Η εν ψυχρώ δολοφονία του Άλκη «εν μέση οδώ», χωρίς καμιά απολύτως αιτία, δεν με αφήνει να ηρεμήσω. Ως πατέρα και ως Παιδαγωγό με βασανίζουν επίμονα το ερώτημα: Τι κάνομε λάθος;

Πώς γυρίζει έτσι ξαφνικά ο χρόνος αιώνες πίσω και βρισκόμαστε εκ νέου μπροστά σε μια πρωτόγονη κατάσταση, όπου η ζωή δεν μετράει και την αφαιρούμε χωρίς ηθικούς φραγμούς, χωρίς αναστολές;

Γιατί όλο αυτό μοιάζει να αποτελούσε ένα διασκεδαστικό παιχνίδι για την δολοφονική παρέα των νεαρών. Τρομάζω που το σκέφτομαι! Τι κάνομε λάθος και αντί να διαπαιδαγωγούμε ανθρώπους, εκπαιδεύομε θηρία αδάμαστα που με ηδονή κατασπαράζουν έναν συνομήλικό τους;

Δύσκολες οι απαντήσεις. Ένα όμως είναι βέβαιο: Όλα αυτά τα δέκα τα δώδεκα παιδιά και όλες αυτές οι δέκα δώδεκα χιλιάδες παιδιά που εμπίπτουν στην ίδια ή παρόμοια περίπτωση δεν οδηγήθηκαν εκεί για τον ίδιο λόγο, ούτε και ακολούθησαν την ίδια πορεία ώσπου να φτάσουν ως εκεί. Το καθένα βρέθηκε εκεί για τον δικό του λόγο ή μάλλον για τους δικούς του λόγους.

 

 

Και χρησιμοποιώ εδώ τον πληθυντικό γιατί είναι βέβαιο ότι αυτά τα ψυχο-κοινωνικά φαινόμενα δεν προκύπτουν ποτέ ως αποτέλεσμα ενός μόνο παράγοντα· συνήθως εμπλέκεται ένα σύνολο παραγόντων που αλληλεπιδρούν και αλληλοκαθορίζονται μεταξύ τους και όλοι μαζί  οδηγούν το συγκεκριμένο πρόσωπο στη συγκεκριμένη κατάσταση.

Και τους λόγους μπορεί να τους ανακαλύψει ή να τους εντοπίσει για τον καθένα χωριστά ο ειδικός -ψυχολόγος ή ψυχίατρος- που θα αναλάβει την εξέταση του καθενός. Εμείς για να προσεγγίσομε κατά κάποιο μεθοδολογικό και συστηματικό τρόπο το ζήτημα έτσι όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα θα το προσεγγίσομε σε δύο επίπεδα: Σε μικρο- και μακροεπίπεδο.

Στο μικροεπίπεδο συμπεριλαμβάνεται αρχικά η οικογένεια και ακολουθεί αργότερα το σχολείο. Στους δύο αυτούς χώρους το παιδί και ο έφηβος περνά τον περισσότερο χρόνο της ζωής του. Κυρίως στην οικογένεια και πριν ακόμη το παιδί φοιτήσει στο σχολείο τίθενται τα θεμέλια της προσωπικότητας, κάτι που οι περισσότεροι γονείς δεν το γνωρίζουν.

Στην ηλικία αυτή οι γονείς συνήθως θεωρούν ότι το παιδί είναι ακόμη μικρό, δεν ξέρει, θα μεγαλώσει και θα μάθει. Όμως σήμερα γνωρίζομε ότι σε αυτήν την ηλικία ορίζονται τα πλαίσια μέσα στα οποία θα κυμανθεί η εξέλιξη της προσωπικότητάς του στο μέλλον.

Στο μεταξύ τα πράγματα είναι πολύπλοκα. Δεν υπάρχουν σταθεροί κανόνες που να είναι εξίσου καλοί και χρήσιμοι για όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά. Υπάρχει η ιδιομορφία του προσώπου που δεν επιτρέπει να υποταχθούν στους ίδιους κανόνες όλα τα παιδιά· καθένα χρειάζεται τη δική του αντιμετώπιση. Εδώ εμφωλεύουν κίνδυνοι καταπίεσης που συχνά αφήνουν πίσω τους απωθημένα και τραυματικές εμπειρίες που  κάποια στιγμή αναμένεται να εμφανισθούν ως αντικοινωνικές συμπεριφορές.

Πολλοί γονείς για να αποφύγουν έναν τέτοιο κίνδυνο δεν αντιδρούν σε οποιαδήποτε συμπεριφορά των παιδιών τους. Αυτό όμως δημιουργεί άλλου είδους προβλήματα, γιατί συχνά τα παιδιά αυτά δεν μαθαίνουν να θέτουν όρια στην συμπεριφορά τους.

Συμπεριφέρονται χωρίς όρια και χωρίς φραγμούς, δεν εκπαιδεύονται από τη μικρή τους ηλικία, ώστε να κατανοήσουν ότι και οι άλλοι έχουν δικαιώματα. Αγνοούν τα δικαιώματα των άλλων και δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν και να σεβαστούν τους κανόνες που ρυθμίζουν την συμπεριφορά στα πλαίσια μιας ορθής συμβίωσης.

