Εκείνη την εποχή, ο Κύριός μας Ιησούς βρέθηκε με τους μαθητές του στη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Εκήρυξε κι εδώ το θείο λόγο, όπως συνήθιζε, και μάλιστα θεράπευσε κι έναν άνδρα τυφλό. Στη συνέχεια, έφυγε απ’ εκεί και βαδίζοντας βόρεια έφθασε στα χωριόα της Καισαρείας, πόλης που είχε κτίσει ο Φίλιππος.
Στο δρόμο, καθώς βάδιζαν και συζητούσαν, ο Ιησούς τους έκαμε την εξής ερώτηση: “Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;”, δηλαδή τι λένε για μένα οι άνθρωποι και ποιος πιστεύουν ότι είμαι; Εκείνοι του απάντησαν: Άλλοι λένε πως είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι ο Ηλίας ο Προφήτης και άλλοι πως είσαι κάποιος προφήτης. Αυτά, λοιπόν, λένε οι άνθρωποι για μένα, μονολόγησε Αυτός. Και ύστερα: Εσείς ποιος πιστεύετε πως είμαι; Τότε, ο ζωηρός και πάντα αυθόρμητος και ειλικρινής Πέτρος απάντησε εκ μέρους όλων των μαθητών: Κύριε, συ είσαι ο Χριστός! Και ομολόγησαν έτσι, γιατί είχαν πλέον απόλυτα πειστεί για τη θεότητά Του. Η ανυπέρβλητη σοφία της διδασκαλίας Του και τα πολλά και ανήκουστα θαύματά Του δεν επέτρεπαν πια καμιά αμφισβήτησή Του.
Κι εμείς σήμερα, αγαπητοί μου αναγνώστες, διαβάζουμε το Ευαγγέλιό Του και μαθαίνουμε για τη διδασκαλία Του και τα θαύματά Του, όπως τα βίωσαν από πολύ κοντά οι μαθητές Του και όμως κάποιοι από μας αμφιβάλλουν, όπως και κάποιοι άλλοι, άθεοι όντες, τα απορρίπτουν εντελώς ως ψεύτικα και αβάσιμα και τα θεωρούν όπιο του λαού για παραπλάνηση και εκμετάλλευσή του. Πιο κάτω θα αποδειχθεί η φοβερή πλάνη τους.
Οι μαθητές, λοιπόν, τον θεωρούσαν Μεσσία και παντοδύναμο και πίστευαν σ’ Αυτόν και τη θεϊκή Του δύναμη χωρίς αμφιβολία, μέχρι τη βραδιά της σύλληψής Του στον κήπο της Γεθσημανή. Τότε έχασαν την πίστη τους σ’ Αυτόν, Τον εγκατέλειψαν και διεσκορπίστηκαν και τρέμοντας σαν λαγοί κρύφτηκαν, για να μη συλληφθούν κι αυτό από τους Ιουδαίους. Πήγαν, λοιπόν, περίπατο και ο θαυμασμός και η πίστη τους στον Ιησού; Φόβος! Τρέξτε να σώσουμε τη ζωή μας! Και αυτός ακόμη ο Πέτρος, ο αγαπημένος μαθητής και πρωτοπαλλήκαρο της δωδεκάδας, ο γενναίος και άφοβος, λάκισε! Τον αρνήθηκε μάλιστα τρεις φορές “πριν αλέκτωρ φωνήσαι”, τη νύκτα της ίδιας μέρας που Του είχε ορκιστεί πως δεν θα τον απαρνιόταν ποτέ, ό,τι και να συνέβαινε: “Δεν τον γνωρίζω τον άνθρωπο!” ήταν η τρίτη του άρνηση, με ύφος δήθεν αγανακτισμένο.
Πόσο αδύναμος, αλήθεια, είναι ο άνθρωπος και πόσο εύκολα κλονίζεται η πίστη του μπροστά στο φόβο του θανάτου! Το ρημάδι, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης όταν σε κρίσιμες στιγμές θεριέψει, βάζει στην άκρη όρκους, αρετές, αξίες και ιδανικά υιοθετώντας το ανεπίτρεπτο και καταστροφικό σύνθημα του πανικού: “Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!”.
Πέρασαν η Ανάσταση του Κυρίου μας, η Ανάληψή Του στους Ουρανούς και τέλος η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, γεγονότα κοσμοϊστορικά και ανεπανάληπτα. Οι μαθητές Του “ιδίοις όμμασι” είδαν και βίωσαν τα μοναδικά και υπεριφυσικά αυτά γεγονότα και πίστεψαν ακλόνητα πια και ξεφοβήθηκαν. Ο θάνατος γι’ αυτούς έπαψε να είναι φρικτός και φοβερός. Αντίθετα μάλιστα, έγινε ποθητός και ευπρόσδεκτος, γιατί θα τους έφερνε γρηγορότερα κοντά στον Ιησού, τον πανάγαθο και παντοδύναμο Κύριό τους, που τόσο αγάπησαν και αγαπήθηκαν απ’ Αυτόν. Ξεχύθηκαν, λοιπόν, σαν λέοντες και σοφοί, για να μεταφέρουν παντού το άγγελμα της αλήθειας και της σωτηρίας της ψυχής μη φοβούμενοι και μη φειδόμενοι ούτε της ζωής τους πια. Όλοι, και οι δώδεκα, συμπεριλαμβανομένου και του Παύλου, πλην του Ιωάννη, του αγαπημένου μαθητή και Ευαγγελιστή και συγγραφέα της Αποκάλυψης, μαρτύρησαν και πέθαναν με θάνατο και βασανιστήρια φρικτά για του Χριστού την πίστη την αγία. Και ρωτώ κάθε άνθρωπο λογικό, αντικειμενικμό και καλοπροαίρετο: Πού τη βρήκαν τέτοια δύναμη, τέτοια πίστη, τόση τόλμη, τέτοια ανδρεία; Αυτοί δεν ήσαν που τη βραδιά της σύλληψης κιότεψαν, πανικοβλήθηκαν και εξαφανίστηκαν; Τώρα, γιατί ούτε ένας δεν βρέθηκε να Τον απαρνηθεί αλλά όλοι ακόμη και τη ζωή τους θυσίασαν; Η απάντηση είναι μία: Γιατί τα θαυμαστά γεγονότα που τελευταία βίωσαν, Ανάσταση, Ανάληψη και Επιφοίτηση, πέρα για πέρα απίστευτα και υπερφυσικά, δεν τους άφησαν ίχνος αμφιβολίας ότι ο τέως Διδάσκαλός τους ήταν ο Θεάνθρωπος, που ο κόσμος περίμενε για να σωθεί.
Ας παραδειγματιστούμε λοιπόν κι εμείς, οι σημερινοί Χριστιανοί, και ας μην αμφιβάλλουμε πια, ενθυμούμενοι όχι μόνο τη στάση, την ανδρεία και τη συμπεριφορά των Αποστόλων μπροστά στο θάφνατο και στα φοβερά βασανιστήρια, αλλά και τη σοφία και πολυγλωσσία αυτών των αγράμματων ψαράδων που μετά την Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος απόκτησαν, ώστε να ξεχυθούν πια ασυγκράτητοι, για να διδάξουν όλους τους λαούς, μόνος του ο καθένας και χωρίς διερμηνείς.
Ύστερα από τα παραπάνω, “τί χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων”, για να πιστέψουμε ακλόνητα και να απορρίψουμε ασυζητητί κάθε αμφιβολία που ο σατανάς ή κάποιος αιρετικός ή αλλόθρησκος ή άθεος συνάνθρωπός μας εντέχνως και δολίως προσπαθεί να ενσπείρει μέσα μας;
* Ο κ. Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδ. πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών