Το «Άλλα ρύσαι ημάς από του πονηρού» είναι το όγδοο βιβλίο του Σαντιάγο Ρονκανλιόλο που κυκλοφορεί στα ελληνικά και βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Βασικά θέματά του ο θρησκευτικός φανατισμός, η κατάχρηση εξουσίας, η παιδεραστία και ο βαθύτατος συντηρητισμός της λατινοαμερικάνικης κοινωνίας.
Ο Τζίμι, ένας μέσος δεκαοκτάχρονος Νεοϋορκέζος, ετοιμάζεται να πάει στο πανεπιστήμιο. Ο θρήσκος Περουβιανός πατέρας του Σεμπαστιάν είναι επίτροπος στον καθεδρικό ναό του Μπρούκλιν, η δε μητέρα του μία ευτυχισμένη νοικοκυρά. Όμως αυτή η συνηθισμένη καθημερινότητα της πεπατημένης ανατρέπεται απότομα όταν η γιαγιά του αρρωσταίνει και ο ίδιος την επισκέπτεται στο Περού προκειμένου να την φροντίσει. Εντελώς απροσδόκητα, ερωτήματα βασανίζουν τον νεαρό ήρωα. Γιατί ο συναισθηματικά απόμακρος πατέρας του δεν επιστρέφει ποτέ στα πάτρια εδάφη, έχοντας ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του; Τι είναι αυτό που τον τρομάζει, κάνοντας τον να αρνείται τον επικείμενο θάνατο της Μάμα Τίτα;
Και έτσι, με το που πατάει ο Τζίμι το πόδι του στη Λίμα, αρχίζει να ξεδιπλώνεται ένα λογοτεχνικό θρίλερ, αφού παράλληλα ξεσπάει ένα μιντιακό σκάνδαλο, που στο επίκεντρό του έχει ένα πανάκριβο καθολικό ιδιωτικό σχολείο της δεκαετίας του ογδόντα και μία παραθρησκευτική κοινότητα χριστιανικής ζωής που στρατολογούσε λευκά παιδιά μεσαίας και ανώτερης τάξης, ακροδεξιάς συνήθως ιδεολογίας, με στόχο να διαπλάσει μία ελίτ από αγόρια δυνατά, υγιή και αφιερωμένα στην πνευματική ζωή της εκκλησίας. Εξυπακούεται πως κάτι τέτοιο ήταν ένα φυσικό αντανακλαστικό αντίδρασης που απέρρεε μέσα από το πλαίσιο των αριστερών αντάρτικων που υπήρχαν σε γειτονικές χώρες και της εδραιωμένης πολιτικής κατάστασης στην Κούβα του Κάστρο.
Μόνο που το καλά δικτυωμένο εκκλησιαστικό ίδρυμα έκρυβε ένα αποτρόπαιο μυστικό. Την σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και εφήβων. Ο Τζίμι, σε ρόλο ντετέκτιβ, ανακαλύπτει πως ο πατέρας του δεν είναι ο άνθρωπος που γνώριζε. Ο Σεμπαστιάν, ως έφηβος και νέος άντρας, ενδέχεται να είχε υπάρξει και ο ίδιος θύτης αυτής της ντροπιαστικής κατάστασης. Τίποτα δεν λέγεται ευθέως. Τα πάντα υπονοούνται. Κανείς δεν θέλει να μιλήσει ανοιχτά. Και το κακό διαιωνίζεται. Μήπως όμως κάποιοι από τους θύτες, έχουν υπάρξει και αυτοί με τη σειρά τους θύματα;
Ο συγγραφέας δίνει τη δική του απάντηση σ’ αυτό: «Μου είναι δύσκολο να αποφασίσω αν ο Σεμπαστιάν είναι θύμα ή θύτης. Είναι ένα ζήτημα που με ενδιαφέρει και το διερευνώ στα βιβλία μου: το ανθρώπινο στοιχείο στα τέρατα. Το πώς άνθρωποι αθώοι, κανονικοί, μεταμορφώνονται σε τέρατα, σε δαίμονες. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το Κακό πέφτει από τον ουρανό, ότι οι κακοί έρχονται από άλλον πλανήτη, ότι είναι ψυχοπαθείς. Μας βολεύει αυτή η ερμηνεία γιατί είναι πολύ δύσκολο να δεχθούμε ότι εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε τα τέρατα».
Το μυθιστόρημα όμως πέρα απ’ όλα αυτά είναι και ένα υπαρξιακό πόνημα για την αναζήτηση του πατέρα, την ανάγκη στέρεης σχέσης ανάμεσα σε έναν άντρα με τον γιο του και το μεγάλο κενό που η έλλειψή της μπορεί να κάνει κάποιον να αισθανθεί. Ένα κενό που ενδέχεται να οδηγήσει από την δικαιολογημένη σε κάποιες περιπτώσεις «πατροκτονία» μέχρι την καταστροφική στροφή προς το έγκλημα και τη βία.