Το λευκό τοπίο μιας ακίνητης πλάσης και η αδιαπέραστη καταχνιά που άπλωσε η «Ελπίδα» σε αρκετές περιοχές της χώρας μας, ήρθαν σαν μνημόσυνο από την ίδια την μελαγχολική χειμωνιάτικη ελληνική φύση, που τόσο αγάπησε ο ίδιος, για την επέτειο των δέκα χρόνων από τον θάνατο του σημαντικότερου κινηματογραφιστή που ανέδειξε η χώρα μας, του ξεχωριστού Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Το νήμα της ζωής του κόπηκε αναπάντεχα στις 24 Ιανουαρίου του 2012, όταν κατά τη διάρκεια διαλείμματος σε γύρισμα της τελευταίας του ταινίας, «Η άλλη θάλασσα», στη Δραπετσώνα, τραυματίστηκε σοβαρά από διερχόμενη μοτοσυκλέτα ενώ διέσχιζε πεζός τον δρόμο.

Το χειμωνιάτικο τοπίο, με το κατάλευκο χιόνι να καλύπτει πολλές περιοχές της χώρας μας την προηγούμενη εβδομάδα, θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κάποιος με σκηνοθετική ματιά, εξόχως ειδυλλιακό.

Αρκεί να μην είχε ο ίδιος μποτιλιαριστεί σε κάποια οδό της Αττικής, να μην είχε μετακινηθεί με μέσα μεταφοράς, να μην του είχε κοπεί το ρεύμα, να μην είχε χρειαστεί να μεταφερθεί σε νοσοκομείο, να μην του είχε τελειώσει στο σπίτι του το απαραίτητο για εκείνον (ή μέλους της οικογένειά του) οξυγόνο, και γενικά να μην είχε πέσει στην ανάγκη του επιτελικού κράτους, που κατέρρευσε μεγαλοπρεπώς εκείνες τις κάτασπρες για τη φύση, αλλά κατάμαυρες για την δοκιμαζόμενη κοινωνία, μέρες.

Τα όσα διαδραματίστηκαν στην περιοχή της Αττικής κατά την επέλαση της «Ελπίδας» και εξέθεσαν διεθνώς τη χώρα μας, παραπέμπουν κινηματογραφικά σε «Μαύρη κωμωδία» που εξελίσσεται σε κάτασπρο φόντο, με σουρεαλιστικές και μεταφυσικές σκηνές, όπως αυτή με το φέρετρο να σπρώχνεται και να γλιστράει πάνω στο κατάλευκο χιόνι…

Όλο αυτό το άκρως κινηματογραφικό σκηνικό με την πανέμορφη χειμωνιάτικη φύση, μας ταξίδεψε συνειρμικά σε μια εμβληματική εικόνα από την βραβευμένη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Είναι η σκηνή όπου οι πρωταγωνιστές της ταινίας, ο αλησμόνητος Θανάσης Βέγγος, και ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, εγκαταλείπουν την Φλώρινα, την αγαπημένη πόλη του Αγγελόπουλου.

Ο Βέγγος, στον ρόλο ενός ταξιτζή, μετέφερε τον Ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη που επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα και που υποδυόταν ο Καϊτέλ, με προορισμό τα Βαλκάνια, αναζητώντας τρεις χαμένες μπομπίνες φιλμ των αδελφών Μανάκη, των πρωτοπόρων κινηματογραφιστών που έφεραν τον κινηματογράφο στα Βαλκάνια στις αρχές του 20ου αιώνα. Η αναζήτηση των φιλμ, αλληγορικά παρέπεμπε στην αναζήτηση μιας κοινής ιστορίας των βαλκανικών χωρών.

Στη διαδρομή, ο άνεμος σφύριζε λυσσαλέα και το πυκνό χιόνι κάλυπτε τα πάντα γύρω τους. Κάποια στιγμή ο Βέγγος σταμάτησε το ΤΑΧΙ που οδηγούσε και κατέβηκε κάτω. Τότε ο Καϊτέλ τον ρώτησε απορώντας: «Γιατί σταμάτησες; Φοβάσαι;». Ο Βέγγος τότε, με τη σοφία του γνήσιου έμπειρου βιοπαλαιστή και την ειλικρίνεια του ετοιμόλογου ταξιτζή, του απάντησε: «Εγώ; Εγώ μιλάω με το χιόνι 25 χρόνια. Με ξέρει. Σταμάτησα, γιατί το χιόνι είπε “όχι”  και το χιόνι πρέπει να το σέβεσαι…».

Αλήθεια, πόσο προφητικά ηχούν σήμερα τα λόγια του Θανάση Βέγγου, που ειπώθηκαν το μακρινό 1995 μέσα από την κινηματογραφική τέχνη! Είναι λυπηρό το γεγονός ότι, 27 χρόνια μετά, όχι μόνο δεν έχουμε μάθει να «μιλάμε» με το χιόνι, αλλά δεν το σεβόμαστε κιόλας. Το χιόνι μας είπε «όχι» και τούτη τη φορά, μέσα από όλα τα μετεωρολογικά δελτία, αλλά οι ανευθυνοϋπεύθυνοι έκαναν πως δεν άκουσαν…

Όσοι έχουμε δει εκείνη την υπέροχη ταινία του Αγγελόπουλου, δεν πρόκειται να ξεχάσουμε ποτέ την χαρακτηριστική σκηνή όπου ο Θανάσης Βέγγος, όταν σταμάτησε το ΤΑΧΙ στο μέσο του πουθενά λόγω χιονιού, κοιτάζοντας τον Καϊτέλ και με σπαρακτική φωνή έκανε έναν μονόλογο που έμεινε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου:

«Ξέρεις κάτι; Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σα λαός. Κάναμε τον κύκλο μας, δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνουμε… Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο…».