Διεκδικούν τα πάντα, τα θέλουν όλα δικά τους και με τον τρόπο αυτό αναπτύσσουν ένα άλλο είδος αντικοινωνικής συμπεριφοράς εξίσου επικίνδυνης. Έτσι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χάνεται συχνά το μέτρο και τα αποτελέσματα τα εισπράττουμε αργότερα, όταν τα παιδιά αυτά καλούνται ως ενήλικες πλέον να λειτουργήσουν στα πλαίσια μιας κοινωνίας και να αποδεχθούν την έννομη τάξη.

Όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης το πρόβλημα είναι πολύπλοκο και δεν μπορεί να λυθεί στα πλαίσια ενός άρθρου. Το μόνο που θα μπορούσε να υποδειχθεί για μια ακόμη φορά εδώ, είναι η δημιουργία σχολών γονέων από την πλευρά του κράτους, που θα λειτουργούν με ευθύνη και σοβαρότητα.

Είναι προφανές ότι μέσα από τις συνθήκες που περιγράψαμε δημιουργούνται άνθρωποι με αντικοινωνική (επιθετική) συμπεριφορά ή και ασθενείς χαρακτήρες με διάθεση εξάρτησης και υποταγής,  έτοιμοι να ενταχθούν στις διαθέσεις επιτηδείων ισχυρών.

Και είναι βέβαιο ότι αυτό συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Αν οι κοινωνικοί μου αισθητήρες  συλλαμβάνουν  ορθά τα κοινωνικά ανακλαστικά, η κοινή γνώμη ενοχοποιεί, χρόνια τώρα,  τις μεγάλες ποδοσφαιρικές ομάδες.

Αυτές εκτρέφουν τον οπαδισμό και εκεί βρίσκουν καταφύγιο τα άλκιμα νιάτα· εκεί τους ανοίγεται πεδίο άνομης δράσης, εκεί προσφεύγουν και, θεωρώντας ότι αγωνίζονται για την ιδέα της ομάδας τους, ικανοποιούν απλώς τα δικά τους απωθημένα, υπηρετώντας ταυτόχρονα  τα συμφέροντα των συγκεκριμένων ατόμων που καλλιεργούν τον οπαδισμό.

Όσο για την  ομάδα τους αυτές μόνο ζημιά υφίστανται· το ίδιο βεβαίως και το αθλητικό ιδεώδες. Ο καλός εννοούμενος αθλητισμός στο ποδόσφαιρο έχει εκλείψει. Σήμερα ο οικογενειάρχης δεν θα πάρει ποτέ τη σύζυγο και παιδιά του να πάνε οικογενειακώς στο γήπεδο.

Και αν στο μικροεπίπεδο μιλούσαμε για πρόληψη, εδώ στο  μακροεπίπεδο, η λέξη κλειδί είναι ξεκάθαρα η καταστολή. Κι αν στην πρώτη περίπτωση την ευθύνη φέρει κυρίως η οικογένεια, στην δεύτερη περίπτωση η ευθύνη αφορά πλήρως και απολύτως το κράτος.

Είναι το κράτος που πρέπει να βάλλει τους κανόνες του και να επιβάλει στους ιδιοκτήτες, στους παράγοντες και στους παραγοντίσκους των ομάδων να υποτάξουν την συμπεριφορά τους στους κανόνες αυτούς. Ας μην μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο «χουλιγκανισμός» ως φαινόμενο εμφανίστηκε στην Αγγλία.

Εκεί το κράτος με την γενναία στάση  της Margret Thatcher  έφερε αποτελέσματα, που έμειναν στην Ιστορία. Και είναι άξιο λόγου, πως μια πολιτικός που αντιμαχόταν το κράτος,   στην κρίσιμη στιγμή χρησιμοποίησε τους μηχανισμούς του «επάρατου» δήθεν κράτους και καθάρισε εντελώς το τοπίο, από μια άκρως επικίνδυνη κατάσταση.

Άραγε το δικό μας κράτος θα πράξει το ίδιο; Και αυτό πρέπει να γίνει τώρα. Ήδη είναι αργά αλλά αύριο θα είναι πολύ χειρότερα. Γιατί σήμερα κατά κοινή ομολογία είναι πέντε οι ομάδες στις οποίες το πρόβλημα παίρνει αυτές τις διαστάσεις και βρίσκονται όλες σε Αττική (Αθήνα-Πειραιά) και Θεσσαλονίκη.

Σκέφτεται κανείς τι θα συμβεί αν το φαινόμενο εξαπλωθεί στις ομάδες των επαρχιακών πόλεων; Φίλος που ξέρει καλύτερα, με έπεισε ότι και όταν δημιουργούνται παρόμοια συμβάντα στην επαρχία είναι οι οπαδοί των μεγάλων ομάδων που τα  προκαλούν μετακινούμενοι μαζικά από το κέντρο για αυτόν τον σκοπό.

Ας ελπίσομε ότι η κυβέρνηση και τα κόμματα θα ενσκήψουν με σοβαρότητα και θα αναζητήσουν το δρόμο προς της επίλυση του προβλήματος και όχι όπως κάνουν συνήθως, τον δρόμο που θα τους οδηγήσει πιο κοντά προς την εξουσία. «Οι καιροί ου μενετοί».

* Ο Ι.Ε.Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρ. Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης