Ο γράφων γεννήθηκε στη δεκαετία του ’50 και μεγάλωσε στην πόλη των Τρικάλων. Μια δύσκολη εποχή από κάθε πλευρά και όχι μόνο από οικονομική. Στο χωριό του παππού, από την πλευρά του πατέρα μου, που βρίσκεται ψηλά στην ορεινή, και δύσκολα προσβάσιμη, τότε, Πίνδο, η κατάσταση ίδια και απαράλλαχτη.
Στη γειτονιά, στον περίγυρο, σε γνωστούς, φίλους και συγγενείς, υπήρχαν οικογένειες με πολλούς χαμένους, όχι μόνο από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπως θα ανέμενε κανείς εύλογα, αλλά από την αμέσως μετά από αυτόν γενόμενη εμφύλια σύρραξη. Παράλληλα τα μίση που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα ανάμεσα σε διάφορες οικογένειες ήταν εύκολα ανιχνεύσιμα ακόμα και από τους μικρούς σε ηλικία.
Υπήρχαν γνωστοί που μόλις έφευγαν για εξορία και άλλοι που επέστρεφαν και αντίθετα άλλοι που σε διάφορες εκδηλώσεις αναθεμάτιζαν τα γεγονότα αφού εκεί σε κάποια από αυτά έχασαν δικά τους πρόσωπα και συγγενείς. Η οικογένεια της μητέρας μου, ήταν μια από τις τελευταίες αφού τα πρώτα επεισόδια που δρομολογήθηκαν από τους αριστερούς, με την ιδεολογία πάντοτε της εποχής, με την δολοφονική επίθεση ενόπλων κομμουνιστικών ομάδων στο αστυνομικό τμήμα του Λιτόχωρου, οδήγησαν στα αιματηρά εκείνα και δυσάρεστα που διαδραματίστηκαν τον Μάρτιο του 1946, όπου δολοφονήθηκε άνανδρα ο αδελφός της μητέρας μου.
Ένας από τους πρώτους νεκρούς του εμφυλίου στη χώρα μας! Ταυτόχρονα, και κάπως αργότερα, πληροφορήθηκα ότι ο πατέρας μου βρισκόταν ιδεολογικά στην αντίπερα πολιτική όχθη. Είναι περιττό να τονίσω ότι ανάλογες ήταν οι συζητήσεις αναμεσά τους όλα εκείνα τα δύσκολα χρόνια της ενηλικίωσης της γενιάς μου.
Σήμερα πέρασαν κάπου εφτά οκτώ δεκαετίες από τότε, αλλά δεν παραβλέπω πως πολλά ψήγματα εκείνης της σύρραξης παραμένουν ακόμα και στις μέρες μας να σιγοκαίουν κάτω από τις στάχτες του εμφυλίου που ακόμη δεν σκορπίστηκαν από το χώρο της ελληνικής κοινωνίας. Στις δεκαετίες που πέρασαν, πολλά συνέβησαν. Την άνοδο της παντοδύναμης Σοβιετικής Ένωσης, ακολούθησε η εκρηκτική πτώσης της η οποία παρέσυρε αυτόματα όλο το μπλοκ των χωρών που βρίσκονταν ιδεολογικά υπό την σκέπη της.
Η συνέχεια είναι, εν πολλοίς, γνωστή σε όλους, τόσο στο εσωτερικό τη χώρας μας, όσο και στη διεθνή σκηνή. Σήμερα, πάλι, εντελώς ξαφνικά, ξεκίνησε μια διαμάχη, ανάμεσα σε πολίτες που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εμφορούνταν από τις ίδιες γνώμες, είχαν τα ίδια δικαιώματα, τα ίδια όνειρα, τις ίδιες ανησυχίες και προοπτικές.
Τα τελευταία γεγονότα που διαδραματίζονται στο Κίεβο, και σε άλλες πόλεις της Ουκρανίας, φέρνουν στο νου εικόνες από τη θρυλική ταινία του βωβού κινηματογράφου ‘Θωρηκτό Ποτέμκιν’ του σοβιετικού, αλλά με καταγωγή από τη Ρίγα της Λετονίας, σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν. Μια ταινία βασισμένη στα γεγονότα της ανταρσίας στο θωρηκτό εκείνο του ρωσικού ναυτικού στα 1905, που γυρίστηκε στην πόλη και το λιμάνι της Οδησσού, όπου οι δυνάμεις του τσάρου κατέσφαξαν τους απλούς πολίτες.
Τα όσα ακολούθησαν, έμαθα στην προβολή της ταινίας όταν την είδα για πρώτη φορά σε προβολή στη φοιτητική λέσχη στην Αθήνα, αρχές της δεκαετίας του ’70, όπου παρευρέθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα και ο Αλέκος Παναγούλης με την σύντροφό του γνωστή Ιταλίδα δημοσιογράφο και πολεμική ανταποκρίτρια, Οριάννα Φαλάτσι.
Πολλές δεκαετίες αργότερα, αναπολώντας ημέρες μακρυνές, απόμακρα μέρη που επισκέφτηκα στο πρώην σοβιετικό μπλοκ, και ήταν ομολογουμένως πάμπολλα, παρατηρώ με μεγάλη έκπληξη πως στον συνεχιζόμενο πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας, ουδείς στο διεθνές στερέωμα ενδιαφέρεται σοβαρά για την διακοπή του.
Γιατί στην ουσία πρόκειται για έναν αδελφοκτόνο πόλεμο, πέρα από την ίδια θρησκεία και παρεμφερή πολιτισμό που είχαν οι λαοί των δύο χωρών. Ο Γάλλος ποιητής Πωλ Βαλερύ (1871-1945), είπε μια σημαδιακή φράση, πως πόλεμος είναι όταν αλληλοσκοτώνονται άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, επειδή κάποιοι άλλοι, που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν.
Πόσοι άραγε μπορούν στις μέρες μας να υποστηρίξουν ότι σε πολλά μέρη του πλανήτη μας, κοντινά και μακρυνά, μέσα στην πατρίδα μας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κλπ, υπάσχουν αρκετοί άνθρωποι, κυρίως πολιτικοί, που είναι σε θέση να συμφωνήσουν στα στοιχειώδη;