Οι γονείς της παλιάς εποχής εκτελούσανε μεγάλο και σπουδαίο έργο μέσα στην οικογένειά τους για να διαβιώνει και για να καθοδηγεί τα παιδιά της εκεί που θα εργάζονται να δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον, να μάθουν όσα χρειάζονται για να τα έχουν στήριγμα στη ζωή τους που θα υπηρετήσουν επάνω στη γη. Το ίδιο έργο μετά το επαναλάμβανε και το σχολείο τους. Ο παλιός ο δάσκαλος με τη συνεργασία των γονέων τους είχε καλά αποτελέσματα.
Ακόμα έλεγε στους γονείς σε ό,τι επάγγελμα έχει κλίση να πάει το παιδί τους όταν πλησιάζει να τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Εφόσον οι γονείς ακούγανε τις συμβουλές του δασκάλου, είχανε καλά αποτελέσματα στα επαγγέλματα που θα πηγαίνανε. Ήτανε όμως και ορισμένοι που αδιαφορούσανε στη γνώμη του δασκάλου και κάνανε ό,τι αυτοί θέλανε στα δικά τους παιδιά. Πολλά από αυτά αποτυγχάνανε γιατί δεν αγαπούσανε να εκτελούν το συγκεκριμένο επάγγελμα που διαλέξανε οι γονείς τους και είχανε αποτυχίες στην πρόοδο για να ζήσουνε την οικογένεια τους.
Γι’ αυτό ήτανε περιπλανώμενοι στο χωριό ή στην πόλη που κατοικούσανε και περιμένανε εθελοντικά ή ζητούσανε για να διαβιώνουν και η πείνα κυριαρχούσε αλλά και δεν ήτανε αγαπητοί στον τόπο που ζούσανε. Στα περισσότερα από αυτά την κατοχή που πέρασε σχολαστικοί ήτανε οι Μικρασιάτες. Είχανε πολλά παραδείγματα από την πατρίδα τους και εδώ που ήρθανε από την φτώχεια που περνούσανε τους ανάγκαζε στις εργασίες που εκτελούσανε να παίρνουν κοντά και τα παιδιά τους για να τις μαθαίνουν να τις εκτελούν όταν θα μεγαλώσουν στις οικογένειές τους για να μην πεινάνε.
Συγκεκριμένα, τους λέγανε ότι αν δεν δουλεύετε ποιος θα σας δώσει να τρώτε; Ο καθένας τους κόπους του δεν τους δίνει εύκολα στους τεμπέληδες γιατί θα γίνουνε δυο φορές τεμπέληδες. Ορισμένοι τους λυπόντουσαν και τους δίνανε, αλλά πολλές φορές τους λέγανε ότι είναι η τελευταία φορά και να πάτε να δουλεύετε για να τρώτε και τότε θα δείτε τι κόπους έχουν όλα αυτά. Άλλοι δεν τους δίνανε καθόλου και τους απαντούσανε ακόμα και με ύβρεις με πολλές ονομασίες: τεμπέληδες, κακομοίρηδες, χαζίρηδες κ.λπ.
Από την Μ. Ασία ήρθε αυτή η συνήθεια και το έτοιμο το λέγανε χαζίρικο και το θεωρούσανε προσβολή να αποκαλούν την οικογένειά τους ή το παιδί τους χαζίρικο. Όταν κάποια οικογένεια ζούσε μόνο με τα έτοιμα, της βγάζανε το παρατσούκλι “χαζίρικια” και παρεξηγούσε όταν της το λέγανε. Αυτός ήτανε και ο λόγος στη συνέχεια να γίνει η συνήθεια διδακτική για αυτούς που δεν αγαπούσανε τη δουλειά και την εκτελούσανε σε όλα τα επαγγέλματα.
Πρόσφατα στην πόλη μας στο καφενείο κοντά στο ταχυδρομείο βρεθήκανε αρκετοί ηλικιωμένοι για τον πρωινό τους καφέ όπως το συνηθίζουν συχνά. Κάποιος της παρέας πήρε το λόγο και είπε για το χαζίρικο: Είχα ένα χωριανό απάντρευτο που γύριζε στο χωριό μας και στην πόλη και ζητούσε κάθε φορά και άλλο είδος από τα υπάρχοντά τους για να διαβιώνει προβάλλοντας ότι έχει πρόβλημα υγείας ενώ ήτανε καλά. Το είχε ως επάγγελμα ενώ μπορούσε να εργαστεί.
Την κατοχή αυτούς που ζητούσανε βοήθεια τους λέγανε χαζίρηδες και τους βγάζανε και το αντίστοιχο παρατσούκλι. Ξέρω είπε κάποιον που έχει και επίθετο Χαζίρης. Το ίδιο και ένα άλλο στο γειτονικό νομό που λέγεται χαζίρικος. Ίσως και οι δυο να είχανε κληρονομήσει τα επίθετά τους από τους προγόνους τους και να μην το ξέρουν. Αφού αυτοί είναι εργατικοί δεν χρειάζεται να μάθουν τις ρίζες των επιθέτων τους.
Ακόμα και άλλος ένας είπε: Και εγώ είχα ένα χωριανό που τα χρόνια της κατοχής κάθε καλοκαίρι όταν οι χωριανοί αλωνίζανε τα σπαρτά τους ήτανε πάντα παρών σε όλα τα αλωνίσματα και ζητούσε: φακές, κουκιά, κριθάρι και στάρι για την οικογένειά του καθότι τους έλεγε ότι δεν έχει χωράφια να σπέρνει ενώ είχε. Όταν το μάθανε όλοι οι χωριανοί συνεννοηθήκανε να μην του δίνει κανείς γιατί είναι τεμπέλης και έχει μάθει να ζει με τα χαζίρικα που είναι πιο εύκολο.
Τελειώνοντας όλοι οι ηλικιωμένοι είχανε την ίδια γνώμη ότι σήμερα οι χαζίρηδες είναι περισσότεροι από την παλιά εποχή. Ορισμένες οικογένειες που έχουν πολλά ακίνητα τα παραχωρούν στα παιδιά τους για να μην πηγαίνουν σε άλλες εργασίες να εργάζονται. Όμως αυτά αδιαφορούν να τα διατηρήσουν οπότε σιγά σιγά μετά από λίγα χρόνια τα χάνουν. Κανείς νέος σήμερα δεν σκέπτεται πόσα χρόνια οι γονείς του είχανε συνέχεια ιδρωμένο το πρόσωπό τους για να τα αποκτήσουν. Έτσι φεύγουν από τη ζωή πικραμένοι που βλέπουν τα παιδιά τους να μην συνεχίζουν τον ίδιο αγώνα για να είναι το παράδειγμα στην κοινωνία.
Και ένας άλλος ηλικιωμένος πρόσθεσε: εγώ σήμερα ξέρω δύο οικογένειες που έχουν δώσει τα μαγαζιά τους στα παιδιά τους να τα εργάζονται μαζί. Προχθές που πέρασα να τους δω γιατί είναι φίλοι μου τα παιδιά τους στις 12 η ώρα ακόμα δεν είχανε ξυπνήσει. Και είπα στους φίλους μου: αφού βρήκανε χαζίρικα, κορόιδα είναι να εργαστούν; Και τελείωσε λέγοντας: πού είσαι παντέρμη κατοχή που ξυπνούσαμε πρωί και με τα παιδιά πηγαίναμε στη δουλειά με ένα κομμάτι ψωμί και ελιές για φαγητό το μεσημέρι. Και όποιος ζητά χαζίρικα καλύτερα να ποθάνει, γιατί στο μέρος όπου θα ζει, τον τόπο μόνο θα πιάνει.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός