με απώλεια ενός μεγάλου ποσού εδάφους, ειδικά γύρω από την Panjdeh.

 

Ο πίνακας ‘Τα απομεινάρια ενός στρατού’ (The Remnants of an Army) της Elizabeth Butler, του 1879, βρίσκεται σήμερα στην Tate Gallery
Η σημερινή πλατεία Ρεγκιστάν της Σαμαρκάνδης, με τους τρείς φημισμένους μεντρεσέδες της

 

Όσον αφορά τα ανατολικά σύνορα στη λίμνη Zorkul, διεκδικήθηκαν από τη Ρωσία, το Αφγανιστάν και την Κίνα, και στη δεκαετία του 1880 οι Αφγανοί προχώρησαν βόρεια της λίμνης, στην περιοχή Alichur Pamir. Το 1891 η αποστολή στρατιωτικής δύναμης εκ μέρους της Ρωσίας προκάλεσε καινούργιο διπλωματικό επεισόδιο.

Η Βρεττανία εξέφρασε την ανησυχία ότι η Ρωσία θα επωφελούταν από την κινεζική αδυναμία στην αστυνόμευση της περιοχής για να κερδίσει έδαφος και το 1893 κατέληξε σε συμφωνία με τη Ρωσία για να οριοθετήσει τουλάχιστον το υπόλοιπο των συνόρων, μια διαδικασία που ολοκληρώθηκε το 1895.  Μέχρι το 1890, τα Χανάτα της Χίβα, της Μπουχάρας και της Κοκάνδης της  Κεντρικής Ασίας, είχαν πέσει και  γίνει υποτελή  στους Ρώσους.

Όμως, η συνέχεια του Μεγάλου Παιχνιδιού υπήρξε αρκετά  ενδιαφέρουσα όχι μόνον για όλες τις εμπλεκόμενες μεριές, αλλά και για τον κόσμο ολόκληρο.