Προφητικός μονόλογος, και δυστυχώς, δίνονται συνεχώς αφορμές ώστε να γίνεται και επίκαιρος. Οι θλιβερές εκείνες εικόνες που παρακολουθήσαμε να εξελίσσονται πρόσφατα στους δρόμους της Αττικής, είναι εικόνες μιας κοινωνίας που πεθαίνει, ωθούμενη από την ανικανότητα και την αδιαφορία των αρχόντων της. Μιας κοινωνίας, που το καλοκαίρι καίγεται, το φθινόπωρο πνίγεται και τον χειμώνα ξεπαγιάζει…

Οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου δεν είναι απλώς έξοχα κινηματογραφικά δημιουργήματα. Είναι ποίηση και πολιτική μαζί, σε ένα «κράμα» συναισθημάτων και ιδεών, που διέρχονται μέσα από όλα τα «φίλτρα» της μοναδικής τέχνης του. Το έργο του ολόκληρο αποτελεί μια σπουδή στην σύγχρονη ελληνική ιστορία. Η θεματολογία του, εμπνευσμένη αποκλειστικά και μόνο από την Ελλάδα, την ιστορία της και την πανέμορφη ελληνική φύση.

Την χειμωνιάτικη ελληνική φύση, με την μελαγχολία, την ηρεμία και την σιωπή των εικόνων της. Επέμενε να δουλεύει ελληνικά, παρά τις όποιες αντιξοότητες. Εμφύλιος, εξορία, διωγμός, μετανάστευση, ταξίδι, περιπλάνηση, επιστροφή στην πατρίδα. Ενότητες που συγκινούσαν και ενέπνεαν τον μεγάλο σκηνοθέτη, που αγαπούσε και τιμούσε την Ελλάδα μέσα από την τέχνη του.

Τον δημιουργό που, μέσα στην αλληγορία του λόγου και της εικόνας, κατόρθωνε να περικλείει τα σημαντικά μηνύματα της ιστορίας στα αργά κινηματογραφικά του πλάνα-σεκάνς και με αριστοτεχνικό τρόπο, να προκαλεί την συλλογική μνήμη και να αναδεικνύει την ουσία και το περιεχόμενο της συνείδησης.

Τα μακρινά και μεγάλα σε διάρκεια πλάνα του, η ομίχλη που κοσμούσε την καταπληκτική φωτογραφία των ταινιών του και οι ανθρώπινοι ήρωες που ενσάρκωναν την συνείδηση των έργων του, τον ανέδειξαν και τον καθιέρωσαν μοναδικό στο είδος του.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Έκανε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως γρήγορα εγκατέλειψε. Το 1961 έφυγε για το Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής φιλολογίας, εθνολογίας και φιλμογραφίας. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1964 και με τον κινηματογράφο άρχισε να ασχολείται από το 1965 και μετά.

Ξεκίνησε να γράφει την ιστορία του ως σκηνοθέτης με την ταινία μικρού μήκους «Εκπομπή» και στη συνέχεια με ένα μεγαλειώδες έργο κινηματογραφικών ταινιών: «Αναπαράσταση», «Μέρες του ‘36», «Ο θίασος», «Οι κυνηγοί», «Μεγαλέξανδρος», «Ταξίδι στα Κύθηρα», «Ο Μελισσοκόμος», «Τοπίο στην ομίχλη», «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», «Το βλέμμα του Οδυσσέα», «Μια αιωνιότητα και μία μέρα», «Το λιβάδι που δακρύζει», «Η σκόνη του χρόνου», και τέλος «Η άλλη θάλασσα» που έμεινε ανολοκλήρωτη.

Στις περισσότερες ταινίες του, συμμετείχε και με την ιδιότητα του σκηνοθέτη και με εκείνη του συγγραφέα. Μέσα από την δουλειά του απέσπασε πολλά σημαντικά βραβεία και μεγάλες διακρίσεις, τόσο στην Ελλάδα, όσο και το εξωτερικό, σηματοδοτώντας την αυγή του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, ενώ καθιερώθηκε ο ίδιος ως ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Οι ταινίες του Αγγελόπουλου-όπως και ο ίδιος-χαίρουν βαθύτατης εκτίμησης από τους περισσότερους μεγάλους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Το εγκώμιο του ταλαντούχου Έλληνα σκηνοθέτη έπλεξαν διάσημοι δημιουργοί της 7ης τέχνης. Ανάμεσά τους, ο Εμίρ Κουστουρίτσα, ο Ακίρα Κουροσάβα, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, ο Φεντερίκο Φελίνι, και ο Αντρέι Ταρκόφσκι.

Ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ, που είχε εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από την ταινία του, «Τοπίο στην ομίχλη», ανέφερε χαρακτηριστικά: «Πριν δω την ταινία του Αγγελόπουλου, εγώ, που έχω μεγαλώσει χωρίς πατέρα, δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα τον ανακάλυπτα στην εικόνα ενός δέντρου…».

Σε κάθε ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, εκτός από τη μαγεία και το όνειρο, κυριαρχεί και μια πρόκληση απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, ενώ πετυχαίνει πάντα τον στόχο της, σύμφωνα με τον Μπέργκμαν. Αφού, «ο στόχος του σινεμά είναι να φέρει πάλι το όνειρο πίσω στη ζωή μας, βοηθώντας μας έτσι να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες της ζωής».

https://moschonas.wordpress.com