Αποχαιρετούμε έναν άξιο πολίτη, έναν άνθρωπο χαρισματικό, χαριτωμένο, πολυτάλαντο. Τον Δημοσθένη Ραπτόπουλο, που φεύγει πλήρης, αφού διήνυσε στην παλαίστρα της ζωής κυριευμένος από το πάθος της, σχεδόν έναν αιώνα δημιουργικής, ενδιαφέρουσας και ουσιώδους ζωής, κατακτώντας μύριες εμπειρίες.
Παιδί του ήρωα Αλέξανδρου Ραπτόπουλου και της κρητικής καταγωγής Κωνσταντινουπολίτισσας Ελισάβετ Φραγκιαδούλη, γεννήθηκε το 1927 στη Βιάννο.
Μόλις 8 χρονών έχασε τη μάννα του και το ρόλο της ανέλαβε η κατά 12 χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του Αταλάντη (από το γάμο του Αλέξανδρου με τη Μαρία Κασαπάκη που πέθανε στη γρίπη του 1918).
Στα 13 του κιόλας συμμετείχε (το 1940) στις φρουρές των πρώην προσκόπων που οργάνωσε ως φαλαγγάρχης ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος.
Στήριξε μαζί με την αδελφή του τις αντιστασιακές προσπάθειες του πατέρα του και όταν τα πράγματα ζόρισαν από τον φόβο της διπλής ορφάνιας, παρακάλεσε γονατιστός τον πατέρα του, μάταια, να φύγει στη Μέση Ανατολή.
Επτά μήνες πηγαινοερχόταν στις φυλακές κοντά στον πατέρα του, ενώ τα γράμματα που του έστελνε δείχνουν μια φλογερή ώριμη ψυχή.
Οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ το ’43, όπου κατά τον καθ’ ύλην αρμόδιο Γεώργιο Παπαμαστοράκη (Γερουλάνο): «Ήταν το πιο φλογερό και αποφασιστικό της στέλεχος και έγινε σύνδεσμος της πολιτικής οργάνωσης με το Αντάρτικο στη Δίκτη μετά την απελευθέρωση, αναλαμβάνοντας αποστολές συχνά με κίνδυνο της ζωής του».
Συγχρόνως είναι άριστος μαθητής, όπως το 1943 γράφει η Αταλάντη στον Γ.Φωκέα που ζει στα Χανιά, υπεύθυνος της Οργάνωσης.
Το 1945 ο τοπικός τύπος αναφέρεται στον ξυλοδαρμό του στην Αστυνομία Βιάννου (ως ΕΠΟΝίτη). Έτσι, ένας ογκώδης φάκελος του ανθυπομοίραρχου Βιάννου τον ακολουθεί στην Αθήνα, όπου ήταν φοιτητής του Μετσόβιου, όπως παράγγειλε ο πατέρας του στα γράμματα και στη διαθήκη του (Μάιος 1942, Χανιά).
Στα χρόνια του Εμφυλίου, από το εκτελεστικό απόσπασμα τον προστάτευσε και τον έσωσε έμμεσα ο σκοτωμένος πατέρας του, δηλ. ο συνεργάτης του στην Αντίσταση Αντώνης Φάκαρος, Διευθυντής τότε Ασφαλείας του Ελληνικού στόλου, που είχε ορκιστεί πως τον γιο του ήρωα Αλέξανδρου Ραπτόπουλου δεν θα τον πειράξει κανείς, ακόμη κι αν είναι ο πιο φανατικός κομμουνιστής.
Το 1950-52 υποχρεωτικά στρατεύθηκε απλός στρατιώτης (το Κράτος διέκοψε τις αναβολές των φοιτητών). Λόγω της ίδιας προστασίας, αλλά και της σκληρής του εργασίας στον 811 Λόχο Μηχανικού γλύτωσε το Μακρονήσι.
Μετά τον στρατό συνέχισε τις σπουδές του. Η διπλωματική του εργασία για την οδοποιία, η μοναδική της χρονιάς που βαθμολογήθηκε με 10, άνοιγε δρόμους πανεπιστημιακής καριέρας, που όμως εμπόδισε ο θάνατος του καθηγητή του.
Αμέσως μετά, μηχανικός στο Ηράκλειο, σπάνιας κατάρτισης και εργατικότητας, δημιούργησε την οικογένεια και τα παιδιά του, Αλέξανδρο και Μαρία. Παράλληλα με το γραφείο του εργάστηκε στην Εταιρεία Παπαϊωάννου-Πετράκη και στην Αμερικανική Βάση.
Το 1963 του ανέθεσαν τη μελέτη τμήματος του Βόρειου Οδικού Άξονα. Παρά τις επί 2 χρόνια μελέτες και εκθέσεις του, για να γίνει η σήραγγα Αγίου Νικολάου, το Υπουργείο αρνιόταν. Όταν επιτέλους το κατάφερε, αναγνωρίστηκε ως ο μηχανικός που έφερε την πρώτη σήραγγα στην Ελλάδα. Κέρδισε χρήματα και κύρος δουλεύοντας επί 40 χρόνια στην οδοποιία και άφησε ως μηχανικός εποχή.
Όμως δεν τον αλλοτρίωσε ο τεχνοκράτης. Σφαιρικά αναπτυγμένη προσωπικότητα, με σπάνια μόρφωση, παρά τους δύσκολους καιρούς, ασχολήθηκε με την πολιτική. Το 1959 εκλέγεται νομαρχιακός σύμβουλος της επαρχίας Βιάννου και μετά από το 1974 μπήκε στην ΕΔΑ. Μετείχε επίσης σε όλα τα συνέδρια της ΠΕΑΕΑ και τα τελευταία χρόνια υπήρξε μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ.
