Ποια χρόνια μας μένουν αξέχαστα; Ποια πρόσωπα σημάδεψαν τη ζωή μας;
Όλοι συμφωνούμε ότι τα παιδικά χρόνια που συνοδεύονται από αγάπη, φροντίδα, οικογενειακή ηρεμία και γαλήνη είναι τα καλύτερα. Και ότι μετά τους γονείς, εκείνοι που διαμορφώνουν την προσωπικότητα μας, ενσταλλάζουν στις άγουρες ψυχές μας αρχές και ιδεώδη, μας διδάσκουν τις πρώτες γνώσεις και μας μαθαίνουν τον κόσμο, όσο περίεργος και μακρινός κι αν φαίνεται, είναι οι δάσκαλοί μας. Εκείνοι που παίρνουν στα χέρια τους την εύπλαστη ύλη, το ανήσυχο και ατίθασο πνεύμα, το ανοικονόμητο σώμα και το μεταπλάθουν σε στέρεο οικοδόμημα που πάνω του κτίζεται ένα καλύτερο μέλλον.
Το δικό μου μέλλον κτίστηκε σε ένα σχολείο που δεν υπάρχει πια. Λες και ήταν σύννεφο που χάθηκε. Και αυτό είναι το περίεργο.
Αναφέρομαι στο “παράρτημα” του 17ου Δημοτικού Σχολείου που λειτούργησε για λίγα χρόνια αλλά άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στην καρδιά και στο μυαλό μου, γιατί μεγάλωσα δίπλα του ως παιδί της γειτονιάς και άκουγα την αναπνιά του. Το “ξύλινο” δημοτικό σχολείο Ηρακλείου. Σε κεντρικό σημείο της πόλης φιλοξένησε γενιές μαθητών όχι μόνο Δημοτικού αλλά και του διπλανού Γυμνασίου, ακόμα και Τεχνικής Σχολής ελλείψει αιθουσών στα άλλα κτήρια και αύξησης του μαθητικού πληθυσμού λόγω του ενισχυμένου ρεύματος της αστυφιλίας.
Στο ξύλινο άρχισα να συμπορεύομαι με τους συμμαθητές και συμμαθήτριές μου σε ένα κοινό μέλλον που στάθηκε για τη γενιά μας ιδαίτερα ευοίωνο και πολλά υποσχόμενο. Ήταν η περίοδος της πτώσης της Χούντας και της έναρξης της Μεταπολίτευσης και όλοι αναπνέαμε έναν φρέσκο και δροσερό αγέρα που αργότερα μάθαμε ότι λεγόταν δημοκρατία.
Δεν πολυσκαμπάζαμε και πολλά από δαύτον γιατί είχαμε “το ακαταλόγιστο” της παιδικής ηλικίας που ο αυθορμητισμός, η άγνοια κινδύνου και το καλώς εννοούμενο θράσος μας γίνονταν οι εφαλτήρες για να λέμε τη γνώμη μας και να διεκδικούμε τα δικαιώματά μας χωρίς ενδοιασμό. Τον αισθανόμασταν όμως να μας φλογίζει στα πύρινα λόγια του δασκάλου που έβγαιναν από την ψυχή του όταν μας δίδασκε και ενίοτε βούρκωναν τα μάτια του από την συγκίνηση.
Πολλά είναι αυτά που θυμάμαι. Πρόσωπα που χάθηκαν, οι αγαπημένοι μας δάσκαλοι και κάποιοι συμμαθητές, άλλοι που διασκορπίστηκαν, μα βλέπω ακόμη τη μορφή τους κάθε φορά που περνώ από την περιοχή και ακούω τα πειράγματα και τα γέλια τους. Θυμάμαι ακόμη να κινητοποιεί η κοριτσοπαρέα μου τους πατεράδες της που ήταν άσοι στα Μαθηματικά για να λύσουν τα δύσκολα προβλήματα. Θυμάμαι να φτιάχνουμε τους γεωγραφικούς μας χάρτες ξύνοντας τη μύτη από τις ξυλομπογιές και μαζεύοντας τα ρινίσματά τους να τα περνάμε με βαμβάκι και έτσι να φτιάχνουμε την αραχνοΰφαντη επιφάνεια.
Θυμάμαι και την πρώτη μου θρασύτατη κοπάνα που συνοδεύτηκε από δίκαιο ραβδισμό.
Θυμάμαι τις γιορτές, τα τραγούδια, τις παρελάσεις.
Μα πάνω από όλα θυμάμαι αυτό το περίεργο ξύλινο σχολείο που η ιδαιτερότητά του σε άψυχο και έμψυχο υλικό σφράγισε τη ζωή μου.
Όχι, δεν “σβηούν οι δασκάλοι σαν τους κοιτάξεις με της επιστήμης το λυχνάρι”( Ψυχάρης). Αντίθετα, παραμένουν πάντα ζωντανοί και ακμαίοι. Οπως τους πρωτογνωρίσαμε και τους αγαπήσαμε. Για όσα μας έμαθαν και μας δίδαξαν παντοτινά ευγνώμονες.
* Η Μαριάννα Τερζάκη-Βαρβεράκη είναι καθηγήτρια φιλόλογος 3ου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου