Περί των ιδιωτικών και μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων ο λόγος. Αβίαστα,

προκύπτουν κάποια ερωτήματα οικονομικής και εκπαιδευτικής φύσης. Σε ποιον απευθύνονται αυτά τα ιδρύματα; Ο ψηφισθέντας πλέον νόμος για την ίδρυση των μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων βρίσκει, με βάση τα λεγόμενα των ιθυνόντων, σύμφωνη την πλειονότητα της κοινής γνώμης. ‘Οτι δηλαδή η ελληνική οικογένεια, αυτήν την χρονική στιγμή, δύναται να αντεπεξέλθει οικονομικά (!) στο ύψος των διδάκτρων των εν λόγω πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, πολλώ δε μάλλον, όταν μιλάμε και για παγκόσμιας εμβέλειας και φήμης πανεπιστήμια, όπως τονίζει σε κάθε συνέντευξή του ο κύριος υπουργός.

Τι είδους και ποιας ποιότητας έρευνα θα λαμβάνει χώρα μέσα σε αυτά; Έρευνα θα πει αμφισβήτηση της κατεστημένης κυρίαρχης ιδεολογίας και της παγιωμένης γνώσης σε κάθε κλάδο, είτε πρόκειται για γνώση των θετικών επιστημών, είτε στο πεδίο της λογικής, της ηθικής, της νομικής, της πολιτικής και των ανθρωπιστικών επιστημών εν γένει. Εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ‘’έρευνα’’ θα συνδεθεί στενά με τις ανάγκες της αγοράς, οπότε μάλλον δεν θα μπορέσει να πάει και πολύ μακριά από την πεπατημένη.

Πώς θα μπορούσε εξάλλου, εφόσον η γνώση θα είναι το εμπορευόμενο προϊόν και οι σπουδαστές η πελατεία που θα ικανοποιεί το σύνδρομο της ελληνικής οικογένειας για την απόκτηση ενός πανεπιστημιακού πτυχίου, τώρα μάλιστα που θα βρίσκεται και τόσο κοντά στην πατρογονική εστία; Ακόμη, εφόσον πρόκειται για κάποιου είδους επιχείρηση, ειναι αμφίβολος ο βαθμός ελευθερίας που θα απολαμβάνουν οι διδάσκοντες, ώστε να διατυπώνουν με παρρησία την όποια άποψη δεν συνάδει με την φιλοσοφία του ιδρύματος.

Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι αν είναι προτιμότερο να σπουδάζουν τα παιδια στο εξωτερικό, ενώ μπορούν να το κάνουν στη χώρα τους. Εξαρτάται, είναι η απάντηση. Εξαρτάται για ποιο πανεπιστήμιο του εξωτερικού μιλάμε. Όμως σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να υπάρχουν σοβαρές εξετάσεις από τον ΔΟΑΤΑΠ, προκειμένου να δοθεί η αντιστοιχία με τον τίτλο του εσωτερικού. Εξάλλου η Ελλάδα δεν ξεφεύγει από το μέσο όρο άλλων ευρωπαϊκών χωρών των οποίων οι φοιτητές αναζητούν σπουδές σε άλλες χώρες.

Στην αντιπαράθεση για την ίδρυση ή μη ιδιωτικών πανεπιστημίων επικρατεί το επιχείρημα ότι η δυσλειτουργία και οι παθογένειες που χαρακτηρίζουν το δημόσιο πανεπιστήμιο, δεν θα υπάρχουν στα ιδιωτικά. Η λύση εν προκειμένω ποια είναι; Να ιδρυθούν ιδιωτικά ή να ενισχυθούν με κάθε τρόπο τα δημόσια, να πάψει η υποχρηματοδότησή τους, να αυξηθεί η αναλογία των καθηγητών με τους φοιτητές τους, ώστε να φτάσουμε τα ευρωπαϊκά επίπεδα. Συνεπώς, ο στόχος δεν θα πρέπει να είναι τα δημόσια πανεπιστήμια να γίνουν ανταγωνιστικά των ιδιωτικών αλλά το ακριβώς αντίθετο. Πρότυπο θα πρέπει να είναι και να παραμείνει το δημόσιο πανεπιστήμιο. Πέρα από πρότυπο, οι κυβερνήσεις οφείλουν να το καταστήσουν και πόλο έλξης για τους διεθνείς φοιτητές, με δίδακτρα που στ’ αλήθεια θα αποτελούν έσοδο για το κράτος.

Αναφορικά με αυτό παρατηρείται το εξής παράδοξο: Πώς είναι δυνατόν στη χώρα όπου οι κλασικές σπουδές θα έπρεπε να ανθουν και να αποτελούν πόλο έλξης και για άλλους φοιτητές, αντ’ αυτού να συρρικνώνονται και να συγχωνεύονται τμήματα με αντίστοιχο περιεχόμενο σπουδών; Οι ανθρωπιστικές σπουδές ολοένα και παρακμάζουν στην Ελλάδα, καθώς δεν παρουσιάζουν ζήτηση από τα νέα παιδιά ή πολλά από αυτά βρίσκονται κατά τύχη σε κάποιο τέτοιο τμήμα και μην έχοντας άλλη επιλογή, το υπομένουν. Οι ανθρωπιστικές σπουδές δεν είναι πια ελκυστικές. Τόσο απλά. Αυτό το κοινώς αποδεκτό φαινόμενο χρειάζεται θεραπεία. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα και οι εκάστοτε κυβερνήσεις που το επιμελούνται μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση. Επιβάλλεται να γίνουν αλλαγές, ώστε τα παιδιά να στραφούν προς  τις σπουδές, που φυσικά δεν θα είναι αποκομμένες από την αγορά εργασίας. Το βήμα αυτό είναι απαραίτητο και για την γενικότερη ηθικο-πνευματική ανάταση την οποία χρειάζεται η ελληνική κοινωνία στην παρούσα φάση.

Επομένως, αν η όποια κυβέρνηση αποφασίσει να “θέσει τον δάκτυλον εις τόν τύπον των ήλων”, μάλλον η αλλαγή θα πρέπει να ξεκινήσει εκ θεμελίων και όχι από την κορυφή του παγόβουνου.

* Ο Μανόλης Χριστοφάκης είναι φιλόλογος, ΜΑ