Ήταν πράγματι εκπληκτική η φιλική του σχέση προς ανθρώπους όλων των κομματικών χώρων – είχε καταργήσει νωρίς τις διαχωριστικές γραμμές. Ίσως γνωρίζοντας βαθιά τους κανόνες της κοινωνίας. Επιεικής και ανεκτικός ήταν προς όλους τους ανθρώπους, για τους οποίους ποτέ δεν εξέφραζε σχόλιο αρνητικό. Η βαθιά και ουσιαστική του ευγένεια άνοιγε δρόμους πολιτισμένης επικοινωνίας, αληθινού διαλόγου, αλληλοσεβασμού και βαθιάς φιλίας.
Για την 30χρονη φιλία και συνεργασία μας, που κρατήθηκε όσο εκείνος μπορούσε να έχει την ευθύνη της ζωής του σε πολύ υψηλά επίπεδα, κατευοδώνοντάς τον τόν ευχαριστώ από καρδιάς. Μας έφερε κοντά η αγάπη της Ιστορίας και η κοινή αγωνία για την Αλήθεια, φανερή στην έρευνα που, αν και αυτοδίδακτος διεξήγε επί πολλά χρόνια. Τα βιβλία της πλουσιότατης βιβλιοθήκης του είναι γεμάτα παρατηρήσεις.
Μελετώντας κυρίως τα απομνημονεύματα πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είδε καλά την επιβολή του Δικαίου της Πυγμής και ήταν ορθολογιστής και ρεαλιστής.
Δεν είχε ψευδαισθήσεις, ωστόσο αγωνιζόταν για το καλύτερο, ισορροπώντας περίεργα ανάμεσα στο όνειρο (της νιότης του) και στην πραγματικότητα, που έκανε όλο και πιο αδυσώπητη η δύναμη της τεχνολογίας.
Η νεότερη, τοπική Ιστορία του οφείλει πολλά στο ότι γλύτωσε τη μονομέρεια, δηλαδή τη διαστρέβλωση. Στα τελευταία 30 χρόνια της στενότατης συνεργασίας μας, αν και σοφός και μεγάλος, ανοιχτός όπως πάντα, δέχτηκε επιρροές: περιόρισε τα επίθετα, το συναισθηματισμό και το πάθος, δυνάμωσε την τεκμηρίωση των όσων έγραφε, ανεχόταν την αμφισβήτηση.
Επίσης, μου εμπιστεύτηκε το αρχείο του, που με φώτισε αληθινά: είδα τον Μεσοπολεμικό Διαφωτισμό της Βιάννου, τη σχεδόν πάνδημη συμμετοχή της στην Οργάνωση του Ραπτόπουλου, τις προσωπικότητές της και ετοιμάστηκα να δεχτώ και να μελετήσω τα κείμενα του «άγνωστου» φίλου μου Νίκου Κατσαράκη.
Το ψάξιμο του Δημοσθένη Ραπτόπουλου στα Χανιά για την εκεί Οργάνωση του πατέρα του, η υποδομή που μου είχε ετοιμάσει, η γνωριμία μας με την οικογένεια Μπαστιά, την οποία ευχαριστώ για την παρουσία της εδώ σήμερα, έκανε την έρευνα βαθύτερη και ευρύτερη.
Με βάση τη σχέση και συνεργασία του με τον Θωμά Μανιάτη η έρευνά μου στον νομό Λασιθίου επέφερε καρπούς. Ο Δημοσθένης διέσωσε ευλαβικά τα ιστορικά κείμενα που εγώ μελέτησα και με τη βοήθεια της Περιφέρειας και του Δήμου εκδόθηκαν, αφού τεκμηρίωσα όσα εκείνος υποστήριζε, με την καταγραφή σπουδαίων μαρτυριών.
Δημοσθένη, καλέ μου φίλε, είμαι ευτυχής που χάρηκες την έκδοση των βιβλίων αυτών και σου είμαι ευγνώμων, γιατί έτσι τα νέα παιδιά μπορούν να έρχονται σε επαφή με υψηλόφρονες Έλληνες και πράξεις υψηλού περιεχομένου και ήθους και με μεγάλες στιγμές της Ανθρωπότητας, ένας σπουδαίος παιδαγωγικός σκοπός στη δύσκολή μας εποχή. Ευγνώμων είμαι και στη γυναίκα σου, την Κατερίνα, που με την αγάπη και τη φροντίδα της διευκόλυνε τη ζωή σου και βοηθούσε πάντοτε αυτές σου τις προσπάθειες.
Φεύγοντας να ‘σαι ήσυχος πως η προσπάθεια θα συνεχιστεί και πως η Βιάννος, συνειδητοποιώντας ακόμη βαθύτερα την αξία της ως μήτρας της Αντίστασης, θα αναδείξει τους πρωταγωνιστές της Πρώτης Αντιστασιακής Οργάνωσης, ώστε να γίνουν παραδείγματα εσαεί. Κι εσύ θα χαίρεσαι πως ο αγώνας του πατέρα σου και των άλλων Μαρτύρων της Ελευθερίας και οι θυσίες της ηρωικής και τραγικής σου γενιάς δεν πήγαν χαμένα.
Έτσι κι αλλιώς τίποτε δεν πάει χαμένο. Κι εσύ τό ‘ξερες.
Καλό σου ταξίδι, καλέ μου φίλε..